Το βασικό θέμα που δεν επιτρέπει το κλείσιμο της αξιολόγησης τις επόμενες μέρες, είναι πολιτικό και αφορά στις «διαφωνίες μεταξύ Ευρωπαίων και ΔΝΤ σε ό,τι αφορά το ζήτημα του ελληνικού χρέους, αλλά και του δημοσιονομικού μονοπατιού που πρέπει να ακολουθήσει η ελληνική οικονομία μετά το 2018», τόνισε σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «Εποχή», ο υπουργός Επικρατείας και κυβερνητικός εκπρόσωπος, Δημήτρης Τζανακόπουλος.
Σημείωσε ότι μετά τις συναντήσεις του υπουργού Οικονομικών Ευκλείδη Τσακαλώτου με τον Γάλλο ομόλογό του, Μισέλ Σαπέν και τον επίτροπο Οικονομικών Πιερ Μοσκοβισί, η κυβέρνηση έχει λόγους να πιστεύει ότι θα ανοίξει ο δρόμος για το κλείσιμο της αξιολόγησης.
Πρόσθεσε ότι το ανοιχτό ενδεχόμενο παραμονής του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα, μόνο ως τεχνικού συμβούλου, είναι «πιθανό να δώσει λύση στο δομικό πρόβλημα ασυμφωνίας».
Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, αναφερόμενος στα όρια που θέτει η ελληνική κυβέρνηση, είπε ότι «αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει και δεν πρόκειται να υπάρξει αύξηση του ΦΠΑ στα είδη λαϊκής κατανάλωσης, δεν υπάρχει καμία πρόθεση για κατάργηση της προσωπικής διαφοράς στις κύριες συντάξεις που δόθηκαν έως την ημερομηνία ψήφισης του νέου ασφαλιστικού νόμου, ούτε οποιαδήποτε απόφαση για την ένταξη της μείωσης του αφορολογήτου στον αυτόματο δημοσιονομικό διορθωτή».
Υπενθύμισε ότι η κυβέρνηση έχει δηλώσει πως δεν πρόκειται να αποδεχθεί την ψήφιση νέων μέτρων μετά τη λήξη του προγράμματος, ενώ δεν παραιτείται από τη θέση πως δεν μπορεί να κλείσει η αξιολόγηση χωρίς να «έχουμε πάρει συγκεκριμένες αποφάσεις για την αποκατάσταση των συλλογικών διαπραγματεύσεων και τον τερματισμό της κατάστασης εξαίρεσης στην οποία βρίσκεται η αγορά εργασίας».
«Από εκεί και πέρα, αν χρειαστεί να υπάρξει ένας μηχανισμός αυξημένων εγγυήσεων και προς τους δανειστές ότι θα επιτύχουμε τους στόχους μετά το 2018, θα ήμασταν διατεθειμένοι να το συζητήσουμε, εφόσον όμως έχουν κλείσει όλα τα υπόλοιπα ζητήματα, εφόσον συγκεκριμενοποιηθούν τα μεσοπρόθεσμα μέτρα για το χρέος και εφόσον δεν συζητάμε την νομοθέτηση νέων μέτρων» πρόσθεσε.
Ως προς τον παράγοντα «χρόνο», ο κ. Τζανακόπουλος είπε ότι είναι εξασφαλισμένη η χρηματοδότηση του ελληνικού χρέους για τους επόμενους μήνες, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι η κυβέρνηση θα πάψει να θέτει επιτακτικά την ανάγκη να κλείσει η αξιολόγηση το συντομότερο δυνατόν και εντός του πρώτου τριμήνου του 2017, ώστε η χώρα να ενταχθεί στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ.
Στους παράγοντες πίεσης προσέθεσε και την επίτευξη του «φιλόδοξου στόχου του 1,75% πρωτογενούς πλεονάσματος και γι’ αυτό πρέπει να αποφευχθεί το ενδεχόμενο να διανύσουμε μια περίοδο σχετικής αβεβαιότητας».
