«Κανείς δεν έχει πραγματικό συμφέρον για μία τεχνητή αναζωπύρωση της ελληνικής κρίσης», τονίζει σε συνέντευξή του στην ενημερωτική ιστοσελίδα euro2day.gr, ο υπουργός Επικρατείας και κυβερνητικός εκπρόσωπος, Δημήτρης Τζανακόπουλος και υπογραμμίζει ότι η ελληνική οικονομία έχει μπει σε τροχιά ανάκαμψης και για πρώτη φορά έπειτα από 7 χρόνια, η Ελλάδα βρίσκεται εντός στόχων του προγράμματος.
«Η ελληνική κυβέρνηση έχει πολλάκις δηλώσει ότι το ΔΝΤ δεν είναι απαραίτητο για τη συνέχιση και την επιτυχία του ελληνικού προγράμματος. Αν κάποιοι από τους δανειστές επιμένουν για τη συμμετοχή του, θα πρέπει και να αποδείξουν ότι το ΔΝΤ μπορεί να έχει εποικοδομητικό ρόλο και ότι δεν προκαλεί ανούσιες αντιπαραθέσεις, που το μόνο που κάνουν είναι να δημιουργούν άσκοπες καθυστερήσεις στη διαδικασία των διαπραγματεύσεων» τονίζει ο κυβερνητικός εκπρόσωπος.
Παράλληλα ασκεί έντονη κριτική στη ΝΔ και τονίζει ότι, «ο κ. Μητσοτάκης και οι καταστροφολόγοι για μία ακόμη φορά θα διαψευσθούν» και προσθέτει ότι «τις κυβερνήσεις στην Ελλάδα τις εκλέγει ο λαός για 4 χρόνια και όχι οι δανειστές και τα παράκεντρα εξουσίας του κ. Μητσοτάκη».
Αναφερόμενος στο Κυπριακό, με αφορμή τις σημερινές διαδοχικές συναντήσεις του Αλέξη Τσίπρα με τους πολιτικούς αρχηγούς, ο υπουργός Επικρατείας αναφέρει πως σε ό,τι αφορά την εκπροσώπηση της χώρας «όλα παραμένουν ανοικτά» και πως «ο πρωθυπουργός θα παραστεί στη Διάσκεψη της Γενεύη εφόσον υπάρχουν προϋποθέσεις για Συμφωνία».
Αναλυτικότερα, και απαντώντας σε ερώτηση για τα πρωτογενή πλεονάσματα μετά το 2018 και την άρνηση του Βερολίνου σε ό,τι αφορά τα μεσοπρόθεσμα μέτρα για το χρέος, ο κ. Τζανακόπουλος απαντά:
«Η μηχανική της συμφωνίας με τους δανειστές είναι γνωστή και συγκροτείται από δύο αλληλοεξαρτώμενους παράγοντες: Τα μέτρα για το χρέος και τα πρωτογενή πλεονάσματα. Αν γνωρίζει κανείς τον ένα, μπορεί να υπολογίσει τον άλλο. Επίσης όμως είναι γνωστό ότι εδώ δεν πρόκειται για μια απλή μαθηματική εξίσωση αλλά και για ένα μεγάλο πολιτικό θέμα, που αφορά πρωτίστως την τεχνολογία του ίδιου του Μνημονίου αλλά και την εσωτερική πολιτική σκηνή σε κάποιες χώρες της Ευρωζώνης – ειδικά τη Γερμανία, η οποία όμως πρέπει να τηρήσει όσα έχουν συμφωνηθεί και έχουν επανεπιβεβαιωθεί με την απόφαση του Eurogroup του Μαΐου του 2016. Να μπει δηλαδή στη συζήτηση για τα μεσοπρόθεσμα αλλά και τα μακροπρόθεσμα μέτρα για το χρέος, ώστε να προκύψει και το δημοσιονομικό μονοπάτι που θα πρέπει να ακολουθήσει η Ελλάδα μετά το 2018.
Το σίγουρο είναι ότι η Γερμανία δεν μπορεί να θέλει και την πίτα ολόκληρη και τον σκύλο χορτάτο. Δεν μπορεί δηλαδή από τη μια να αρνείται τη συζήτηση για τα μεσοπρόθεσμα μέτρα και από την άλλη να απαιτεί τη συμμετοχή με χρηματοδότηση του ΔΝΤ στο πρόγραμμα».
Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος υπογραμμίζει ότι «το ζήτημα που προέκυψε για τα βραχυπρόθεσμα μέτρα για το χρέος έχει λήξει», καθώς επίσης πως «και τα χρήματα δόθηκαν στους συνταξιούχους και τα βραχυπρόθεσμα μέτρα ξεπάγωσαν. Ο μόνος τελικά που έμεινε έκθετος από αυτή την υπόθεση ήταν ο κ. Μητσοτάκης».
Συνεχίζοντας ο κ. Τζανακόπουλος λέει «ότι αυτό δεν ήταν απόφαση ενός μεμονωμένου κράτους ή της Κομισιόν, αλλά του συνόλου των κρατών της Ευρωζώνης. Άρα ο πολιτικός συσχετισμός δεν είναι τόσο αρνητικός για την Ελλάδα, όσο πολλές φορές αφήνεται να εννοηθεί με την επιλεκτική παρουσίαση απόψεων ή δηλώσεων. Και τούτο διότι κανείς δεν έχει πραγματικό συμφέρον για μια τεχνητή αναζωπύρωση της ελληνικής κρίσης. Η ελληνική οικονομία έχει μπει, παρά τους περιορισμούς, σε τροχιά ανάκαμψης, είμαστε για πρώτη φορά έπειτα από 7 χρόνια εντός στόχων και υπάρχουν όλες οι προϋποθέσεις για την εμπέδωση της εμπιστοσύνης και την υπέρβαση της κρίσης», επισημαίνει.
Αναφερόμενος ειδικότερα για τη στάση του γερμανικού υπουργείου Οικονομικών, εκτιμά ότι «κοιτάζει περισσότερο προς το εσωτερικό της Γερμανίας και λιγότερο προς την Ευρωζώνη».
Σχολιάζοντας ειδικότερα τις θέσεις του Μάνφρεντ Βέμπερ, αναφέρει ότι το ύφος που χρησιμοποιεί, «δεν συνάδει με τον θεσμικό του ρόλο» και χαρακτηρίζει «απαράδεκτες», την «αλαζονεία και την υπεροψία που εκφράζει απέναντι στον ελληνικό λαό», υπογραμμίζοντας ότι «δεν τις συμμερίζεται παρά ένα περιθωριακό τμήμα των ευρωπαϊκών συντηρητικών δυνάμεων».
«Σε κάθε περίπτωση πάντως δεν μπορούν οι προσωπικές ιδεοληψίες αλλά και οι προεκλογικές τακτικές που αφορούν ένα κράτος-μέλος να καθορίζουν τη μοίρα ενός άλλου κράτους-μέλους. Η Ελλάδα τηρεί τη Συμφωνία που υπέγραψε και το ίδιο οφείλει να κάνει και η Γερμανία», υπογραμμίζει ο κυβερνητικός εκπρόσωπος.
Ερωτηθείς για την επιμονή του ΔΝΤ σε νέα μέτρα (μετά το 2018) και τη στάση των σκληρών της ευρωζώνης που συναρτούν την πορεία του προγράμματος και τη β’ αξιολόγηση από τη συμμετοχή του Ταμείου, ο κ. Τζανακόπουλος τονίζει ότι «η ελληνική κυβέρνηση έχει πολλάκις δηλώσει ότι το ΔΝΤ δεν είναι απαραίτητο για τη συνέχιση και την επιτυχία του ελληνικού προγράμματος».
