H εξαιρετικά επαχθής, πλην όµως εθνικά αναγκαία συµφωνία της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ–ΑΝΕΛ µε τους δανειστές, που άρχισε να εφαρµόζεται µε την ψήφιση των προαπαιτούµενων από τη Βουλή, προκάλεσε και προκαλεί σοβαρές πολιτικές παρενέργειες. Ο πολιτικός χάρτης που προέκυψε από τις εθνικές εκλογές της 25ης Ιανουαρίου έχει ήδη διαφοροποιηθεί σε σηµαντικό βαθµό και όλα δείχνουν ότι θα υποστεί ακόµη σοβαρότερες αλλαγές στο άµεσο µέλλον.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η κυβέρνηση δεν µπορεί πλέον να ανταποκριθεί στις µνηµονιακές της υποχρεώσεις χωρίς την κοινοβουλευτική στήριξη τµήµατος της αντιπολίτευσης, καθώς περισσότεροι από τριάντα βουλευτές της αριστερής πτέρυγας του ΣΥΡΙΖΑ αρνούνται να στοιχηθούν πίσω από τον πρωθυπουργό και καταψηφίζουν συστηµατικά τα µέτρα και τις µεταρρυθµίσεις που περιλαµβάνονται στη συµφωνία µε τους εταίρους.
Η ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ µπορεί να µην έχει απολέσει τυπικά τη δεδηλωµένη, την έχει όµως απολέσει ουσιαστικά. Και µε δεδοµένο ότι τα δύσκολα -δηλαδή η διαπραγµάτευση και η ψήφιση του τρίτου µνηµονίου- είναι µπροστά, υπάρχει πλέον σοβαρός κίνδυνος να χαθεί στην πορεία και το τελευταίο «σηµείο» κοινοβουλευτικής στήριξης µιας κυβέρνησης µειοψηφίας, που είναι οι 120 βουλευτές.
Στην απευκταία αυτή περίπτωση η χώρα θα βρεθεί µπροστά σε υπαρξιακά διλήµµατα, καθώς αν η νέα συµφωνία δεν ολοκληρωθεί και δεν επικυρωθεί από τη Βουλή εντός των προβλεπόµενων χρονικών προθεσµιών, θα αντιµετωπίσουµε και πάλι την απειλή της χρεοκοπίας και της εξόδου από την ευρωζώνη και πιθανότατα από την Ευρωπαϊκή Ενωση. Και δεν χρειάζεται να επιχειρηµατολογήσει κανείς υπέρ της αδήριτης ανάγκης να αποφευχθεί ένα τέτοιο καταστροφικό ενδεχόµενο…
Αλλωστε δεν έχει διατυπωθεί µέχρι στιγµής από καµία πλευρά, ούτε από τους διαφωνούντες της Αριστερής Πλατφόρµας του ΣΥΡΙΖΑ, µια αξιόπιστη και ρεαλιστική εναλλακτική πρόταση για τη χρηµατοδότηση της χώρας. Εχουµε επισηµάνει πρόσφατα από τη στήλη αυτή ότι θα ήταν καταστροφή για τη χώρα να στηθούν κάλπες πριν υπογραφεί η νέα τριετής συµφωνία που θα εξασφαλίσει την επιστροφή της εθνικής µας οικονοµίας στην οµαλότητα, πριν επανέλθουν σε πλήρη και χωρίς περιορισµούς λειτουργία οι τράπεζες, πριν «κλειδώσει» οριστικά και αµετάκλητα η αναδιάρθρωση του κρατικού µας χρέους και πριν εξασφαλισθεί η συµµετοχή της Ελλάδας στην ποσοτική χαλάρωση της ΕΚΤ.
