Στη Βουλή τίθεται υπό συζήτηση από σήμερα το σχέδιο νόμου του υπουργείου Δικαιοσύνης για τα προσωπικά δεδομένα υπό τη δαμόκλειο σπάθη της παραπομπής της Ελλάδας στο ευρωπαϊκό δικαστήριο, επειδή καθυστέρησε να ενσωματώσει την ενωσιακή νομοθεσία, αναφορικά με την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.
Καθώς η Ελλάδα βρίσκεται αντιμέτωπη με τον κίνδυνο καταδίκης και την επιβολή μεγάλων προστίμων που τελικά θα τα επιβαρυνθούν οι φορολογούμενοι, η κυβέρνηση ζήτησε η συζήτηση και ψήφιση του νομοσχεδίου να προχωρήσει με τη διαδικασία του κατεπείγοντος.
Η Ελλάδα έχει παραπεμφθεί στο δικαστήριο της ΕΕ, και εκτός από το ζήτημα αξιοπιστίας και εικόνας της χώρας, που θα σηματοδοτούσε μια καταδικαστική απόφαση, υπάρχει και ζήτημα που αφορά στους φορολογουμένους, δεδομένου ότι ήδη έχουν υποβληθεί προτάσεις για την επιβολή εφάπαξ προστίμου, το οποίο θα είναι τουλάχιστον 1.300.000 ευρώ και ημερήσιας επιβολής προστίμου 5.287 ευρώ. Αν προχωρήσει δε το δικαστήριο και σε δεύτερο βαθμό, για κάθε μέρα παράβασης μπορεί να επιβληθεί πρόστιμο 22.169 ευρώ. Με αυτά τα δεδομένα τα οποία εξέθεσε στην αρμόδια κοινοβουλευτική επιτροπή, ο υπουργός Δικαιοσύνης Κώστας Τσιάρας αιτιολόγησε την απόφαση της κυβέρνησης, η συζήτηση και ψήφιση του νομοσχεδίου να προχωρήσει με τη διαδικασία του κατεπείγοντος, σύμφωνα με το ΑΠΕ-ΜΠΕ.
Αλλά και ο ίδιος ο πρόεδρος της Διαρκούς Επιτροπής Δημόσιας Διοίκησης, Δημόσιας Τάξης και Δικαιοσύνης Μάξιμος Χαρακόπουλος επεσήμανε, εκ προοιμίου, ότι έχουν εκκινήσει οι διαδικασίες επιβολής προστίμων στην Ελλάδα, η οποία έχει παραπεμφθεί στο ευρωπαϊκό δικαστήριο επειδή καθυστέρησε να ενσωματώσει την Οδηγία 2016/680 σχετικά με την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τις δημόσιες αρχές αρμόδιες για την πρόληψη, τη διερεύνηση, την ανίχνευση ή τη δίωξη ποινικών αδικημάτων ή την εκτέλεση ποινικών κυρώσεων και για την καθυστέρηση εφαρμογής του Γενικού Κανονισμού Προστασίας Δεδομένων. Ο κ. Χαρακόπουλος ζήτησε πάντως από τον παριστάμενο υπουργό Δικαιοσύνης να μεταφέρει στην κυβέρνηση ότι πρέπει να λαμβάνει μέριμνα για την έγκαιρη εναρμόνιση με την ενωσιακή νομοθεσία, ώστε να μην εισάγονται νομοσχέδια με τη διαδικασία του κατεπείγοντος, όπως μετέδωσε το Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων.
Χαρακτηριστική ήταν και η παρέμβαση του εισηγητή της πλειοψηφίας Γιώργου Κότσιρα που επισήμανε ότι η προστασία των εθνικών και οικονομικών συμφερόντων απαιτεί να προχωρήσει η συζήτηση του νομοσχεδίου με τη διαδικασία του κατεπείγοντος, καθώς είναι αρκετά προχωρημένη η διαδικασία που έχει ξεκινήσει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να επιβαρυνθεί ο Έλληνας φορολογούμενος με μεγάλα ποσά τα οποία προκύπτουν από τη μη ενσωμάτωση της ενωσιακής νομοθεσίας.
