Την πεποίθηση ότι οι απαραίτητες εργασιακές μεταρρυθμίσεις θα πρέπει να επικεντρωθούν στην επιστροφή της Ελλάδας στην κανονικότητα του ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου, με ιδιαίτερη έμφαση στην ενίσχυση του κοινωνικού διαλόγου και των συλλογικών διαπραγματεύσεων, εκφράζει, σύμφωνα με πληροφορίες του Αθηναϊκού Μακεδονικού Πρακτορείου Ειδήσεων, ενημερωτικό σημείωμα του υπουργείου Εργασίας προς τη Διεθνή Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων, στο οποίο απεικονίζονται οι πρόσφατες μεταρρυθμίσεις και η κατάσταση στην ελληνική αγορά εργασίας.
Σύμφωνα με τις ίδιες πληροφορίες, στο εν λόγω ενημερωτικό σημείωμα τονίζεται ότι υπάρχει μία βαθιά ριζωμένη κοινωνική συναίνεση μεταξύ όλων των κοινωνικών εταίρων και των πολιτικών κομμάτων, που ενισχύεται από το εμπειρικό δεδομένο ότι δεν απαιτούνται ουσιαστικές αλλαγές αναφορικά με τις ομαδικές απολύσεις και το νόμο για τις απεργιακές κινητοποιήσεις.
Τέλος, όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά, «η ελληνική κυβέρνηση θεωρεί αυταπόδεικτο γεγονός ότι οι «βέλτιστες πρακτικές» που πρέπει να ληφθούν υπόψη από την Επιτροπή, πρέπει να περιλαμβάνουν μόνο αυτές που συμμορφώνονται με το ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο, με την έννοια των πρόσφατων δηλώσεων του προέδρου Γιούνκερ για μία νέα Ευρώπη που θα παίρνει ΑΑΑ στην κοινωνική αξιολόγηση».
Με βάση τις πληροφορίες του Αθηναϊκού Μακεδονικού Πρακτορείου Ειδήσεων, στο ενημερωτικό σημείωμα επισημαίνονται μεταξύ άλλων ότι «το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών εξαλείφθηκε σε έξι χρόνια, αλλά είναι, κυρίως, το αποτέλεσμα της δραστικής μείωσης των εισαγωγών, παρά της καλής επίδοσης των εξαγωγών. Η μείωση των εισαγωγών έχει καθοριστεί από την πτώση της εγχώριας ζήτησης, ενώ η επίδοση των εξαγωγών έχει αποδειχθεί αρκετά ανεξάρτητη από τις τιμές εξαγωγών και, κυρίως, συνδέεται με τη διεθνή ζήτηση. Στα περισσότερα χρόνια, εκτός του 2013 και του 2014, οι αυξήσεις στις εξαγωγές συνοδεύτηκαν από αυξήσεις στην τιμή τους, ενώ οι μειώσεις με μειώσεις στην τιμή τους. Ακριβώς, το αντίθετο από αυτό που προβλέπεται στη θεωρία. Αυτό σημαίνει ότι η εσωτερική υποτίμηση δεν έχει λειτουργήσει ως μηχανισμός ρύθμισης των εξωτερικών ανισορροπιών. Βελτιώσεις στο έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών οφείλονται, κυρίως, στην απότομη πτώση της εγχώριας ζήτησης, η οποία αντανακλά τη φτωχοποίηση του πληθυσμού, τα τελευταία χρόνια. Αυτός ο μηχανισμός έχει ήδη αγγίξει τα όρια κοινωνικής βιωσιμότητας. Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΟΣΑ, ο ελληνικός δείκτης για την προστασία της απασχόλησης (EPL) είναι οριακά πάνω από το μέσο όρο του ΟΟΣΑ, μία σαφής ένδειξη ότι δεν χρειάζονται επιπρόσθετες μεταρρυθμίσεις της αγοράς εργασίας».
