Έντονη κριτική άσκησε στην κυβέρνηση ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, Αλέξης Τσίπρας σε τηλεδιάσκεψη που είχε με εκπροσώπους της εστίασης και συγκεκριμένα με το EstiasiGreece. Ο Αλέξης Τσίπρας εξέφρασε τη στήριξή του σε εργαζομένους και επαγγελματίες του κλάδου της εστίασης και έκανε λόγο για μια κατάσταση παραλόγου. Στο επίκεντρο της συζήτησης βρέθηκαν τα συσσωρευμένα προβλήματα που δημιουργήθηκαν μέσα στην πανδημία και όπως είπε ο Αρχηγός της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, “εσείς κλείσατε πριν από πεντε μήνες με 2,5 χιλιάδες κρούσματα, με 30 νεκρούς σε ημερήσια βάση, με 200 διασωληνωμένους, και σήμερα συζητάμε ότι πρέπει να ανοίξετε με 4,5 χιλιάδες κρούσματα, 70 νεκρούς την ημέρα και άλλους τόσους που ψάχνουν κρεβάτι». Ο ίδιος πρόσθεσε ότι «αυτό όλο ο μέσος πολίτης δεν μπορεί να το κατανοήσει».
Στο πλαίσιο αυτό, τόνισε ότι ή κακώς ακολουθήσαμε μέτρα επί έναν χρόνο που δεν οδήγησαν στο επιθυμητό αποτέλεσμα «και κακώς η Ελλάδα είναι η ώρα με το πιο παρατεταμένο lockdown, ή καλώς τα κάναμε μέχρι σήμερα όλα αυτά, αλλά τώρα οδηγούμαστε σε αποφάσεις που θα οδηγήσουν σε λογικές που κατακρίναμε παλαιότερα, επικίνδυνες λογικές ανοσίας της αγέλης».
Γι’ αυτό τον λόγο και τόνισε πως πολλά από τα μέτρα που υιοθετήθηκαν από την κυβέρνηση «δεν είχαν ως αποτέλεσμα αυτό που επιδιώκαμε, το προσδοκώμενο αποτέλεσμα», κάνοντας λόγο για «σημαντικές αντιφάσεις». «Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί είναι πιο επικίνδυνο να συναντιόμαστε σε έναν ανοικτό χώρο φορώντας μάσκα σε αποστάσεις πίνοντας τον καφέ μας, αλλά είναι απολύτως ενδεδειγμένο, γιατί μας λέγαν ότι δεν υπήρχαν και μελέτες, να μπαίνουμε και να στριμωχνόμαστε στα ΜΜΜ , στο μετρό και στο λεωφορείο για να πάμε στην δουλειά μας, σε εργασιακούς χώρους που επίσης δεν υπήρχε στοχευμένη επιδημιολογική επιτήρηση».
Ο κ. Τσίπρας χαρακτήρισε τον κλάδο της εστίασης ως «από τους βαρύτερα πληττόμενους, όχι μόνο σε εθνικό αλλά σε πανευρωπαϊκό επίπεδο», σημειώνοντας ωστόσο πως σε άλλες χώρες της Ευρώπης, όπως στη Γερμανία, έτυχε ουσιαστικής στήριξης με επιδότηση «ως και 70% του χαμένου τζίρου για όσο υπολειτουργούσε». Πρόσθεσε πως σήμερα, η εστίαση «είναι ένας κλάδος που βρίσκεται στα όρια και φοβάμαι ότι βρισκόμαστε στη φάση που κάποιοι στην εστίαση θα έχουν μεγάλη δυσκολία να επανεκκινήσουν».
«Γνωρίζετε ότι εμείς είχαμε άλλη αντίληψη εμπροσβαρούς στήριξης επιχειρήσεων και εργαζομένων προκειμένου να αντέξουν αλλά κυρίως να συγκρατηθεί η ύφεση. Διότι η ύφεση είναι σαν δίνη, αν σε πάρει σε βυθίζει όλο και περισσότερο προς τα κάτω» πρόσθεσε ο κ. Τσίπρας και πρότεινε δέσμη μέτρων για την «βιώσιμη επανεκκίνηση» των επιχειρήσεων:
-Μετατροπή της επιστρεπτέας προκαταβολής σε μη επιστρεπτέα για όλο τον κλάδο σε εθνικό επίπεδο .
-Να επιδοτηθεί με την επανέναρξη η εργασία και όχι η αναστολή της εργασίας, με κάλυψη ασφαλιστικών εισφορών για την περίοδο μετά το lockdown.
-Να μειωθεί ο ΦΠΑ στο 6% ειδικά για την εστίαση.
-Γενναία ρύθμιση των πανδημικών χρεών
Ειδικά στο θέμα του ιδιωτικού χρέους που δημιουργήθηκε μέσα στην πανδημία, όπως διευκρίνισε, «θα πρέπει να αφορά και φορολογικές υποχρεώσεις αλλά και το ιδιωτικό χρέος της κρίσης στα πρότυπα της ρύθμισης που είχε κάνει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ όταν είχαμε βγει από το μνημόνιο για τα χρέη στις ασφαλιστικές εισφορές», υπενθυμίζοντας ότι προέβλεπε «κούρεμα ονομαστικού χρέους ως και 40% μεσοσταθμικά και ρύθμιση με 120 δόσεις για το υπόλοιπο».
Χαρακτήρισε τη ρύθμιση του ιδιωτικού χρέους «αναγκαία προϋπόθεση για να μπορέσουμε να μιλάμε για βιώσιμη επανεκκίηση των επιχειρήσεων και της οικονομίας», σημειώνοντας πως στην Ελλάδα «δεν υπήρξε στην εστίαση αλλά και σε άλλες επιχειρήσεις η στήριξη που υπήρξε σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες», φέρνοντας ως παράδειγμα τη Γερμανία που «που επιδότησε στο 70% του τζίρου την εστίαση την περίοδο που υπολειτουργούσε».
Παράλληλα, ο Πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ έκανε αναφορά και στη συνολική πορεία της οικονομίας, τονίζοντας πως «η ύφεση στην Ελλάδα για το 2020 δυστυχώς ήταν η τρίτη μεγαλύτερη στην ΕΕ», κάνοντας λόγο για στοιχείο που είναι «ιδιαίτερα επιβαρυντικό και προβληματικό, καθώς είναι μια χώρα που μόλις ξεπέρασε σχεδόν μια δεκαετία κρίσης και έχει ένα δημόσιο χρέος πολύ υψηλό
και εκτοξεύεται εξαιτίας της ύφεσης».