Ξυδάκης: Η Ελλάδα κερδίζει διπλωματικό έδαφος

«Το τελευταίο διάστημα, μετά και την παλικαρίσια στάση που επέδειξε ο ελληνικός λαός στο προσφυγικό, η Ελλάδα κερδίζει διπλωματικό έδαφος», υποστηρίζει ο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών, Νίκος Ξυδάκης, σε συνέντευξή του στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, και προσθέτει: «Ακούγεται η φωνή της, φωνή ειρήνης και δημοκρατίας σε μια ασταθή περιοχή, πρωταγωνιστεί διπλωματικά στη ΝΑ Μεσόγειο με διμερείς και τριμερείς στρατηγικές σχέσεις και πρωταγωνιστεί σε προοδευτικές κινήσεις στην Ευρώπη».

Αναφερόμενος στη διευθέτηση του ελληνικού χρέους σημείωσε ότι «το βιώσιμο χρέος θα είναι το καλό μήνυμα προς τις αγορές και τους επενδυτές, εγχώριους και ξένους, και συνακόλουθα ο ευεργετικός καταλύτης για ανάπτυξη και θέσεις εργασίας» και πρόσθεσε ότι «το ίδιο ισχύει για τους εξωπραγματικούς στόχους των πρωτογενών πλεονασμάτων». «Αυτά δεν τα αρνείται πια κανείς, στις Βρυξέλλες, στην Ουάσιγκτον, στην Φρανκφούρτη ή στο Παρίσι, εκτός μόνον του Βερολίνου», επισήμανε.

Ο κ. Ξυδάκης, σχολιάζοντας το κλίμα που επικρατεί στην κοινωνία, υπογράμμισε ότι «στην απογοήτευση και την κριτική των πολιτών οφείλουμε να απαντάμε με απτά αποτελέσματα που βελτιώνουν την καθημερινή ζωή τους» και εκτίμησε ότι «μέσα από τη μάχη του αυτονόητου, θα αποκατασταθούν η πληγωμένη αυτοεκτίμηση και η αυτοπεποίθηση, και μόνο έτσι, με πράξεις, θα συγκροτούμε τη μεγάλη δημοκρατική παράταξη που έχει ανάγκη ο τόπος».

Ακολουθεί η συνέντευξη του αναπληρωτή υπουργού Εξωτερικών Νίκου Ξυδάκη στη Φωτεινή Γιαννούλη για το Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων:

Τις τελευταίες ημέρες παρατηρείται έντονη προκλητικότητα εκ μέρους της Τουρκίας και του Προέδρου Τ. Ερντογάν. Αμφισβήτηση της Συνθήκης της Λωζάνης και ζήτημα “γκρίζων” ζωνών. Σας ανησυχεί αυτή η επιθετικότητα;

H Τουρκία βιώνει μια πρωτοφανή αναστάτωση στο εσωτερικό, μετά την απόπειρα πραξικοπήματος, αλλά και μια εξίσου μεγάλη αναστάτωση στα νοτιοανατολικά σύνορα της, όπου μαίνονται ανεξέλεγκτοι πόλεμοι και μεταβάλλεται η πολιτική γεωγραφίας.Σε αυτό το πλαίσιο πρέπει να δούμε τη δήλωση Ερντογάν. ‘Αλλωστε ο Τούρκος Πρόεδρος συνηθίζει τις αιφνίδιες αναθεωρήσεις και εν συνεχεία τις αναδιπλώσεις. Εν προκειμένω, αρκεί να υπενθυμίσω ότι στις 24 Ιουλίου 2016, ημέρα συμπλήρωσης 93 χρόνων από τη Συνθήκη της Λωζάνης, είπε ότι η Συνθήκη είναι η «ιδρυτική πράξη της Τουρκικής Δημοκρατίας» και ότι «η νίκη που επιτεύχθηκε με πίστη και αυταπάρνηση επικυρώθηκε με τη Συνθήκη της Λωζάνης σε διεθνές και δικαιικό επίπεδο».Σε κάθε περίπτωση η ελληνική θέση είναι πως η Συνθήκη, βάσει της οποίας ορίζονται πλέον τα σύνορα της Ε.Ε., δε μπορεί να αγνοηθεί ούτε από την ‘Αγκυρα, ούτε από οποιονδήποτε άλλον.