Κατώτατος μισθός
Στο ενημερωτικό σημείωμα, όπως αναφέρουν οι πληροφορίες, υπογραμμίζεται ότι, «με σκοπό την αποκατάσταση της ανταγωνιστικότητας, μέσω της μείωσης του κόστους εργασίας και τη διευκόλυνση της επανένταξης των ανέργων στην αγορά εργασίας, ο ονομαστικός κατώτατος μισθός μειώθηκε κατά 22% και εισήχθη, το 2012, ακόμα χαμηλότερος μισθός (13% κάτω από το ελάχιστο) για τους νέους κάτω των 25 ετών. Επιπλέον, εισήχθη, το 2013, ένας νέος μηχανισμός καθορισμού του μισθού, που προβλέπει τον καθορισμό του κατώτατου μισθού από την κυβέρνηση αντί των κοινωνικών εταίρων.
Σε συνδυασμό με τη βαριά φορολογία, τη μείωση των συντάξεων και των προνοιακών επιδομάτων και τις μεταβολές του δείκτη τιμών, η μείωση των μισθών, ιδιαίτερα του κατώτατου μισθού, οδήγησε στην κατάρρευση της οικονομικής δραστηριότητας, επισημαίνεται στο σημείωμα που απευθύνεται στη Διεθνή Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων. Συγκεκριμένα, η σωρευτική μείωση του ΑΕΠ ανήλθε στο 25% από το 2008, ενώ οι εργαζόμενοι έχασαν περίπου το 50% της αγοραστικής τους δύναμης, το οποίο οδήγησε σε σημαντική μείωση της εσωτερικής ζήτησης. Επιπλέον, η εισοδηματική ανισότητα έχει αυξηθεί και τα νοικοκυριά που βρίσκονται στο κατώτατο επίπεδο της εισοδηματικής κλίμακας έχουν υποστεί σχετικώς μεγαλύτερες απώλειες στο πλαίσιο της συνολικής μείωσης των εσόδων που καταγράφεται στην οικονομία. Οι μειώσεις του κατώτατου μισθού όχι μόνο απέτυχαν να διευκολύνουν την επανείσοδο των ανέργων στην αγορά εργασίας, αλλά, αντίθετα, οδήγησαν σε μία άνευ προηγουμένου αύξηση των επιπέδων της ανεργίας.
Επιπλέον, τα υψηλά επίπεδα της ανεργίας των νέων, καθώς και η απότομη μείωση του κατώτατου μισθού, σε συνδυασμό με την εισαγωγή ενός ακόμα χαμηλότερου μισθού για τους νέους κάτω των 25 ετών, οδήγησε σε σημαντική αύξηση στις μεταναστευτικές ροές των νέων εργαζομένων υψηλής ειδίκευσης. Συγκεκριμένα, σύμφωνα τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, κατά τη διάρκεια της περιόδου 2008-2013, 427.000 Έλληνες μετανάστευσαν σε αναζήτηση υψηλότερων αποδοχών και καλύτερων κοινωνικών και οικονομικών συνθηκών, ενώ οι ετήσιες ροές διπλασιάστηκαν, μετά το 2010. Ως αποτέλεσμα, η Ελλάδα δεν ήταν σε θέση να κάνει χρήση του ανθρώπινου κεφαλαίου της με υψηλή εξειδίκευση, το οποίο θα μπορούσε να συμβάλει σημαντικά στη βελτίωση της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας.
Επιπλέον, σύμφωνα με συγκριτικά στοιχεία, η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα της ΕΕ όπου ο κατώτατος μισθός μειώθηκε, κατά τη διάρκεια της κρίσης. Αντίθετα, κατά την ίδια περίοδο, ο κατώτατος μισθός αυξήθηκε κατά 11,3% στο Ηνωμένο Βασίλειο, 8,2% στο Βέλγιο, 7,6% στη Γαλλία, 5,6% στην Ολλανδία και πάνω από 20% σε ορισμένες χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Επίσης, άλλες οικονομίες που επηρεάστηκαν σημαντικά από την παγκόσμια ύφεση, μπόρεσαν να αυξήσουν τον κατώτατο μισθό – στην Πορτογαλία και την Ισπανία αυξήθηκε κατά 2%».