Υπογράμμισε ότι όσοι θέλουν πραγματικά να επιτύχει το ελληνικό πρόγραμμα πρέπει να συμφωνήσουν σε μια λύση που θα επιτρέψει την εμπέδωση της σταθερότητας και της εμπιστοσύνης, επισήμανε ότι η Ελλάδα έχει τηρήσει τα συμφωνηθέντα και έχει υπερβεί τους στόχους, και τόνισε ότι «επομένως μια αναζωπύρωση της ελληνικής κρίσης θα είναι κατασκευασμένη πολιτικά».
«Θεωρώ, όμως, ότι ο συσχετισμός δύναμης, αλλά και οι πολλαπλές κρίσεις τις οποίες έχει να αντιμετωπίσει η Ευρώπη δεν θα επιτρέψουν μια τέτοια εξέλιξη. Δεν λέω ότι είναι απίθανη, αλλά πως θα είναι πολύ πιο δύσκολο για κάποιους που ίσως θα ήθελαν να την επιτύχουν», πρόσθεσε ο κ. Τζανακόπουλος.
Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος είπε ότι τα μηνύματα που λαμβάνει η κυβέρνηση και ο ΣΥΡΙΖΑ από την κοινωνία, αντανακλούν τον προβληματισμό που υπάρχει, «αλλά σε καμία περίπτωση δεν θα έλεγα ότι υπάρχει η εικόνα της κοινωνικής κατάρρευσης την οποία προπαγανδίζουν συγκεκριμένα Μέσα με την παραμικρή ευκαιρία. Νομίζω ότι παρά τις δυσκολίες, οι οποίες είναι γνωστές, υπάρχει ακόμα στήριξη των πολιτών στην προσπάθεια που κάνουμε».
Αναφορικά με τις επιδόσεις του κυβερνητικού έργου και τον συσχετισμό τους με την αναμονή των αποτελεσμάτων της διαπραγμάτευσης, είπε ότι «επειδή η διαπραγμάτευση αναφέρεται σχεδόν στο σύνολο των πολιτικών του κράτους, υπάρχει μια τροχοπέδηση του κυβερνητικού έργου. Ωστόσο δεν αδρανούμε σε περιοχές που δεν σχετίζονται με τη διαπραγμάτευση, όπως οι προσπάθειες για το ΕΣΠΑ, την καταπολέμηση της μαύρης και αδήλωτης εργασίας, τα προγράμματα κοινωφελούς απασχόλησης, το νοικοκύρεμα του ΕΣΥ, τις προσλήψεις προσωπικού, το άνοιγμα των σχολείων στην ώρα τους κ.λπ.».
Ως προς πλευρές της επικοινωνιακής πολιτικής της κυβέρνησης, είπε ότι πρέπει να αναδεικνύεται κάθε προσπάθεια που έχει γίνει σε κάθε τομέα.
Ο κ. Τζανακόπουλος έκανε λόγο για τις μεγάλες μεταρρυθμίσεις που έχει προγραμματίσει η κυβέρνηση -Τοπική Αυτοδιοίκηση, Παιδεία, Υγεία, Συνταγματική αναθεώρηση-, επισημαίνοντας τον μακροπρόθεσμο χαρακτήρα τους και υπογραμμίζοντας ότι πρέπει να επιταχυνθεί το μεταρρυθμιστικό έργο της κυβέρνησης με προοδευτικό πρόσημο, υπενθυμίζοντας το πρωτοχρονιάτικο μήνυμα του πρωθυπουργού για «2017 ως έτος-ορόσημο» και προσθέτοντας ότι για αυτά απαιτείται στήριξη από τη μεγάλη πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας.
Ειδικά ως προς το πώς θα επιτευχθεί η μεγάλη πλειοψηφία λαμβάνοντας υπόψη την κατάσταση του σοσιαλδημοκρατικού κέντρου στη χώρα μας, είπε ότι σε αντίθεση με τη σοσιαλδημοκρατία στην Ευρώπη που έστω και δειλά αρχίζει να αμφισβητεί τις πολιτικές που ακολούθησε τα προηγούμενα χρόνια, στην Ελλάδα το ΠΑΣΟΚ, αντί να πάρει αποστάσεις από πολιτικές που ακολούθησε, «υπερασπίζεται την πολιτική της περιόδου 2010-2015, ενώ στελέχη του βλέπουν ως προνομιακό χώρο συνομιλίας τη ΝΔ του κ. Μητσοτάκη».
