«Εξαιτίας της λανθασμένης πολιτικής της τρόϊκας, η Ελλάδα έπεσε σε κοινωνικοπολιτικό κώμα», ενώ οι αμερικανικοί οίκοι αξιολόγησης «είναι ένας μηχανισμός ο οποίος πρέπει να διορθωθεί, ούτως ώστε να μην χορηγείται λάθος φάρμακο», λέει στην αποκλειστική του συνέντευξη στο ΑΠΕ και τον Αντώνη Πολυχρονάκη ο Ράινερ Χόφμαν, πρόεδρος της Ομοσπονδίας Γερμανικών Συνδικάτων (DGB) του μεγαλύτερου και ισχυρότερου συνδικάτου στην Ευρώπη αλλά και παγκοσμίως.
Θεωρεί ότι «η Ελλάδα ήταν το πεδίο δοκιμών για την νεοφιλελεύθερη πολιτική » και χαρακτηρίζει «σκανδαλώδες το ότι αμερικανικοί οίκοι, οι οποίοι μας έριξαν στη διεθνή οικονομική κρίση, συνεχίζουν να συναποφασίζουν την οικονομική πολιτική της Ευρώπης».
Η Ευρώπη κατά τον συνδικαλιστή Χόφμαν «μπορεί να σωθεί μόνον αν ενισχυθεί η κοινωνική της διάσταση». Αυτό μπορεί να επιτευχθεί «και με ένα ευρωπαϊκό κατώτατο μισθό», ο οποίος «δεν θα πρέπει να πέφτει κάτω από το 60% του μέσου όρου του εθνικού εισοδήματος» όπως διευκρινίζει.
Ειδικά για τις χώρες του νότου, ο πρόεδρος του DGB λέει πως πρέπει να ενισχυθεί η «αυτονομία των συλλογικών συμβάσεων, η οποία επλήγη υπέρμετρα». Διαφωνεί δε «σοβαρά με την καγκελάριο», επειδή ενώ «υποστηρίζει αυτήν την πολιτική στη Γερμανία την απορρίπτει για άλλες ευρωπαϊκές χώρες».
Για την Ελλάδα πιστεύει ότι «θα μπορέσει να ανακάμψει εάν καταφέρει να αναθερμάνει την οικονομική ανάπτυξη μέσω επενδύσεων. Περαιτέρω περικοπές στον κοινωνικό τομέα θα συρρικνώσουν εξαιρετικά την εσωτερική ζήτηση». Βέβαια «η ελληνική κυβέρνηση πρέπει να κάνει μεταρρυθμίσεις, οι οποίες όμως στον πυρήνα τους να μην σημαίνουν την περαιτέρω κοινωνική κατεδάφιση».
Την πολιτική της γερμανικής κυβέρνησης για την Ελλάδα την χαρακτηρίζει αναποτελεσματική και συνυπεύθυνη «με το τρίο ΔΝΤ, ΕΚΤ, Κομισιόν της Ε.Ε,. στον καθορισμό της λανθασμένης θεραπείας της κρίσης».
Χαρακτηρίζει την «αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους ως το σωστό βήμα», επισημαίνοντας ότι «θα πρέπει να δοθεί περισσότερος χρόνος στην ελληνική κυβέρνηση», αφού η μείωση του χρέους της « θα γίνει σε βάθος χρόνου, δεκαετιών» και «θα επιτευχθεί καλύτερα αν προσανατολισθούμε περισσότερο προς τις επενδύσεις και την ανάπτυξη».
Παραλληλίζει την κατάσταση με εκείνην της Γερμανίας υπενθυμίζοντας ότι «τα χρήματα από το σχέδιο Μάρσαλ καταφέραμε να τα αποπληρώσουμε μόλις πριν τρία χρόνια», δηλαδή μετά από 50 χρόνια και τονίζει ότι «προς τα κεί πρέπει να προσανατολιστούμε» και για την Ελλάδα.
Θεωρεί ως απόλυτο λαϊκισμό να χαρακτηρίζονται «οι Ελληνες εργαζόμενοι τεμπέληδες» και να λέγεται πως οι Γερμανοί φορολογούμενοι ματώνουν εξαιτίας της χώρας μας, αφού «το 90% της βοήθειας ήταν απλώς αναγκαίo για τη σωτηρία τραπεζών», ενώ «για τους Ελληνες απέμεινε λιγότερο του 10%.»
Τέλος, υπογραμμίζει ότι το προσφυγικό είναι ένα «πανευρωπαϊκό πρόβλημα, το οποίο δεν μπορεί να επιλυθεί μόνο σε βάρος τη Ελλάδας», ότι «η συνθήκη του Δουβλίνου δεν ήταν αποτελεσματική» και ότι «υπάρχουν παραλείψεις οι οποίες δεν μπορούν να επιβαρύνουν μόνο χώρες που βρίσκονται στα εξωτερικά σύνορα της Ευρώπης». Ελπίζει δε ότι θα «η πολιτική θα είναι αρκετά σοφή ώστε να καταλήξει τις ερχόμενες βδομάδες σε ευρωπαϊκές απαντήσεις», προσθέτοντας χαρακτηριστικά ότι «η έξοδος της Ελλάδας από το Σένγκεν δεν μπορεί να είναι η απάντηση».