Στο εκτενές της άρθρο, η εφημερίδα αναφέρει: «Η ιστορική νίκη του ακροαριστερού ΣΥΡΙΖΑ στις εθνικές εκλογές της Ελλάδας πιθανότατα θα ενισχύσει τα λαϊκιστικά κινήματα και σε άλλες χώρες της ευρωζώνης, συμπεριλαμβανομένων της Ισπανίας, της Γαλλίας και της Ιταλίας, που απορρίπτουν τη γερμανική συνταγή της λιτότητας».
Επίσης συμπληρώνει: «Η άνοδός τους τόσο στο αριστερό όσο και στο δεξιό πολιτικό φάσμα της ευρωπαϊκής πολιτικής σκηνής δείχνει το εύρος και την πολυπλοκότητα της δυσαρέσκειας των ψηφοφόρων».
Η WSJ επισημαίνει πως ενισχύονται τόσο οι Ισπανοί Podemos όσο και το Εθνικό Μέτωπο της Γαλλίας που τίθεται εναντίον της λιτότητας αλλά και της μετανάστευσης, αλλά και το ευρωσκεπτικιστικό Κίνημα των Πέντε Αστέρων της Ιταλίας, που ζητά επαναδιαπραγμάτευση του χρέους της χώρας.
«Η Ελλάδα είναι το πιο ακραίο παράδειγμα της φθοράς στη στήριξη των κομμάτων του κέντρου που κυριάρχησαν στην πολιτική σκηνή της Δυτικής Ευρώπης τις τελευταίες δεκαετίες. Το αντικαθεστωτικό κύμα ακολουθεί την πιο μακρά οικονομική ύφεση της Γηραιάς Ηπείρου μετά τη Μεγάλη Ύφεση» αναφέρει η WSJ.
Το δημοσίευμα σημειώνει ότι η συζήτηση δεν αλλάζει μόνο στο μέτωπο της δημοσιονομικής πολιτικής, αλλά και σε ό,τι αφορά τη νομισματική πολιτική. Επισημαίνει ότι η ΕΚΤ «βρέθηκε σε ρήξη με τη Γερμανία, η οποία πιστεύει βαθιά πως οι κεντρικές τράπεζες δεν πρέπει να τυπώνουν χρήμα για να αγοράζουν δημόσιο χρέος».
«Η ΕΚΤ και το Βερολίνο συμφωνούν σε ένα πράγμα: στην ανάγκη για μεταρρυθμίσεις φιλικές προς τις αγορές ώστε να γίνουν πιο ευέλικτες οι οικονομίες της ευρωζώνης. Αποδεικνύεται όμως, ότι αυτό είναι πιο δύσκολο από ποτέ να πουλήσουν αυτές τις μεταρρυθμίσεις στους ψηφοφόρους», τονίζει η WSJ.
«Το τριμερές αδιέξοδο μεταξύ της Γερμανίας, της ΕΚΤ και των οργισμένων ψηφοφόρων στον ευρωπαϊκό Νότο πιθανότατα θα είναι το θέμα συζήτησης το 2015 στην ευρωζώνη» επισημαίνει και συμπληρώνει:
«Οι διεθνείς οικονομολόγοι υποστηρίζουν ότι η ευρωζώνη χρειάζεται συνετό μείγμα των παραπάνω: νομισματικής πολιτικής για να αποτραπεί ο αποπληθωρισμός, μείωσης των ελλειμμάτων στις χώρες – οφειλέτες και αύξηση δημοσίων δαπανών στις πιστώτριες χώρες για να βελτιωθούν οι μακροπρόθεσμες προοπτικές.
Ορισμένοι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι δηλώνουν ότι η ευρωζώνη χρειάζεται μία νέα μεγάλη συμφωνία που να αποδίδει όλα αυτά τα στοιχεία. Αντιθέτως όμως, η διάσταση απόψεων μεταξύ των στρατοπέδων σε νομισματική πολιτική, δημοσιονομική πολιτική και διαρθρωτικές αλλαγές γίνεται όλο και πιο μεγάλη και ιδεολογική».
«Εάν δεν πετύχουμε μεγαλύτερη ανάπτυξη, η ανυπομονησία που βλέπουμε σε πολλές κοινωνίες θα ενταθεί, με πολιτικές επιπτώσεις που δεν θα μπορούμε να ελέγξουμε», προειδοποιεί ο Paul De Grauwe καθηγητής πολιτικής οικονομίας στο London School of Economics.
Η WSJ επιπλέον αναφέρει: «Εδώ και εβδομάδες, πολλοί στην ευρωπαϊκή Αριστερά και Δεξιά, που δεν πίστεψαν ποτέ στη γερμανική συνταγή και είχαν χάσει την πίστη τους στους θεσμούς της Ε.Ε., επευφημούσαν την πορεία του ΣΥΡΙΖΑ προς τη νίκη.
Όμως, η ελπίδα ότι η νίκη αυτή μπορεί να πυροδοτήσει πολιτική και οικονομική στροφή στην Ευρώπη, πιθανότατα θα καταρρεύσει από τη σκληρή αλήθεια. Η Ελλάδα είναι μικρή, χωρίς συμμάχους και αντιμετωπίζει κίνδυνο χρεοκοπίας εάν κοπούν τα κεφάλαια στήριξης από το Βερολίνο». Ακόμα συμπληρώνει:
«Οι αξιωματούχοι του Βερολίνου φοβούνται ότι εάν χαλαρώσει η λιτότητα στην Ελλάδα τότε θα δοθεί το λάθος μήνυμα σε Γαλλία και Ιταλία – δίνοντας έτσι τροφή και στο λαϊκιστικό κόμμα της ίδιας της Γερμανίας. Η Ελλάδα θα δεχθεί έντονες πιέσεις τις επόμενες εβδομάδες για να μείνει στον δρόμο της λιτότητας και των μεταρρυθμίσεων εάν θέλει να παραμείνει στο ευρώ».
«Οι οικονομολόγοι εκτιμούν πως το οικονομικό φάρμακο της Α. Μέρκελ που επικεντρώνεται στις μακροπρόθεσμες προοπτικές της Ευρώπης στο πλαίσιο μίας διεθνούς οικονομίας που αλλάζει ταχύτατα, μπορεί να είναι τελικά θετικό. Το πρόβλημα, όμως, είναι πως εν τω μεταξύ η Ευρώπη θα έχει χάσει μία δεκαετία» σημειώνει το δημοσίευμα. «Το ερώτημα λοιπόν είναι εάν ο κόσμος θα έχει αρκετή υπομονή», καταλήγει ο De Grauwe.