Βρυξέλλες, του Θάνου Αθανασίου
Τα μέτρα μείωσης του ελληνικού χρέους θα συνδεθούν με την
συνέχιση της εκτέλεσης των συμφωνηθέντων από την Ελλάδα σύμφωνα με πληροφορίες
του real.gr, και οι τελικές αποφάσεις θα ληφθούν ως τις 21 Ιουνίου.
Σύμφωνα με τις ίδιες πληροφορίες θεωρείται εξαιρετικά
απίθανο να υπάρξει οποιαδήποτε επέκταση του υπάρχοντος προγράμματος, η
μελλοντική επιτήρηση δεν θα περιέχει προληπτικές πιστώσεις, όμως το πιο κρίσιμο
πολιτικά τεστ της κυβέρνησης θα είναι η επιμονή του ΔΝΤ να εφαρμοστούν και τα
μέτρα για το αφορολόγητο και οι μειώσεις των συντάξεων.
Ακόμα όμως πιο κρίσιμο για την ίδια τη χώρα θα είναι το αν
και κατά πόσο η χώρα θα συνεχίσει στον ορθό δρόμο μετά την 20ή Αυγούστου ή θα
υπερισχύσει ο κακός της εαυτός, η αδύναμη διοίκηση και τα εδραιωμένα
συμφέροντα.
Η Ελλάδα είναι εντός τροχιάς για να βγει από το 4ο πρόγραμμα
διάσωσης, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως είναι αυτόματα και εγγύηση για
μακροπρόθεσμη βιώσιμη ανάπτυξη στη χώρα, εκτιμούν οι Βρυξέλλες.
Συγκεκριμένα όπως είναι γνωστό, οι μακροοικονομικές
ανισορροπίες που έφεραν την Ελλάδα στο πρόγραμμα (οι παρασπονδίες του 2006-
2009), αυτές έχουν μεν διορθωθεί, αλλά τα ποιοτικά στοιχεία δείχνουν ότι τα
μεγάλα βαρίδια της κρίσης επιμένουν (το υψηλό χρέος, τα μη εξυπηρετούμενα
δάνεια κτλ). Σε σχέση με τις μεγάλες και βαθιές μεταρρυθμίσεις για το δημόσιο
και το ασφαλιστικό, η γενική αίσθηση στις Βρυξέλλες είναι ότι έχουν γίνει σε
επίπεδο νομοθεσίας, όμως θα πάρουν 5 ως 10 χρόνια για να φέρουν αποτελέσματα ή
να δουλέψουν πλήρως (πχ σε ότι αφορά την εκπαίδευση των υπαλλήλων, το πως θα
δουλέψει η φορολογική διοίκηση κτλ).
Συνεπώς για τις Βρυξέλλες και τα Κράτη Μέλη το μεγάλο
ερώτημα είναι το τι χρειάζεται για βιώσιμη ανάπτυξη:
Στην πράξη δύο πράγματα πρέπει να συμβούν: η ΕΕ να κάνει
ό,τι της αναλογεί και να εκτελέσει το κομμάτι της απομείωσης του χρέους, αλλά
και η Ελλάδα να κάνει ό,τι της αναλογεί και να εκτελέσει το κομμάτι της
αναπτυξιακής στρατηγικής.
Η εκτίμηση είναι ότι τα επιπλέον μέτρα για το χρέος είναι
απαραίτητα.
Ωστόσο για μια βιώσιμη ανάπτυξη στη χώρα υπάρχουν ακόμα
κίνδυνοι:
• οι εξωτερικές εξελίξεις και οι αγορές που είναι πάντα
νευρικές και ανησυχούν για την πολιτική κατάσταση με αποτέλεσμα να μην υπάρχει
καμία εγγύηση ότι τα επιτόκια θα μείνουν χαμηλά – αλλά και οι γεωπολιτικές
εξελίξεις, όπως για παράδειγμα σε σχέση με την Τουρκία.
• αλλά και τα stress test για τις ελληνικές τράπεζες που θα
ανακοινωθούν στις 5 Μαΐου.
Επιπλέον υπάρχουν και τα 88 προαπαιτούμενα για την 4η
αξιολόγηση, που ως γνωστόν είναι απαραίτητα για να τελειώσει το πρόγραμμα και
να εκταμιευθεί η δόση.
Η Τρόικα μάλιστα θα πρέπει να δεί πως θα εκτελεστεί το
δημοσιονομικό πακέτο για το 2019 με τη συμφωνία του ΔΝΤ, δηλαδή το αν είναι
ουδέτερο το πακέτο ή όχι (συντάξεις, αφορολόγητο και αντίμετρα) κάτι το οποίο
δεν θα είναι γνωστό πριν από τις αρχές Μαϊου, οπότε και θα δημοσιοποιηθούν τα
φορολογικά στοιχεία. Τότε μόνο θα κριθεί το τι πρέπει και τι μπορεί να γίνει.
Ένα άλλο σημαντικό το ζήτημα είναι και αυτό των τιμών των ακινήτων, που συνδέεται
με το σύστημα του ΕΝΦΙΑ και θα έχει κερδισμένους και ηττημένους.
Ακόμη η κυβέρνηση θα πρέπει να προχωρήσει σε διορισμούς
Γενικών Διευθυντών και Γενικών Γραμματέων – για μια 5ετή περίοδο με
αντικειμενικά κριτήρια – κάτι που δεν έχει ξαναγίνει ποτέ σωστά στην Ελλάδα.
Τέλος είναι ακόμα άγνωστο το αν θα ενεργοποιηθεί το
πρόγραμμα του ΔΝΤ ή οχι καθώς είναι ακόμα ανοιχτό το θέμα των μέτρων για το
χρέος.
