Πάνω από τρεις στους δέκα Έλληνες θα μπορούσαν εργάζονται από το σπίτι τους, όπως προκύπτει από σχετική έρευνα του γερμανικού Ινστιτούτου Οικονομικών Εργασίας (ΙΖΑ).
Όπως επισημαίνεται στην έρευνα, τα καθήκοντα του 35%-37% όλων των θέσεων απασχόλησης στην Ελλάδα εκτιμάται πως μπορούν να διεκπεραιωθούν κι εκτός γραφείου. Με άλλα λόγια, 869.000- 922.000 άνθρωποι θα μπορούσαν να εργάζονται απομακρυσμένα, αν και σήμερα η τηλεργασία ουδόλως ανεπτυγμένη είναι στην Ελλάδα: μόνο το 4,4% του εργατικού δυναμικού ή περίπου 110.000 εργαζόμενοι, εργάστηκαν μακρόθεν πρόπερσι, ενώ συνολικά στην περίοδο 2008-2018 το αντίστοιχο ποσοστό ήταν μόλις 3,9%…
Κι αυτό ενώ, όπως εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο ερευνητικός εταίρος του IZA, Κωνσταντίνος Πουλιάκας, «το 25,4% των θέσεων εργασίας στην Ελλάδα χαρακτηρίζονται ως “fully teleworkable”, δηλαδή τα καθήκοντά τους θα μπορούσαν να διεκπεραιωθούν στο σύνολό τους από μακριά». Το 12% των θέσεων εργασίας προσφέρουν υψηλή δυνατότητα τηλεργασίας (“highly teleworkable”) και το 25% χαμηλή (“little teleworkable”), ενώ για το 37,6% των θέσεων εργασίας η εναλλακτική της τηλεργασίας δεν είναι εφικτή.
«Θεωρώ πως, παρότι τόσες χιλιάδες άνθρωποι θα μπορούσαν άνετα να τηλεργαστούν, δεν θα φτάσουμε γρήγορα στο 37%» επισημαίνει και προσθέτει ότι η πορεία της τηλεργασίας στη χώρα μας παραμένει ουσιαστικά στάσιμη από το 2008, πιθανώς λόγω του ότι ελληνικές επιχειρήσεις δεν είναι προετοιμασμένες για κάτι τέτοιο, καθώς δεν έχουν επενδύσει στις απαιτούμενες υποδομές και στις ψηφιακές δεξιότητες των εργαζομένων τους. Συμπληρώνει δε, ότι για τη διευκόλυνση της εργασίας από το σπίτι, η Ελλάδα «χρειάζεται να εφαρμόσει υποστηρικτική πολιτική και να διαμορφώσει το κατάλληλο ρυθμιστικό περιβάλλον, με παροχές όπως η προσφορά περισσότερων εγκαταστάσεων για τη φροντίδα των παιδιών κι η οικονομική στήριξη νοικοκυριών με παιδιά κι ιδίως γυναικών με μικρά παιδιά».
Γιατί η Ελλάδα έχει από τα χαμηλότερα ποσοστό τηλεργαζόμενων στην Ευρώπη
Στην προ της πανδημίας εποχή, η Ελλάδα ήταν μια από τις χώρες με τα χαμηλότερα ποσοστά τηλεργαζόμενων στην Ευρώπη (Eurostat, 2020): κατατασσόταν 24η μεταξύ 31 κρατών ως προς το ποσοστό των ανθρώπων που εργάζονται κάποιες φορές ή συνήθως από το σπίτι. Κι ενώ μεταξύ 2018 και 2019 σημειώθηκε οριακή αύξηση του ποσοστού των τηλεργαζόμενων (από το 4,4% στο 5,3%), το ποσοστό αυτό παραμένει σημαντικά χαμηλότερο από τον μέσο όρο της ΕΕ (14%), ιδίως σε σχέση με τα υψηλά μερίδια -37%- που παρατηρούνται σε χώρες όπως η Σουηδία ή η Ολλανδία. Γιατί όμως η τηλεργασία στην Ελλάδα δεν έχει αναπτυχθεί όσο αλλού; Οι βασικοί λόγοι φαίνεται πως είναι τέσσερις, σύμφωνα πάντα με τον κ.Πουλιάκα, ο οποίος είναι και εμπειρογνώμονας του Ευρωπαϊκού Κέντρου για την Ανάπτυξη της Επαγγελματικής Κατάρτισης (Cedefop).
Πρώτον, η Ελλάδα κουβαλάει το βάρος της κρίσης χρέους του 2008, που είχε προηγηθεί της Covid-19. Δεύτερον, κατατάσσεται στις τελευταίες θέσεις της ΕΕ σε όρους συνολικής ψηφιακής ετοιμότητας (Κομισιόν, 2019). Τρίτον, η οικονομία της χώρας στηρίζεται κυρίως σε μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις και αυτό ίσως οδηγεί στη χαμηλότερη χρήση ψηφιακών τεχνολογιών (ΙΟΒΕ, 2018). Και, τέταρτον, η ελληνική οικονομία παραδοσιακά βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στην παροχή υπηρεσιών όπως ο τουρισμός, που απαιτούν αλληλεπίδραση εκ του σύνεγγυς.