Όλα τα κόμματα της αντιπολίτευσης διαφώνησαν με τη διαδικασία του κατεπείγοντος. Ο εισηγητής της αξιωματικής αντιπολίτευσης Γιώργος Κατρούγκαλος αναγνώρισε πως υπάρχει πράγματι ο κίνδυνος καταδίκης της χώρας από το ευρωπαϊκό δικαστήριο αλλά υπογράμμισε πως «υπήρχαν σοβαρότεροι λόγοι δημοσίου συμφέροντος για τους οποίους θα έπρεπε να συζητηθεί το νομοσχέδιο με διαδικασία κανονική, δεδομένου ότι η μεταφορά της Οδηγίας δημιουργεί πολλά προβλήματα και τα οποία οδήγησαν στην μη έγκυρη ψήφιση της ενσωμάτωσής της από την προηγούμενη κυβέρνηση». Ανέφερε ότι η νομοπαρασκευαστική επιτροπή είχε συγκροτηθεί από το 2016, αλλά το 2018 διαπιστώθηκε ότι υπάρχουν κρίσιμα διακυβεύματα και σταθμίσεις, δεν ήταν ώριμη προς εισαγωγή στη Βουλή η αρχική μορφή του σχεδίου νόμου. Γι΄αυτό ζητήθηκε και από τα Ανώτατα Δικαστήρια να καταθέσουν τις προτάσεις τους, πράγμα που ολοκληρώθηκε τον περασμένο Δεκέμβριο. Τον δε Ιανουάριο του 2019, το ένα τρίτο των χωρών της ΕΕ δεν είχε ακόμη ανταποκριθεί, στις ημερομηνίες που είχαν προβλεφθεί για την ενσωμάτωση. Ο κ. Κατρούγκαλος ενημέρωσε την επιτροπή της Βουλής, ότι η προηγούμενη κυβέρνηση σε συνεννόηση άτυπη με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, είχε συμφωνήσει πως το συγκεκριμένο νομοσχέδιο θα εισαγόταν στη Βουλή μετά την ψήφιση των κωδίκων αλλά «δυστυχώς η επίσπευση των εκλογών, δεν επέτρεψε τη συζήτηση και έτσι η σκυτάλη πέρασε στην κυβέρνηση της ΝΔ».
Ο κ. Κατρούγκαλος αναγνώρισε επίσης ότι υπάρχει βελτίωση του νομοσχεδίου σε σχέση με την προηγούμενη κατάσταση, επέμεινε όμως πως το κείμενο θα μπορούσε να βελτιωθεί έτι περαιτέρω αν συζητούνταν στη Βουλή με την κανονική διαδικασία. Ο κ. Κατρούγκαλος έδωσε και το στίγμα των διαθέσεων της αξιωματικής αντιπολίτευσης, λέγοντας ότι ο ΣΥΡΙΖΑ «δίνει μεγαλύτερη βαρύτητα στην προστασία των δεδομένων των εργαζομένων». Είπε επίσης ότι στην πρώτη εκδοχή της αιτιολογικής έκθεσης του νομοσχεδίου, που έβγαλε στη διαβούλευση το υπουργείο Δικαιοσύνης, «φαινόταν μια προτίμηση στο να διευκολυνθεί η λειτουργία της αγοράς» και συνεπώς με μια πιο άνετη συζήτηση θα μπορούσε να υπάρξει ένα ακόμη πιο βελτιωμένο κείμενο σε σχέση με αυτό που τελικά κατατέθηκε στη Βουλή.
Η προηγούμενη κυβέρνηση έχει βαρύτατες ευθύνες για την καθυστέρηση μη ενσωμάτωσης στο εθνικό δίκαιο των κανόνων για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, είπε η ειδική αγορήτρια του Κινήματος Αλλαγής Νάντια Γιαννακοπούλου. Τόνισε επίσης ότι ο Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων δεν είναι οδηγία, είναι άμεσα εφαρμόσιμος σε όλες τις χώρες της ΕΕ και γι΄αυτό έχει επιβληθεί ουσιαστικά στην Ελλάδα το πρόστιμο των 5.500 ευρώ ημερησίως και υπάρχει μεγάλη ευθύνη διότι δεν ψηφίστηκε ο σχετικός νόμος. Ως προς το περιεχόμενο του νομοσχεδίου και τη θέση του Κινήματος Αλλαγής, η κ. Γιαννακοπούλου έδωσε στίγμα προθέσεων λέγοντας ότι «αποτελεί στην ουσία μια άκριτη εφαρμογή σε μεγάλο βαθμό του γερμανικού μοντέλου, και γι΄αυτό απαιτείται περισσότερος χρόνος συζήτησης».