«Αν κάποιοι από τους δανειστές επιμένουν για τη συμμετοχή του, θα πρέπει και να αποδείξουν ότι το ΔΝΤ μπορεί να έχει εποικοδομητικό ρόλο και ότι δεν προκαλεί ανούσιες αντιπαραθέσεις, που το μόνο που κάνουν είναι να δημιουργούν άσκοπες καθυστερήσεις στη διαδικασία των διαπραγματεύσεων. Από τη δική μας πλευρά, είμαστε ανοικτοί στη συζήτηση, όμως, δεν πρόκειται να υποχωρήσουμε σε παράλογες απαιτήσεις για νέα μέτρα μετά τη λήξη του προγράμματος. Και το ΔΝΤ καλά θα κάνει αντί να πιέζει για περισσότερη λιτότητα την Ελλάδα, να πιέσει για τη ρύθμιση του ελληνικού χρέους. Πάντως να γνωρίζετε ότι οι εκτιμήσεις και οι προβλέψεις του Ταμείου σε ό,τι αφορά στην ελληνική οικονομία δεν έχουν βάση και ήδη έχουν αποδειχθεί λανθασμένες περισσότερες από μία φορές καθώς η ελληνική οικονομία κινείται σε θετική κατεύθυνση και είναι εντός στόχων. Αυτό είναι και το αντικειμενικό υπόστρωμα, η βάση που μας επιτρέπει εύλογα να υποστηρίξουμε ότι μπορεί να βρεθεί ένα σημείο ισορροπίας για το κλείσιμο της β’ αξιολόγησης» υπογραμμίζει ο κυβερνητικός εκπρόσωπος.
Συνεχίζοντας αναφέρει, ότι «δεν υπάρχουν οι όροι για την επανάληψη του σεναρίου της πιστωτικής ασφυξίας του πρώτου εξαμήνου του 2015. Η ελληνική οικονομία κινείται σε θετική τροχιά, η Ελλάδα τηρεί τα συμφωνηθέντα και επομένως οποιαδήποτε τέτοια προσπάθεια τεχνητής αναζωπύρωσης είναι καταδικασμένη να αποτύχει. Αν κάποιοι σκέφτονται την επανάληψη του σεναρίου αυτού πάντως, θα πρέπει να απομονωθούν πολιτικά. Η Ευρώπη αυτή τη στιγμή δεν αντέχει μια ακόμη κρίση, και μάλιστα εσκεμμένη, τη στιγμή που έχει να αντιμετωπίσει πραγματικά προβλήματα, οικονομικά και πολιτικά, την προσφυγική κρίση, αλλά και την κρίση ασφάλειας.
Παράλληλα ο κ. Τζανακόπουλος υπογραμμίζει ότι «η Ελλάδα δεν αντιμετωπίζει για τους επόμενους μήνες χρηματοδοτικό πρόβλημα».
«Η πίεση που ασκείται για το ταχύτατο κλείσιμο της αξιολόγησης έχει να κάνει με την ανάγκη να εμπεδωθεί γρήγορα η εμπιστοσύνη, να σταθεροποιηθεί πλήρως η ελληνική οικονομία και να πάψουν οι οποιεσδήποτε κινδυνολογικές προβλέψεις που, όπως και να το κάνουμε, δημιουργούν ανησυχία, αν και όχι πάντα εύλογα. Και όλα αυτά καθώς οι στόχοι για πρωτογενή πλεονάσματα ύψους 1,75% για το 2017 και 3,5% είναι ούτως ή άλλως φιλόδοξοι. Αν λοιπόν όλοι θέλουν την επιτυχία του ελληνικού προγράμματος, θα πρέπει να δείξουν στάση εποικοδομητική, να σταματήσουν τα πολιτικά παιχνίδια και να δείξουν πραγματική βούληση για γρήγορη συμφωνία», σημειώνει ο κυβερνητικός εκπρόσωπος.
Σε ό,τι αφορά το κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης ο κ. Τζανακόπουλος εμφανίζεται αισιόδοξος και επισημαίνει ότι, «η ελληνική κυβέρνηση δεν έχει σταματήσει λεπτό τη σκληρή δουλειά για την ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων».
Σύμφωνα με τον κυβερνητικό εκπρόσωπο, «το βασικό ανοικτό θέμα είναι πολιτικό και αφορά τους όρους συμμετοχής του ΔΝΤ και «εκεί εστιάζονται οι προσπάθειες, ώστε να βρεθεί το σημείο ισορροπίας για την ολοκλήρωση των διαδικασιών».
«Αυτό το σημείο όμως δεν μπορεί επ’ ουδενί να περιλαμβάνει νέα μέτρα για μετά το 2018, όπως δεν μπορεί να περιλαμβάνει και τη συνέχιση του καθεστώτος εξαίρεσης στην αγορά εργασίας που επιβλήθηκε από τις κυβερνήσεις ΝΔ και ΠΑΣΟΚ με τις ευλογίες του ΔΝΤ», υπογραμμίζει.