Και εποµένως, αν η κυβέρνηση Τσίπρα οδηγηθεί σε πτώση από την εσωτερική της αντιπολίτευση, εξέλιξη που όλοι οι νοήµονες Ελληνες απεύχονται σήµερα, θα πρέπει να δηµιουργηθεί ένα νέο κυβερνητικό σχήµα «εθνικού σκοπού» από την παρούσα Βουλή, µε τη στήριξη όλων των κοµµάτων που επιµένουν στον ευρωπαϊκό προσανατολισµό της χώρας, ώστε να εξασφαλισθούν οι ελάχιστες αυτές προϋποθέσεις που προαναφέρθηκαν, για να µην κινδυνεύσει η εθνική µας πορεία. Και βέβαια, τον πρώτο λόγο για την πρωθυπουργία σε µια τέτοια περίπτωση πρέπει να έχει, αν βεβαίως το επιθυµεί, ο πρόεδρος του πρώτου κόµµατος.
ΟΥΤΩΣ Ή ΑΛΛΩΣ, όµως, είτε δηλαδή οδηγηθούµε το φθινόπωρο σε εθνικές εκλογές από την παρούσα κυβέρνηση, είτε από ένα υπουργικό συµβούλιο ειδικού σκοπού και ευρύτερης συνεργασίας, οι κάλπες θα πρέπει να δώσουν στη χώρα τις καθαρές εθνικές λύσεις που απαιτεί η σηµερινή κρίσιµη συγκυρία.
∆εν µπορεί, για παράδειγµα, να παραταθεί επί µακρόν αυτός ο πολιτικός παραλογισµός που σήµερα ζούµε, µε δεκάδες βουλευτές να δηλώνουν ότι στηρίζουν µεν την κυβέρνηση, αλλά καταψηφίζουν το πρόγραµµα που αυτή συµφώνησε µε τους εταίρους να εφαρµόσει!
Ούτε µπορεί να συνεχίσει να «εκπέµπεται» από τον πρωθυπουργό και τους υπουργούς για λόγους εσωκοµµατικών ισορροπιών αυτός ο πρωτοφανής και αντιπαραγωγικός πολιτικός λόγος, που αµφισβητεί την ορθότητα ενός προγράµµατος που οι ίδιοι συµφώνησαν και καλούνται τώρα να εφαρµόσουν!
Πώς θα το πράξουν όταν δηλώνουν ότι διαφωνούν µε το περιεχόµενό του; Και ποιος µας οδήγησε, αλήθεια, µε τα διαπραγµατευτικά του λάθη και τις αστοχίες, σε ένα τόσο «βαρύ» µνηµόνιο; Μήπως η σηµερινή κυβέρνηση;
Ο κ. ΑΛΕΞΗΣ ΤΣΙΠΡΑΣ θα πρέπει στον σύντοµο χρόνο που αποµένει µέχρι τις επόµενες εθνικές εκλογές, που ο νόµος προβλέπει ότι θα γίνουν µε λίστα, αφού εξασφαλίσει την αδιατάρακτη και οµαλή ευρωπαϊκή πορεία της χώρας, να επιλύσει µε τρόπο οριστικό και µόνιµο το πρόβληµα των οξύτατων εσωτερικών αντιφάσεων στον πολιτικό φορέα του οποίου ηγείται.
Οφείλει να «ζυγίσει» µε προσοχή και υψηλό αίσθηµα ευθύνης αν η καλύτερη λύση πρώτα για τον τόπο και µετά για την παράταξή του και για τον ίδιο είναι να επιχειρήσει την πολιτική οµογενοποίηση του ΣΥΡΙΖΑ, δροµολογώντας εσωτερικές αλλαγές που θα ενισχύσουν το ευρωπαϊκό του πρόσωπο και θα διευρύνουν την πολιτική του επιρροή και προς τον χώρο του δηµοκρατικού κέντρου, ή αν, αντίθετα, είναι προτιµότερο πλέον να δηµιουργήσει έναν νέο κοµµατικό φορέα απαλλαγµένο από παθογένειες και βαρίδια που δυσχεραίνουν σήµερα όχι µόνο την προσωπική του πολιτική πορεία, αλλά και -κυρίως- την εθνική πορεία προς την έξοδο από την κρίση.∆ικές του οι αποφάσεις, δική του και η ευθύνη. Ο θρίαµβος, στην πολιτική, απέχει ελάχιστα από την καταστροφή…