Αναφορικά πάντα με την επίτευξη της μεγάλης πλειοψηφίας και τις καταγεγραμμένες τάσεις δημοσκοπήσεων για μετατόπιση προς τη ΝΔ, ο κ. Τζανακόπουλος είπε ότι «η ΝΔ, κυρίως, λεηλατεί πολιτικά ένα χώρο, ο οποίος ποτέ δεν αμφισβήτησε την πολιτική των μνημονίων», ενώ σε ό,τι αφορά τον ΣΥΡΙΖΑ, σημείωσε ότι παρά τη φυσική φθορά της κυβέρνησης, ο κόσμος δεν επιστρέφει στο παλιό πολιτικό σύστημα.
«Όμως αποστασιοποιείται, είναι αλήθεια, και αυτό είναι στο χέρι μας να αντιστραφεί», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Στη δημοσιογραφική παρατήρηση ότι «η ΝΔ προσπαθεί να εκφράσει έως και αντιμνημονιακό λόγο ανυπακοής», είπε ότι η ΝΔ «αποκτά υπερ-μνημονιακό λόγο» και ότι «ανακοίνωσε μονομερείς ενέργειες, για να ενισχύσει όμως τα κοινωνικά συμφέροντα που θέλει να εκπροσωπήσει, ακόμα και σε σύγκρουση με τους δανειστές».
«Το πολιτικό σχέδιο του Κυριάκου Μητσοτάκη είναι να προχωρήσει σε ένα σοκ και δέος όταν και αν αναλάβει την εξουσία το οποίο θα είναι υπερμνημονιακού χαρακτήρα», υπογράμμισε ο κ. Τζανακόπουλος.
Ερωτηθείς για τις «εικόνες ντροπής στα camps (των προσφύγων), την περασμένη εβδομάδα», διαχώρισε την επικοινωνιακή διαχείριση από τη διοικητική προετοιμασία, και εστιάζοντας στη δεύτερη, αφού επισήμανε ότι τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η Ελλάδα στο προσφυγικό είναι αντίστοιχα με εκείνα των ευρωπαϊκών χωρών, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι «θα πρέπει να γίνεται ανεκτό να ταλαιπωρείται έστω και ένας άνθρωπος από την κακοκαιρία», επισήμανε ότι η διοικητική μηχανή έχει υποστεί αλλεπάλληλα χτυπήματα, με αποτέλεσμα «η βούληση να περισσεύει, αλλά οι δυνατότητες είναι πολύ μικρές».
Πρόσθεσε ότι το προσφυγικό δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο από την κυβέρνηση, αλλά απαιτείται και μια στοιχειώδης συναίνεση της τοπικής κοινωνίας.
Σε ό,τι αφορά το Κυπριακό, ο κ. Τζανακόπουλος είπε ότι η διάσκεψη της Γενεύης αποτελεί κρίσιμο βήμα, σημείωσε ότι έχει συντελεστεί, μέχρι στιγμής, σημαντική πρόοδος, τάχθηκε υπέρ της προστασίας και αξιοποίησης της δυναμικής επίλυσης που έχει αναπτυχθεί και υπογράμμισε ότι «τώρα είναι η ώρα της ευθύνης, ώστε να μην χαθεί το μομέντουμ και η Διάσκεψη να συνεχιστεί με την παρουσία και του πρωθυπουργού. Δεν χρειάζονται ούτε φοβικότητα ούτε επιθετικές δηλώσεις».
«Η ελληνική κυβέρνηση θα συνεχίσει σε συντονισμό και συνεργασία με την Κυπριακή Δημοκρατία να επεξεργάζεται και να καταθέτει προτάσεις επί τη βάσει των αρχών που έχουμε διακηρύξει, ώστε να βρεθεί κοινό έδαφος και να έχουμε μια θετική κατάληξη», ανέφερε, τέλος, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος.