Με διπλούς τιμοκαταλόγους υποδέχονται ολοένα και περισσότεροι επαγγελματίες τους πελάτες τους, προτείνοντας, ανοικτά, γενναία έκπτωση για όσους πληρώσουν τοις μετρητοίς, με χαρτονομίσματα.
Ουσιαστικά, στην αγορά έχει επικρατήσει η πολιτική τού «διπλού νομίσματος», με το χρήμα στη φυσική μορφή του να αποκτά ολοένα και μεγαλύτερη αξία σε σχέση με το «ηλεκτρονικό», δηλαδή αυτό που διακινείται μέσω πιστωτικών και χρεωστικών καρτών ή από τραπεζικό λογαριασμό σε τραπεζικό λογαριασμό.
Το νέο κύμα φοροδιαφυγής που πλήττει την αγορά έχει ήδη χτυπήσει τα φετινά φορολογικά έσοδα τόσο από τον ΦΠΑ όσο και από τον φόρο εισοδήματος. Το κίνητρο πλέον για τους επαγγελματίες να στρέψουν τους πελάτες τους στο μετρητό είναι πάρα πολύ ισχυρό, ειδικά μετά και τη σύνδεση των ασφαλιστικών εισφορών με το εισόδημα.
Ασπίδα προστασίας
Οι φορολογικές αρχές έχουν αντιληφθεί ότι μοναδική ασπίδα προστασίας αυτή τη στιγμή είναι τα capital controls, καθώς, όσο βρίσκονται σε ισχύ, περιορίζεται κάπως η ποσότητα του χρήματος σε φυσική μορφή που κυκλοφορεί στην αγορά. Ανασταλτικά λειτουργεί και η συνεχής προβολή των «ηλεκτρονικών πληρωμών» από τις τράπεζες αλλά και των πλεονεκτημάτων πραγματοποίησης των συναλλαγών μέσω των POS. Ωστόσο, αυτές οι «ασπίδες» δεν θα υπάρχουν επ’ άπειρον.
Πρώτον, τα capital controls θα πρέπει να χαλαρώσουν κάποια στιγμή (ειδικά αν υπάρξει συμφωνία με τους δανειστές), καθώς ήδη στο τέλος Ιουνίου συμπληρώνονται δύο χρόνια από την επιβολή τους.
Δεύτερον, οι φορολογούμενοι θα αντιληφθούν (αν δεν έχουν ήδη αντιληφθεί) ότι η αξία των ηλεκτρονικών πληρωμών που πρέπει να πραγματοποιήσουν για να μη χάσουν το αφορολόγητο είναι πολύ μικρή και καλύπτεται πολύ εύκολα λόγω και των εξαιρετικά χαμηλών εισοδημάτων που εμφανίζονται στις φορολογικές δηλώσεις.
Ουσιαστικά, ολοένα και μεγαλύτερο βάρος για τον εντοπισμό των «μαύρων» συναλλαγών θα πέφτει στον φοροελεγκτικό μηχανισμό, ο οποίος θα πρέπει να συλλαμβάνει τον παραβάτη επ’ αυτοφώρω για να καταλογίσει το πρόστιμο ή το «υποχρεωτικό λουκέτο» που προβλέπει η νομοθεσία. Κάτι τέτοιο προϋποθέτει τεράστιο αριθμό ελεγκτών –ειδικά τώρα που ξεκινάει η θερινή περίοδος– τον οποίο φυσικά δεν διαθέτει η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων.
Αναγκαστικά, το βάρος πέφτει σε χώρους εστίασης, νυκτερινά κέντρα κ.λπ., με αποτέλεσμα εκατομμύρια συναλλαγές που πραγματοποιούνται σε γραφεία ή κατ’ οίκον (π.χ. σε ιατρεία, γραφεία μηχανικών, δικηγόρων, ηλεκτρολογικές και υδραυλικές εργασίες, επισκευές κ.λπ.) να παραμένουν ουσιαστικά έξω από το ραντάρ της εφορίας.
Το κρίσιμο δίλημμα
Το δίλημμα που τίθεται ανοικτά πλέον στον πελάτη είναι πολύ συγκεκριμένο: ή πληρωμή με κάρτα ή εξόφληση με μετρητά και γενναία έκπτωση, η οποία σε αρκετές περιπτώσεις ξεπερνά ακόμη και το 20%-25%, ανάλογα με το είδος της συναλλαγής αλλά και το περιθώριο κέρδους του επιτηδευματία. Λόγω των πολύ μεγάλων επιβαρύνσεων, τα περιθώρια για συναλλαγή έχουν γίνει τεράστια, κάτι που αποδεικνύεται από τα ακόλουθα στοιχεία:
1. Σε μια συναλλαγή των 100 ευρώ, η οποία θα εξοφληθεί με ηλεκτρονικό χρήμα, ο επιτηδευματίας θα πρέπει να αποδώσει «με το καλημέρα» περίπου 14 ευρώ για τον ΦΠΑ (εφόσον η συναλλαγή υπάγεται στο 13%), αλλά και για την προμήθεια της τράπεζας η οποία, παρά τη μείωση που καταγράφεται το τελευταίο διάστημα, κυμαίνεται γύρω στο 0,8%-1%. Ο ΦΠΑ είναι φόρος που αποδίδεται από τον τελικό καταναλωτή. Ωστόσο, αν δεν κοπεί η απόδειξη, το ποσόν «παρακρατείται» από τον επιτηδευματία, καθώς αυτός εισπράττει από τον πελάτη του και δεν αποδίδει το ποσόν στο Δημόσιο.
2. Στα 86 ευρώ που θα απομείνουν αντιστοιχούν ασφαλιστικές εισφορές που κυμαίνονται από 23,6 ευρώ έως 33,1 ευρώ, ανάλογα με το πακέτο κάλυψης του κάθε επαγγελματία. Για την απόδειξη που θα εκδοθεί σήμερα, οι ασφαλιστικές εισφορές θα καταβληθούν μέσα στο 2018, καθώς ο υπολογισμός γίνεται με βάση τα κέρδη του προηγούμενου έτους. Ωστόσο, ο κάθε επαγγελματίας μεριμνά από τώρα να μην ξεφύγουν τα φορολογητέα του κέρδη καθώς γνωρίζει ότι θα βρει και την επιβάρυνση από τις εισφορές μπροστά του.
3. Επί του ποσού της απόδειξης που απομένει μετά την αφαίρεση των ασφαλιστικών εισφορών, υπολογίζεται ο φόρος εισοδήματος φυσικών προσώπων και η εισφορά αλληλεγγύης. Στη συναλλαγή των 100 ευρώ που βαρύνεται με ΦΠΑ 13%, αντιστοιχούν από 11,8 ευρώ έως και 24,2 ευρώ, ανάλογα με το συνολικό ύψος των καθαρών κερδών του επιτηδευματία.
Αν προστεθούν όλες οι επιβαρύνσεις, προκύπτει ότι για μια συναλλαγή 100 ευρώ, το ποσόν που θα πρέπει να αποδοθεί με τον έναν ή τον άλλο τρόπο στο Δημόσιο μπορεί να κυμαίνεται από 50,6 έως 77,6 ευρώ.
Αν μάλιστα το προϊόν ή η υπηρεσία βαρύνεται με ΦΠΑ 24%, τότε το συνολικό ποσόν που θα πρέπει να αποδοθεί στο Δημόσιο μπορεί να αντιστοιχεί ακόμη και στο 80% της τιμής που θα αναγράφεται στην απόδειξη.
Πηγή: Καθημερινή