Η ειδική αγορήτρια του ΚΚΕ Διαμάντω Μανωλάκου είπε ότι το νομοσχέδιο μπορεί να έχει τίτλο την προστασία προσωπικών δεδομένων όμως στην ουσία είναι «φακέλωμα προσωπικών δεδομένων» και με αυτή την έννοια το ΚΚΕ δεν συμφωνεί με το ασφυκτικό χρονικό πλαίσι,ο διότι δεν επιτρέπει ουσιαστική συζήτηση και ενημέρωση τόσο στη Βουλή όσο κυρίως μέσα στην κοινωνία.
Ο ειδικός αγορητής της Ελληνικής Λύσης Βασίλης Βιλιάρδος αναγνώρισε τον κίνδυνο από μια ενδεχόμενη καταδίκη της Ελλάδας, είπε όμως ότι είναι πολύ ευαίσθητο το θέμα των προσωπικών δεδομένων και επομένως είναι απαράδεκτη η διαδικασία του κατεπείγοντος.
Η ειδική αγορήτρια του Μέρα25 Φωτεινή Μπακαδήμα επίσης διαφώνησε με τη διαδικασία του κατεπείγοντος. Η βουλευτής αναγνώρισε ότι μετά τη διαβούλευση αφαιρέθηκαν αρκετά γκρίζα σημεία σε σχέση με το αρχικό κείμενο του σχεδίου νόμου, αλλά παραμένουν και αρκετά θολά σημεία.
Το νομοσχέδιο εισάγει στην ελληνική έννομη τάξη ουσιαστικές ρυθμίσεις του Γενικού Κανονισμού για την Προστασία των Προσωπικών Δεδομένων του 2016 και την Οδηγία 2016/680 της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που συμπληρώνει το νομοθετικό πλαίσιο για τη ρύθμιση του σημερινού τοπίου για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Το νομοσχέδιο αντικαθιστά το πλαίσιο του ν. 2472/1997 το οποίο κρίθηκε ότι αδυνατεί να προσφέρει σήμερα ένα ασφαλές και αποτελεσματικό, αξιόπιστο περιβάλλον για την προστασία των προσωπικών δεδομένων από αθέμιτη και κακόβουλη επεξεργασία, σύμφωνα με το ΑΠΕ-ΜΠΕ.
Παράλληλα ο κ. Τσιάρας υπογράμμισε ότι «προσπαθούμε να ανοίξουμε έναν δρόμο για την ουσιαστική μετάβαση της οικονομίας και της κοινωνίας σε ένα πιο ασφαλές και πιο σταθερό περιβάλλον που θα επιτρέψει στην Ελλάδα να κάνει βήματα στην Κοινωνία της Πληροφορίας και στην Ηλεκτρονική Διακυβέρνηση» και τόνισε ότι «εισάγεται ένα πλαίσιο που θα προσελκύσει νέες επενδύσεις στην ψηφιακή οικονομία, θα δώσει νέα ώθηση στην ανάπτυξη του ηλεκτρονικού εμπορίου και θα επιτρέψει την απρόσκοπτη δραστηριότητα των έξυπνων νεοφυών επιχειρήσεων στις νέες τεχνολογίες και στο διαδίκτυο».
Όσον αφορά στην προστασία ανηλίκων και εργαζομένων, ο κ. Τσιάρας είπε ότι η κυβέρνηση θέλει να κλείσει τις εκκρεμότητες με το παρελθόν και να περάσει στην επόμενη μέρα, ενισχύοντας ουσιαστικά την προστασία των φυσικών προσώπων και ειδικότερα των ανηλίκων, όσον αφορά το δικαίωμα προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, θέλει να θωρακιστούν τα δικαιώματα των εργαζομένων και να αποσαφηνίσει το πλαίσιο επεξεργασίας των δεδομένων τους από τους εργοδότες, θέλει να εναρμονίσει το εθνικό πλαίσιο για τα προσωπικά δεδομένα με τις αντίστοιχες ευρωπαϊκές προδιαγραφές, πράγμα που θα επιτρέψει στην Ελλάδα να υιοθετήσει τις βέλτιστες πρακτικές.
Επίσης, πρόσθεσε, «θέλουμε να προωθήσουμε τη διαφάνεια στην προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα τόσο στο δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα. Θέλουμε να ενισχύσουμε τη λογοδοσία και να ισχυροποιήσουμε τον εποπτικό ρόλο της Ανεξάρτητης Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, βελτιώνοντας το λειτουργικό πλαίσιο στο οποίο θα ασκεί τα καθήκοντα και τις αρμοδιότητες της», ενώ υπογράμμισε ότι έχει ενσωματωθεί το μεγαλύτερο μέρος των παρατηρήσεων που έγιναν στη διαβούλευση και ότι πλέον ξεκαθαρίζει το θολό τοπίο της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.