Απαντώντας σε ερώτηση για ενδεχόμενη επέκταση του «κόφτη» για μετά τη λήξη του προγράμματος, το 2018 ο κυβερνητικός εκπρόσωπος απαντά ότι «η κυβέρνηση είναι ανοιχτή να συζητήσει για ένα μηχανισμό εγγυήσεων για την επίτευξη των όποιων στόχων τελικά συμφωνηθούν, όμως, αυτό δεν έχει καμία σχέση με παράταση του Μνημονίου και «όποιος στόχος και αν συμφωνηθεί, θα δεσμεύει την Ελλάδα με βάση τους ισχύοντες κανόνες της ευρωζώνης και όχι επειδή θα τον επιβάλει κάποια ad hoc συμφωνία».
«Από τη στιγμή που η Ελλάδα θα αποκτήσει πλήρη πρόσβαση στις αγορές χρήματος, δεν υπάρχει Μνημόνιο και αυτό το γνωρίζουν όλοι, όσο και αν για πολιτικούς λόγους επιλέγουν την προπαγάνδα και την καταστροφολογία. Εκτός αν εδώ δεν πρόκειται για εσκεμμένη πολιτική και επικοινωνιακή επιλογή, αλλά για απλή άγνοια, πράγμα που δεν αποκλείεται» τονίζει ο κ. Τζανακόπουλος.
«Γνωρίζουμε καλά ότι η κοινωνία είναι ήδη επιβαρημένη και ότι η συσσώρευση υποχρεώσεων είναι πράγματι δυσβάστακτη για αρκετούς συμπολίτες μας. Αυτό όμως είναι διαφορετικό από την ακατάσχετη καταστροφολογία της ΝΔ, που αναπαράγεται διαρκώς και από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης», λέει ο κ. Τζανακόπουλος αναφερόμενος στο θέμα των φόρων. Και συνεχίζει λέγοντας πως «αν δεν είχε μεσολαβήσει η διαπραγμάτευση του 2015, θα έπρεπε περίπου 13 δισ. περισσότερα να αφαιρεθούν από τους φορολογούμενους, φυσικά πρόσωπα και επιχειρήσεις» και υπενθυμίζει ότι οι στόχοι που είχε συμφωνήσει η ΝΔ ήταν 4,5% πρωτογενές πλεόνασμα για το 2016 και 4,5% για το 2017. Επρόκειτο για οικονομικό και κοινωνικό παραλογισμό» υπογραμμίζει.
Σε ό,τι αφορά το αίτημα της ΝΔ για εκλογές, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος αναφέρει ότι ο κ. Μητσοτάκης «ζητά εκλογές από τον δεύτερο μήνα της θητείας του στην προεδρία της ΝΔ» και κατηγορεί τον πρόεδρο της Ν.Δ για «καταστροφολογία».
«Καταστροφολογούσε διαρκώς για την πρώτη αξιολόγηση, την πορεία της οικονομίας, τον κόφτη, το προσφυγικό, υπονόμευσε τη συγκρότηση του ΕΣΡ για να προστατεύσει συμφέροντα, επαναλαμβάνει τις φαντασιοπληξίες περί success story των κυρίων Σαμαρά και Βενιζέλου, σε κάθε ευκαιρία ευθυγραμμίζεται με τους πιο ακραίους από τους δανειστές, στην προσπάθειά του να δημιουργήσει προβλήματα στην ομαλή πορεία των διαπραγματεύσεων. Έχει κινητοποιήσει έναν ολόκληρο μηχανισμό προπαγάνδας και παραγωγής ψευδών ειδήσεων. Έφτασε μέχρι το σημείο να καταψηφίσει τη ρύθμιση για την παροχή των 617 εκατομμυρίων ευρώ στους συνταξιούχους, για να δώσει διαπιστευτήρια υποταγής σε κάποιους από τους δανειστές. Η τακτική του αυτή, εκτός του ότι αναδεικνύει βιασύνη, αδυναμία στρατηγικού σχεδιασμού και εντελώς λανθασμένο πολιτικό κριτήριο, φέρνει στην επιφάνεια και μια έντονη εξουσιαστική επιθυμία. Στην πραγματικότητα είναι η επιθυμία ενός ολόκληρου μπλοκ οικονομικής και πολιτικής εξουσίας για την παλινόρθωσή του» λέει ο κ. Τζανακόπουλος και τονίζει:
«Κατά τον ίδιο τρόπο όμως που διαψεύδονται οι προσδοκίες του εδώ και ένα χρόνο, θα διαψευσθούν και τώρα. Η β’ αξιολόγηση θα κλείσει χωρίς υποχωρήσεις σε παραλογισμούς, ενώ η “ιδεοληπτική εμμονή της Αριστεράς” για αποκατάσταση των συλλογικών διαπραγματεύσεων θα δικαιωθεί. Η κοινωνική πλειοψηφία, η “αδαής πλειοψηφία” του κυρίου Μητσοτάκη, δεν έχει λόγο να ανησυχεί. Τις κυβερνήσεις στην Ελλάδα τις εκλέγει ο λαός για 4 χρόνια και όχι οι δανειστές και τα παράκεντρα εξουσίας του κ. Μητσοτάκη».
