Η έναρξη της τουριστικής περιόδου έχει σημάνει συναγερμό στις ελεγκτικές υπηρεσίες του υπ. Οικονομικών για τις υποθέσεις λαθρεμπορίας ποτών, οινοπνεύματος και χύμα τσίπουρου. Η αύξηση της κατανάλωσης λόγω της έλευσης εκατομμυρίων τουριστών οδηγεί αυτόματα τα κανάλια διάθεσης των λαθραίων ποτών και των χύμα σκευασμάτων σε έξαρση της «εμπορικής τους» δραστηριότητας.
Του λόγου το αληθές πιστοποιεί η τελευταία επιτυχία του ΣΔΟΕ που εξιχνίασε μια ακόμα υπόθεση παράνομου αποστακτηρίου και συσκευαστηρίου στο Αιγάλεω.
Πρόκειται για μια εν δυνάμει υγειονομική βόμβα, αν λάβει κανείς υπ’ όψιν τις κατασχεθείσες ποσότητες – 4 τόνους αποσταγμένη έτοιμη τσικουδιά και 41 δεξαμενές χωρητικότητας 1.000 λίτρων με πρώτες ύλες για παραγωγή τσικουδιάς.
Σημειώνεται ότι το προς παραγωγή χύμα τσίπουρο φορολογείται κατ’ αποκοπή και προκαταβολικά με 1,4 ευρώ ανά λίτρο αιθυλικής αλκοόλης ή 0,59 ευρώ το κιλό, ποσό αισθητά χαμηλότερο από τον ΕΦΚ 12,75 ευρώ ανά λίτρο καθαρής αλκοόλης που καταβάλλεται για το εμφιαλωμένο τσίπουρο. Η ασύμμετρη κατάσταση αυτή μαζ΄με την υπερφορλόγηση των ποτών έχει οδηγήσει σε διόγκωση της παράνομης αγοράς.
Σύμφωνα με τις υπηρεσίες του Υπουργείου Οικονομικών ο όγκος του παράνομα διακινούμενου χύμα τσίπουρου κάθε χρόνο ξεπερνά τα 24 εκατ. λίτρα.
Επίσης, δηλώνεται ότι παράγονται 5-7 εκατ. κιλά χύμα τσίπουρου διημέρων, ενώ η παραγόμενη ποσότητα του εμφιαλωμένου τσίπουρου αντιστοιχεί περίπου στο 1/3 του δηλωμένου χύμα τσίπουρου (δεν ξεπερνάει τα 3 εκατ. λίτρα). Πρόσφατη κλαδική μελέτη του ΙΟΒΕ υπολογίζει ότι η αντίστοιχη απώλεια φορολογικών εσόδων ανέρχεται στα 97,7 εκατ. ευρώ ή στα 250-300 εκατομμύρια ευρώ αν υπολογιστεί ολόκληρη η εφοδιαστική αλυσίδα.
Με αφορμή το γεγονός στο Αιγάλεω μιλώντας στην ΕΡΤ ο Χάρης Μαυράκης, μέλος του ΔΣ του Συνδέσμου Ελλήνων Παραγωγών Αποσταγμάτων Αλκοολούχων Ποτών (ΣΕΑΟΠ) κάνει έκκληση στους καταναλωτές «να είναι πολύ προσεκτικοί και να μην προμηθεύονται χύμα προϊόντα και ειδικά από ανθρώπους που δεν τους ξέρουν.».
Όπως αναφέρεται πολλοί καταναλωτές παραπλανώνται από τον μύθο του αγνού παραδοσιακού προϊόντος και δεν συνειδητοποιούν τον κίνδυνο του να καταναλώνεις ένα υγρό τελείως ανώνυμο, που δεν ξέρει κανείς τι έχει μέσα, πού, πώς και από ποιον έχει παραχθεί. «Δεν πρόκειται για ένα ακόμη μεμονωμένο περιστατικό, το ζήτημα των λαθραίων χύμα αποσταγμάτων είναι πλέον οργανωμένη μπίζνα. Μια μπίζνα με βασικά θύματα τους ανυποψίαστους καταναλωτές» τονίζουν.
Γενικά, ο κλάδος τάσσεται υπέρ της διατήρησης των παραδοσιακών καζανιών, αλλά κατά της διάθεσης του χύμα τσίπουρου στην αγορά. Αντ’ αυτού, καλούν όσους παραγωγούς επιθυμούν να εμπορεύονται τα προϊόντα τους, να βγάλουν τις απαραίτητες άδειες και να ενισχύσουν με τη δραστηριότητά τους τη νόμιμη αποσταγματοποιϊα στη χώρα. Τονίζουν, επίσης, ότι το νόμιμα παραγόμενο τσίπουρο, ως προϊόν προστατευόμενης γεωγραφικής ένδειξης θα πρέπει –όπως και το ούζο– να δικαιούται της ισχύουσας έκπτωσης 50% στον καταβαλλόμενο ΕΦΚΟΠ.
Στο πλαίσιο αυτό, μια σειρά απλών προτάσεων θα μπορούσαν να άρουν τις στρεβλώσεις που ταλανίζουν την αγορά του τσίπουρου και κατ’ επέκταση όλων των αλκοολούχων ποτών διασφαλίζοντας τη λειτουργία των νόμιμων ποτοποιών στη χώρα και ενισχύοντας τα δημόσια έσοδα.