Επίπεδο κοινωνικής προστασίας
«Η συνεχής διαδικασία της βαθιάς δημοσιονομικής εξυγίανσης, τα τελευταία χρόνια, η οποία περιλαμβάνει, κυρίως, τη μείωση των κοινωνικών δαπανών, έχει οδηγήσει στην αποδυνάμωση του ήδη ανεπαρκούς συστήματος κοινωνικής προστασίας για τους ανέργους, επισημαίνεται στο ενημερωτικό σημείωμα, σύμφωνα με τις πληροφορίες του Πρακτορείου. Δεδομένων των ιδιαιτεροτήτων του ελληνικού συστήματος προστασίας για τους ανέργους (μικρή διάρκεια της επιδότησης της ανεργίας, αποκλεισμός των μακροχρόνια ανέργων, μικρό ποσοστό αναπλήρωσης του μισθού), οι εργαζόμενοι που έχουν μείνει εκτός της αγοράς εργασίας, δεν μπορούν να διατηρήσουν ένα επαρκές βιοτικό επίπεδο» σημειώνεται στο ενημερωτικό σημείωμα, σύμφωνα με τις πληροφορίες του Αθηναϊκού Μακεδονικού Πρακτορείου Ειδήσεων, προσθέτοντας ότι «ως αποτέλεσμα, αυτή τη στιγμή, δεν υπάρχει κανένα δίκτυο κοινωνικής ασφάλισης που θα μπορούσε να λειτουργήσει ως αντίβαρο στην περίπτωση που το πλαίσιο για την προστασία έναντι των απολύσεων γίνει πιο ελαστικό».
Συγκεκριμένα, δίνονται τα ακόλουθα στοιχεία: «Όπως επισημαίνει ο ΟΟΣΑ σε μία από τις πρόσφατες εκθέσεις του: «Η ευθυγράμμιση της νομοθεσίας για τις ομαδικές απολύεις προς τα λιγότερο περιοριστικά πρότυπα, παρόμοια με αυτά της Φινλανδίας σήμερα, θα ενισχύσει το ΑΕΠ κατά 0,2 ποσοστιαίες μονάδες, κατά τα επόμενα δέκα έτη. Σύμφωνα με τη βάση δεδομένων του ΟΟΣΑ αναφορικά με τους πρόσθετους περιορισμούς για τις ομαδικές απολύσεις, αν επικεντρωθούμε στις χώρες της ΕΕ, βλέπουμε ότι μεταξύ των 22 χωρών της ΕΕ, το 2013, η Ελλάδα κατατάσσεται 13η, μαζί με την Αυστρία (σημ. υψηλότερη θέση σε αυτόν το δείκτη σημαίνει πιο «περιοριστικοί κανονισμοί»). Αυτό δείχνει ότι η Ελλάδα ακολουθεί τις βέλτιστες πρακτικές της ΕΕ και, ως εκ τούτου, δεν βλέπουμε κανένα όφελος στην αλλαγή του πλαισίου των ομαδικών απολύσεων.
Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να διατυπωθεί ο ισχυρισμός ότι ο μηχανισμός δεν είναι ευέλικτος, ότι εξαρτάται αποκλειστικά από την έγκριση της (Δημόσιας) Διοίκησης και καθιστά δυνατές τις ομαδικές απολύσεις, τονίζεται στο ίδιο έγγραφο.