Τι πρέπει να κάνει η Ελλάδα για να αντιμετωπίσει αυτή την προκλητικότητα της Τουρκίας;

Η Ελλάδα είναι ο πυλώνας σταθερότητας, ειρήνης και δημοκρατίας στην ευρύτερη περιοχή και υπερασπίζεται αποφασιστικά τα εθνικά συμφέροντα και τη διεθνή νομιμότητα. Είμαστε εν εγρηγόρσει και ιδιαιτέρως προσεκτικοί.

Εκτός από τον κ. Ερντογάν, πριν λίγες ημέρες παρακολουθήσαμε τον επίτροπο Χαν να αναφέρεται σε τσάμικο ζήτημα. Μήπως λόγω και της παρατεταμένης οικονομικής κρίσης η χώρα είναι πιο ευάλωτη στις πιέσεις των γειτονικών χωρών;

Τα χρόνια της κρίσης η Ελλάδα δέχτηκε επιθέσεις με εθνοφυλετικά στερεότυπα από τα λαϊκιστικά ΜΜΕ, κάποτε και από πολιτικούς συμμάχων χωρών. Το τελευταίο όμως διάστημα, μετά και την παλικαρίσια στάση που επέδειξε ο ελληνικός λαός στο προσφυγικό, η Ελλάδα κερδίζει διπλωματικό έδαφος. Ακούγεται η φωνή της, φωνή ειρήνης και δημοκρατίας σε μια ασταθή περιοχή, πρωταγωνιστεί διπλωματικά στη ΝΑ Μεσόγειο με διμερείς και τριμερείς στρατηγικές σχέσεις και πρωταγωνιστεί σε προοδευτικές κινήσεις στην Ευρώπη. Η δήλωση του Επιτρόπου Χάαν συνιστά βαρύ και μη συγγνωστό ατόπημα, που εκθέτει την Επιτροπή.

Πώς βλέπετε την πορεία των διαπραγματεύσεων για το Κυπριακό. Πιστεύετε ότι η ένταση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις διευκολύνει την επίλυσή του;

Υποστηρίζουμε σταθερά τις διακοινοτικές συνομιλίες για μια δίκαιη, βιώσιμη και αποτελεσματική λύση, βάσει των ψηφισμάτων του ΟΗΕ και της θεσμικής θέσης της Κύπρου στην ΕΕ. Προσβλέπουμε σε μια λύση που θα εγκαταλείπει το αναχρονιστικό σύστημα των εγγυήσεων και θα εξασφαλίζει την αποχώρηση των τουρκικών κατοχικών δυνάμεων από τη νήσο. Αυτονοήτως στεκόμαστε σταθερά στο πλευρό του κυπριακού λαού.

Χρειάζεται η κυβέρνηση ανασχηματισμό, και για να φύγουν τα “βαρίδια”, όπως είπε συνάδελφός σας στο υπουργείο Εξωτερικών;

Οι ανασχηματισμοί στη διάρκεια κάθε κυβερνητικής θητείας γίνονται για να δοθεί πολιτική και διαχειριστική ώθηση, ενδεχομένως και νέες κατευθύνσεις. Η σύνθεση της κυβέρνησης είναι αποκλειστική αρμοδιότητα του πρωθυπουργού. Και ναι μεν μπορεί να σχολιάζονται και να συζητούνται από τα ΜΜΕ, αλλά σαφώς ποτέ από υπουργούς και βουλευτές. Θα έδειχνε μεγάλη πολιτική ανωριμότητα (για να το πω στην πιο αθώα εκδοχή) να κάνουν αυτοί προτάσεις ή «υπενθυμίσεις» των δυνατοτήτων τους εν όψει ανασχηματισμού. Έχω εκλεγεί βουλευτής με τα ψηφοδέλτια του ΣΥΡΙΖΑ και έχω τιμηθεί δύο φορές με υπουργικό χαρτοφυλάκιο από τον πρωθυπουργό. Έως το τέλος της βουλευτικής μου θητείας, θα στηρίζω τον πρωθυπουργό από όποια θέση κρίνει αυτός κατάλληλη. Εννοείται, και από τη θέση του βουλευτή.

Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι η κυβέρνηση χάνει την εμπιστοσύνη των πολιτών, σε όλους τους τομείς. Έχει περιθώρια η κυβέρνηση να αντιστρέψει αυτό το βαρύ κλίμα;

Στην απογοήτευση και την κριτική των πολιτών οφείλουμε να απαντάμε με απτά αποτελέσματα που βελτιώνουν την καθημερινή ζωή τους. Πέρα από τις αναγκαστικές πρακτικές των Μνημονίων, έχει πρωταρχική σημασία να ανταποκρινόμαστε με διαχειριστική ταχύτητα και πολιτική διορατικότητα, σε κλάδους και πεδία που δεν υπόκεινται στα Μνημόνια. Η μεταμόρφωση, λ.χ., της Δημόσιας Διοίκησης σε παραγωγικό και δημοκρατικό υπηρέτη του πολίτη είναι το αυτονόητο πρώτο καθήκον. Είναι το αυτονόητο -και είναι το πιο δύσκολο. Μέσα από τη μάχη του αυτονόητου, όμως, θα αποκατασταθούν η πληγωμένη αυτοεκτίμηση και η αυτοπεποίθηση και μόνο έτσι, με πράξεις, θα συγκροτούμε τη μεγάλη δημοκρατική παράταξη που έχει ανάγκη ο τόπος. Γι’ αυτό εκλεγήκαμε. Οι συμπολίτες μας, και αυτοί που δεν μας ψήφισαν, περιμένουν από εμάς περισσότερα από όσα φανταζόμαστε.

Πιστεύετε ότι είμαστε κοντά σε λύση του χρέους ή θα φτάσουμε το 2018;

Η εμπειρία από το 2010 μέχρι σήμερα έδειξε ότι οι πολιτικές που ακολουθήθηκαν για την επίλυση της ελληνικής κρίσης δεν οδήγησαν σε σταθερές και μακρόπνοες λύσεις. Η ανάπτυξη που μπορούμε να πετύχουμε συνιστά το κρίσιμο μέγεθος για την επίλυση των προβλημάτων που μας ταλανίζουν όπως είναι το μέγεθος του δημόσιου χρέους. Οι Ευρωπαίοι εταίροι μας έχουν αναλάβει και εκείνοι, όπως και εμείς, κάποιες δεσμεύσεις. Απαιτείται να γίνει κοινός τόπος ότι όσο μεγαλύτερη ανάπτυξη υπάρξει στην Ελλάδα τόσο πιο διαχειρίσιμο θα είναι το ζήτημα του χρέους για όλες τις πλευρές. Κατά συνέπεια οι πολιτικές λιτότητας που ωθούν την Ελλάδα στην παγίδα της ύφεσης δεν βοηθούν ούτε τους εταίρους μας στην προσπάθεια επίλυσης του ελληνικού χρέους, πόσο μάλλον εμάς που ως κοινωνία έχουμε βιώσει τις πολιτικές overpunishment που μας έχουν επιβληθεί. Το βιώσιμο χρέος θα είναι το καλό μήνυμα προς τις αγορές και τους επενδυτές, εγχώριους και ξένους, και συνακόλουθα ο ευεργετικός καταλύτης για ανάπτυξη και θέσεις εργασίας. Το ίδιο ισχύει για τους εξωπραγματικούς στόχους των πρωτογενών πλεονασμάτων. Αυτά δεν τα αρνείται πια κανείς, στις Βρυξέλλες, στην Ουάσιγκτον, στην Φρανκφούρτη ή στο Παρίσι, εκτός μόνον του Βερολίνου.


Exit mobile version