Ερωτηθείς για τις κατ’ ιδίαν συναντήσεις του πρωθυπουργού με τους πολιτικούς αρχηγούς, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος αναφέρει ότι «στις συναντήσεις αυτές ο πρωθυπουργός, θα επαναλάβει τις πάγιες θέσεις για την ανάγκη τερματισμού του αναχρονιστικού καθεστώτος των εγγυήσεων αλλά και την αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων κατοχής, ώστε να επιτευχθεί μια δίκαιη και βιώσιμη λύση του Κυπριακού στο πλαίσιο των αποφάσεων του ΟΗΕ και στη βάση της ιδιότητας της Κύπρου ως κράτους-μέλους της ΕΕ. Ελπίζουμε σε εποικοδομητικό και ειλικρινή διάλογο εκ μέρους όλων και νομίζω ότι οι συναντήσεις θα ολοκληρωθούν με επιτυχία» τονίζει ο κ. Τζανακόπουλος.
Απαντώντας σε ερώτηση για το αν η Αθήνα θα επιμείνει στην πολυμερή σύνθεση, δεδομένου ότι η τουρκοκυπριακή πλευρά εμμένει στην πενταμερή, καθώς και για το τι αναμένει η ελληνική πλευρά από τη Διάσκεψη της Γενεύης, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος αναφέρει:
«Η συμμετοχή της ΕΕ είναι απαραίτητη, με δεδομένη την ιδιότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας ως κράτους-μέλους της αλλά και τις προβλέψεις της Συνθήκης της Λισαβόνας για θέματα που αφορούν την ασφάλεια των κρατών-μελών. Σε ό,τι αφορά δε τα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, αυτά θα συμμετάσχουν ούτως ή άλλως σε κάποια φάση της διαδικασίας εφόσον οδεύουμε σε συμφωνία, καθώς θα απαιτηθεί απόφαση του ίδιου του Συμβουλίου Ασφαλείας για κάτι τέτοιο. Η ελληνική κυβέρνηση εργάζεται σκληρά ώστε σε στενή επικοινωνία με την Κυπριακή Δημοκρατία να βρεθεί η λύση στη βάση όσων ήδη σας είπα. Περιμένουμε και από την Τουρκία λοιπόν την ίδια αποφασιστικότητα για την εξεύρεση δίκαιης και βιώσιμης λύσης».
Ερωτηθείς τέλος για το αν ο πρωθυπουργός θα συμμετέχει στη Διάσκεψη, με δεδομένη την άρνηση του κ. Ερντογάν να παραστεί, ο κ. Τζανακόπουλος σημειώνει ότι σε ό,τι αφορά «το επίπεδο της εκπροσώπησης δεν μπορεί να προεξοφλήσει τίποτα, καθώς όλα παραμένουν ανοιχτά».
«Ο πρωθυπουργός θα παραστεί στη Διάσκεψη εφόσον υπάρχουν προϋποθέσεις για συμφωνία. Και αυτό εξαρτάται όχι μόνο από την ελληνική κυβέρνηση, αλλά και από τη στάση της Τουρκίας» υπογραμμίζει ο κ. Τζανακόπουλος.