«Σε ένα νεκρό δάσος κανείς δεν θέλει να κάνει πεζοπορίες» είναι ο τίτλος άρθρου του περιοδικού der Spiegel, που αναφέρεται στην κλιματική αλλαγή σε σχέση με τον τουρισμό. Στην κεντρική φωτογραφία του άρθρου, ντόπιοι και τουρίστες στη Ρόδο, με βαλίτσες και μαγιό, απομακρύνονται από τα ξενοδοχεία τους, με φόντο έναν σκούρο ουρανό από τις φωτιές που έπληξαν το νησί.
Για πολλούς το φετινό καλοκαίρι ήταν καλοκαίρι των καταστροφών και οι επιστήμονες προσπαθούν να διερευνήσουν τις επιπτώσεις της υπερθέρμανσης του πλανήτη στον τουρισμό.
“Καθώς το καλοκαίρι του 2023 πλησιάζει προς το τέλος του, ένα καλοκαίρι με τον Ιούλιο ως τον πιο θερμό μήνα από τότε που άρχισαν να καταγράφονται μετεωρολογικά δεδομένα, τίθενται ερωτήματα”, προβληματίζεται ο αρθρογράφος. “Τι θα γίνει με τις διακοπές στο μέλλον; Αντιδρούν ήδη οι τουρίστες στις καταστροφές στις οποίες συμβάλλει η κλιματική αλλαγή μεταβάλλοντας την ταξιδιωτική τους συμπεριφορά; Πώς θα επηρεάσει η κλιματική αλλαγή τις περιοχές διακοπών μακροπρόθεσμα; Ποια προληπτικά μέτρα θα μπορούσαν να ληφθούν στις πιο απειλούμενες περιοχές; Η πολιτική θα τα ακολουθήσει;”.
Ερωτήσεις επί ερωτήσεων που θα πρέπει να προκαλούν σκεπτικισμό στις χώρες που ζουν από τον τουρισμό. Σύμφωνα με την Deutsche Welle, o Γερμανός αρθρογράφος έχει πειστεί για την σχέση αιτίου και αιτιατού. “Οι πυρκαγιές ευνοούνται από την κλιματική αλλαγή, είτε στη Ρόδο, είτε στο Μάουι, είτε στη νότια Γαλλία” επισημαίνει. “Επειδή το φαινόμενο του θερμοκηπίου προκαλεί ήδη αποδεδειγμένα άνοδο της θερμοκρασίας, το αποτέλεσμα είναι η ξηρασία. Οι πρώην πράσινες εκτάσεις μετατρέπονται σε άγονες, όπου μαζεύονται τόσα εύφλεκτα θαμνώδη και ξερά ξύλα που μετά από μακρά περίοδο ξηρασίας αρκεί μια σπίθα για να μετατραπεί η περιοχή σε κόλαση, γιατί το ξερό ξύλο πιάνει εύκολα φωτιά. Οι πλημμύρες, όπως αυτές στην Αυστρία και τη Σλοβενία, ευνοούνται επίσης από την κλιματική αλλαγή. Το νερό της Μεσογείου είχαν φτάσει σε ακραίες θερμοκρασίες εξαιτίας μιας θερμής περιόδου εβδομάδων, με αποτέλεσμα να εξατμίζεται περισσότερο νερό στην ατμόσφαιρα και η υγρασία ψηλά στις Άλπεις να πέφτει αργότερα από τα βαριά σύννεφα ως βροχή”.
Το γερμανικό περιοδικό εμφανίζει και επιστημονικά δεδομένα για τη σχέση ανάμεσα στα κύματα καύσωνα και την κλιματική αλλαγή. “Οι επιστήμονες μπορούν μάλιστα να προβλέψουν με κάποια ακρίβεια πόσο συχνά και έντονα θα εμφανίζονται κύματα καύσωνα τις επόμενες δεκαετίες. Για παράδειγμα, ο αριθμός των ημερών με θερμοκρασίες άνω των 50 βαθμών θα μπορούσε να αυξηθεί απότομα στην περιοχή της Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής”. Σύμφωνα με μελέτη της βρετανικής μετεωρολογικής υπηρεσίας Met Office “η πιθανότητα αυξάνεται κατά δέκα ως χίλιες φορές.