Κίνδυνοι όμως υπάρχουν και για μετά το ελληνικό πρόγραμμα.
Για παράδειγμα η ιδιοκτησία του προγράμματος, ο κίνδυνος για την εκτέλεση λόγω
αδυναμιών της διοίκησης, (θα μαζεύεις φόρους ή όχι, θα ελέγχεις την ιατρική
δαπάνη ή όχι, θα απαιτείς 40 πιστοποιητικά από τις εταιρίες;), αλλά και τη
δυνατότητα να σταθεί η κυβέρνηση απέναντι στα εδραιωμένα συμφέροντα.
Ο κίνδυνος της αδυναμίας εκτέλεσης των υλοποιημένων
μεταρρυθμίσεων είναι τεράστιος. Η δημόσια διοίκηση είναι ακόμα ανοργάνωτη και
δεν θα έχει τη δυναμική να πιέσει για τις μεταρρυθμίσεις όπως θα έπρεπε και
φυσικά στις Βρυξέλλες γνωρίζουν ότι μετά υπάρχει και ο εκλογικός κύκλος:
βουλευτικές το 2019 και προεδρικές το Μάρτη του 2020 και όπως είναι γνωστό η
δημόσια διοίκηση σταματάει να δουλεύει όταν πλησιάζουν οι εκλογές – πολλές
φορές επί εξαμήνου.
Αυτό που είναι σαφές στις Βρυξέλλες, είναι πως η ανάπτυξη
δεν πρέπει να ερμηνευθεί ως ένδειξη για χαλάρωση ή ως πιστοποίηση ότι όλα πάνε
καλά.
Προς το παρόν οι Βρυξέλλες επεξεργάζονται το τι χρειάζεται
για την έξοδο από το πρόγραμμα. Σαφώς χρειάζεται ένα cash buffer, το οπόιο θα
προκύψει από την 5η δόση των 11,7 δις για να δημιουργηθεί ένα περιθώριο 16,7
δις (αλλά ίσως και λίγο παραπάνω: από 16 ως 20 θα είναι το συνολικό εύρος). Σε
αυτή τη φάση είναι εξίσου σαφές ότι με 20 δις η Ελλάδα θα μπορεί να πληρώνει τα
πάντα για ενάμισι χρόνο – ως το 2020.
Χρέος
Σε σχέση με το χρέος η τεχνική εργασία ήδη είναι εν εξέλιξη
και με τη συνεργασία του ΔΝΤ για τον μηχανισμό που θα συνδέει τα μέτρα με την
ανάπτυξη.
Το βασικό πρόβλημα πάντα ήταν πως κανείς δεν μπορεί να έχει
ιδέα που θα είναι η ανάπτυξη το 2030.
Ανάμεσα στις ιδέες που υπάρχουν είναι να χρησιμοποιούν τα 27
δις ευρώ που μένουν από το πακέτο των 86 δις για να αγοραστεί το χρέος προς το
ΔΝΤ και την ΕΚΤ, ένα κομμάτι που καλύπτει στην πράξη τα επόμενα 4- 5 χρόνια.
Υπάρχει φυσικά και το κομμάτι των ANFAS και των SMPs, που
εκτιμάται κοντά στα 4-5 δις.
Καθώς όμως αυτά είναι γνωστά, το κρίσιμο στοιχείο είναι το
πως όλα αυτά θα συνδεθούν με την εφαρμογή της συμφωνημένης δημοσιονομικής
πολιτικής για τα 3- 4 επόμενα χρόνια καθώς είναι κρίσιμη η εφαρμογή τους. Η θα
γίνει αυτό που πρέπει ή θα είμαστε πάλι εδώ για 4ο ή 5ο πρόγραμμα, λένε οι
Βρυξέλλες.
Το επόμενο ερώτημα είναι να θα πρέπει όλα αυτά να γίνουν
άμεσα μπροστά και χωρίς προϋποθέσεις, ή θα συνδεθούν με την εφαρμογή του
προγράμματος για τα επόμενα έτη.
Η γενική αίσθηση είναι πως το όποιο σύστημα θα πρέπει να
δουλέψει για όλες τις πλευρές: αν είναι όλα τα μέτρα με όρους, οι αγορές δεν θα
το πιστέψουν, αν όλα είναι χωρίς όρους, η Ελλάδα δεν θα κάνει αυτό που πρέπει.
Το ζήτημα είναι η ισορροπία.
Φυσικά ανοιχτό είναι και το πως θα συνταχθεί το ελληνικό
πρόγραμμα ολιστικής στρατηγικής, το οποίο σαφώς πρέπει να περιέχει τη μείωση
των NPLs, τη προσέγγιση επενδύσεων (be a place to do business) τον
εκσυγχρονισμό του δημοσίου και το να γίνει φιλική προς την ανάπτυξη η
φορολόγηση. Οι Βρυξέλλες υπενθυμίζουν ότι η Ελλάδα είναι ακόμα στο πάτο των
σχετικών διεθνών μετρήσεων καθώς και οι ανταγωνιστές της μεταρρυθμίζονται.
Σε ό,τι αφορά τέλος την επιτήρηση μετά το πρόγραμμα είναι
σαφές ότι υπάρχουν δύο επιλογές: ή προληπτική γραμμή ή το σύμφωνο σταθερότητας.
Η πιστωτική γραμμή θα βοηθούσε τις τράπεζες να μπορούν να
συνεχίσουν να δανείζονται από την ΕΚΤ, όμως ούτε και οι Βρυξέλλες πιστεύουν ότι
το όλο σύστημα έχει μεγάλα πλεονεκτήματα καθώς η πιστωτική γραμμή
άλληλοεπικαλύπτεται με το δημοσιονομικό μαξιλάρι.
eSheet.ownerNo?* ;