Το προφίλ των τηλεργαζόμενων στην Ελλάδα
Η τηλεργασία στην Ελλάδα είναι κυρίαρχη στις μονογονεϊκές οικογένειες με παιδιά, ενώ η πιθανότητα να εργαστεί κάποιος από το σπίτι είναι ισχυρότερη στις γυναίκες (με εξαίρεση εκείνες με μικρά παιδιά), στα άτομα με υψηλότερο μορφωτικό επίπεδο, αλλά και στους εργαζόμενους συγκριτικά μεγαλύτερης ηλικίας: μέχρι τη μέση ηλικία, οι άνθρωποι, ενώ είναι πιο καταρτισμένοι στη χρήση των ψηφιακών τεχνολογιών, φαίνεται πως είναι λιγότερο πιθανό να εργαστούν από το σπίτι. Κληθείς να σχολιάσει αυτό το τελευταίο εύρημα της έρευνας, η οποία θα είναι σύντομα διαθέσιμη και μέσω του ελληνικού παρατηρητηρίου του London School of Economics, ο κ.Πουλιάκας επισημαίνει ότι κεφαλαιώδης για την τηλεργασία είναι η σημασία της εμπιστοσύνης, γιατί ο εργοδότης αισθάνεται ότι χάνει την επιτήρηση του εργαζόμενου, όταν αυτός δουλεύει από το σπίτι, οπότε το γεγονός ότι οι νεότεροι είναι συνήθως και νεοεισερχόμενοι στην αγορά εργασίας, συχνά καθιστά δυσκολότερη αυτή την οικοδόμηση εμπιστοσύνης.
Κατά τα λοιπά, οι άνθρωποι που εργάζονται από το σπίτι είναι πιθανότερο να είχαν ήδη εργαστεί σε κάποια θέση, πριν εργαστούν για τον τρέχοντα εργοδότη και να αναλαμβάνουν πολλές διαφορετικές δουλειές. Σε επίπεδο επαγγελμάτων, τα υψηλότερα ποσοστά εργασίας από το σπίτι εμφανίζονται σε ελεύθερους επαγγελματίες (14%, κυρίως εκπαιδευτικοί, δικηγόροι και εργαζόμενοι σε κοινωνικές υπηρεσίες ή πολιτισμό), διευθυντικά στελέχη (7%), τεχνικούς και πωλητές του κλάδου των τεχνολογιών πληροφορικής και επικοινωνιών. Επίσης, η πιθανότητα τηλεργασίας είναι υψηλότερη για τους εργαζόμενους σε Κεντρική Μακεδονία, Δυτική Ελλάδα και Αττική και χαμηλότερη για όσους κατοικούν Θεσσαλία και Ιόνια Νησιά.
Το 40% του εργατικού δυναμικού στην Ευρώπη μπορεί να τηλεργαστεί
Μετά το ξέσπασμα της Covid-19 εκπονήθηκαν πολλές μελέτες με στόχο να διαφανεί πόσες θέσεις εργασίας παγκοσμίως θα μπορούσαν να “μετακομίσουν” από το γραφείο στο σπίτι. Βάσει έρευνας (Dingel, Neiman, 2020), το 34% των δουλειών στις ΗΠΑ (που αντιστοιχούν στο 44% των αποδοχών) θα μπορούσαν εύλογα να γίνουν από το σπίτι. Με βάση άλλη έρευνα (Boeri, Caiumi, Paccagnella, 2020), το αντίστοιχο ποσοστό ανέρχεται στο 24% στην Ιταλία, 25% στην Ισπανία, 28% στη Γαλλία, 29% στη Γερμανία και 31% σε Σουηδία και Ηνωμένο Βασίλειο. Συνολικά, περίπου το 40% του εργατικού δυναμικού στην Ευρώπη θα μπορούσε να εργαστεί βιώσιμα από το σπίτι. «Ενώ η εργασία από το σπίτι ήταν μια μάλλον περιορισμένη μορφή εργασίας στην προ πανδημίας εποχή, πρόσφατες εκτιμήσεις δείχνουν ότι το ένα τρίτο όλων των θέσεων εργασίας στις ανεπτυγμένες οικονομίες μπορούν να μετατραπούν σε τηλεργασία. Οι ιστορίες για εταιρείες και οργανισμούς, που κλείνουν τα γραφεία τους για χάρη της τηλεργασίας αφθονούν, ενώ πολλοί υποστηρίζουν ότι η τηλεργασία ήρθε για να μείνει. Από την άλλη, υπάρχουν όσοι αντιτείνουν ότι, αρχής γενομένης ήδη από τη δεκαετία του ’70, έγιναν πολλές προσπάθειες για να αναπτυχθεί η τηλεργασία, αλλά δεν υιοθετήθηκαν μαζικότερα. Υπάρχουν επίσης ανησυχίες, για την επίπτωση που μπορεί να έχει η τηλεργασία στην ομαδική εργασία και την ανάπτυξη καινοτομίας στον εργασιακό χώρο» καταλήγει ο ερευνητικός εταίρος του ΙΖΑ