Σε ορισμένες από τις δώδεκα τοποθεσίες που μελετήθηκαν, μεταξύ άλλων στην περιοχή της Μεσογείου, από τη νότια Ισπανία ως την Τουρκία και την Τυνησία, η απειλητική για τη ζωή ζέστη θα μπορούσε να έρχεται ακόμη και κάθε χρόνο μέχρι το τέλος του αιώνα. Οι άνθρωποι όχι μόνο αρρωσταίνουν, αλλά καταρρέουν στους 50 βαθμούς περίπου. Αυτό έχουν δείξει και οι παρατηρήσεις από προηγούμενα κύματα καύσωνα”.
Η ερευνήτρια Μάριαμ Ζαχαρία, για παράδειγμα, εργάζεται για την πρωτοβουλία World Weather Attribution, ένα κορυφαίο ερευνητικό δίκτυο στον τομέα. Υπολόγισε λοιπόν για το Spiegel κατά πόσο ένα κύμα καύσωνα, όπως αυτό στη Σικελία τον Ιούλιο, εξακολουθεί να είναι εντός των φυσιολογικών ορίων σε μια ιστορική σύγκριση ή αν είναι πολύ πιθανό να οφείλεται στην κλιματική αλλαγή. Για να το κάνει αυτό, η Ζαχαρία χρησιμοποίησε βάσεις δεδομένων με μετεωρολογικά δεδομένα των τελευταίων 70 ετών. Στην περίπτωση της Σικελίας οι υπολογισμοί της ήταν σαφείς. Η μέση μέγιστη θερμοκρασία στα τέλη Ιουλίου ήταν πάνω από 38 βαθμούς. Δηλαδή σχεδόν δύο βαθμούς μεγαλύτερη από ό,τι το 1950. Το συμπέρασμα; Οι ερευνητές δεν μπορούν πλέον να αρνηθούν τη σχέση μεταξύ των κυμάτων καύσωνα και της κλιματικής αλλαγής. Μπορούν επίσης να προβλέψουν με σχετική ακρίβεια πόσο συχνά και πόσο έντονα θα εμφανίζονται κύματα καύσωνα τις επόμενες δεκαετίες. Τι σημαίνουν αυτές οι εξελίξεις για τον τουρισμό;
Το Spiegel επικαλείται την ερευνήτρια Νικολέτα Άνκα Ματάι, η οποία χρησιμοποίησε έναν δείκτη τουρισμού-κλίματος για να μοντελοποιήσει ποιες περιοχές θα μπορούσαν να χάσουν και ποιες να κερδίσουν από την κλιματική κρίση. Σύμφωνα με τα ευρήματά στη νότια Ισπανία, για παράδειγμα, η περιοχή έχει ήδη λιγότερο ελκυστικό καιρό το καλοκαίρι απ’ ό,τι πριν από 20 χρόνια και η κατάσταση θα συνεχίσει να επιδεινώνεται. Η ερευνήτρια συμπεριλαμβάνει στις μετρήσεις της και τον παράγοντα των περιφερειακών εκτιμήσεων υποστηρίζοντας ότι το καλοκαίρι οι τουριστικές ροές θα μετατοπίζονται αργά προς τον βορρά.
Στην ακραία περίπτωση υπερθέρμανσης κατά 4 βαθμούς η Ελλάδα, η Ισπανία, η Ιταλία και η Πορτογαλία θα μπορούσαν να χάσουν έως και το 30% των τουριστών τους τους καλοκαιρινούς μήνες. Οι παραθεριστές θα μπορούσαν τότε ίσως να ταξιδεύουν μόνο στην Κυανή Ακτή τον Φεβρουάριο και στη βόρεια Σουηδία κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών διακοπών. Αλλά και για τον χειμερινό τουρισμό στην Αυστρία οι μεταβολές θα είναι δραματικές. Σύμφωνα με μελέτη του Ελβετικού Ινστιτούτου Έρευνας Χιονιού και Χιονοστιβάδων, που επικαλείται το Spiegel, μακροπρόθεσμα δεν θα υπάρχει σχεδόν κανένα ενιαίο στρώμα κάλυψης με χιόνι κάτω από τα 1200 μέτρα, αν η ανθρωπότητα δεν μειώσει σημαντικά τις εκπομπές CO2.