Για τις περιπτώσεις εκείνες όπου οι ομαδικές απολύσεις υπόκεινται στην έγκριση της Διοίκησης, έχουν διασφαλιστεί οι αναγκαίες θεσμικές εγγυήσεις που αποκλείουν κάθε ενδεχόμενο διακρίσεων από τη Διοίκηση. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Συμβουλίου Εργασίας, στις 22.01.2014, έχουν καθοριστεί τα κριτήρια που πρέπει να ληφθούν υπόψη, σύμφωνα με το άρθρο 5§3 του νόμου 1387/1983, προκειμένου ο υπουργός Εργασίας (ή ο Περιφερειάρχης) να εγκρίνει (ή όχι) μία απόφαση. Βάσει αυτών των κριτηρίων, μπορούν να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα σχετικά με το αν μία επιχείρηση αντιμετωπίζει αντικειμενικά προβλήματα στη διατήρηση της βιωσιμότητας της που να καθιστούν απαραίτητες τις ομαδικές απολύσεις.
Επιπλέον, θα πρέπει να σημειωθεί ότι, μετά την έρευνα στα αρχεία του υπουργείου, δεν στοιχειοθετείται καμία μεροληπτική στάση της Διοίκησης, βάσει της οποίας να έχουν απορριφθεί αιτήματα για ομαδικές απολύσεις.
Οργανώσεις εργαζομένων και εργοδοτών έχουν συμμετάσχει δια των εκπροσώπων τους στη Συνεδρίαση της Ολομέλειας του Ανώτατου Συμβουλίου Εργασίας που πραγματοποιήθηκε στις 22/01/2014 για την έκδοση της προαναφερθείσας απόφασης, η οποία ενίσχυσε θεσμικά το σύστημα που περιγράφεται στο νόμο 1387/1983. Επιπλέον, οι εκπρόσωποι των εργοδοτικών οργανώσεων έχουν εκφράσει δημοσίως την άποψή τους υπέρ της διατήρησης του ισχύοντος νομοθετικού πλαισίου», σύμφωνα με τις πληροφορίες του Αθηναϊκού Μακεδονικού Πρακτορείου Ειδήσεων. «Ως εκ τούτου, στο βαθμό που οι εκπρόσωποι του ελληνικού επιχειρηματικού κόσμου και αυτών που εμπλέκονται στην παραγωγική διαδικασία αναγνωρίζουν τη σημασία της διατήρησης του υφιστάμενου θεσμικού πλαισίου για την προστασία της απασχόλησης, αμφισβητείται η ανάγκη για μία ριζική τροποποίηση ή μεταρρύθμιση του εν λόγω πλαισίου.
Στο νόμο δεν περιλαμβάνονται άλλα επιδόματα, όπως κοινωνική ασφάλιση, τα συστήματα προαγωγών και το επίπεδο του κατώτατου μισθών. Εν κατακλείδι, δεν υπάρχουν συγκεκριμένα επιδόματα για τους συνδικαλιστές και οι συνδικαλιστικές άδειες που προβλέπονται ήδη από το νόμο, είναι αναγκαίες, προκειμένου να διευκολυνθούν οι συνδικαλιστές στην εκτέλεση των καθηκόντων τους».
Απαγόρευση της ανταπεργίας (lockout)-υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο
Βάσει των πληροφοριών του Πρακτορείου, στο ενημερωτικό σημείωμα επισημαίνεται ότι, «όταν ψηφίστηκε ο νόμος 1264/1982 για την απαγόρευση της ανταπεργίας, δεν υπήρξε καμία αντίδραση εκ μέρους των εργοδοτών. Η εξήγηση έγκειται στο γεγονός ότι στην Ελλάδα, όπως και σε άλλες χώρες (π.χ. Ολλανδία), η ανταπεργία έχει περιορισμένη πρακτικά σημασία. Επιπλέον, πρέπει να τονιστεί ότι 34 χρόνια μετά την ψήφιση του νόμου, δεν υπάρχει καμία απόφαση Δικαστηρίου σχετικά με την αντισυνταγματικότητα της διάταξης αυτής.
Στην Ελλάδα, απαγορεύεται η ανταπεργία, αλλά το δικαίωμα της απεργίας θα πρέπει, επίσης να υφίσταται, χωρίς να αποκλείεται η απαγόρευση της κατάχρησης του δικαιώματος αυτού».