Έμμεσες θα είναι οι περισσότερες από τις αρνητικές επιπτώσεις που θα έχει η Ελλάδα από την νίκη του Ντόναλντ Τραμπ στην κούρσα για την προεδρία των ΗΠΑ απέναντι στην Χίλαρι Κλίντον.
Από τα μέσα του προηγούμενου χρόνου υποστήριξε άμεσα, μέσω του υπουργού οικονομικών κ. Τζακ Λιου, αλλά και έμμεσα μέσω της επιρροής που ασκούν οι ΗΠΑ στο ΔΝΤ, την ανάγκη για την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους.
Ο νέος πρόεδρος των ΗΠΑ σε συνέντευξη που έδωσε τον Ιούλιο όταν ρωτήθηκε για την Ελλάδα έδωσε μια απάντηση που ξάφνιασε «Θα σταθώ μακριά από αυτό το θέμα. Δεν θα ανακατευτώ. Μην ξεχνάτε ότι το Ευρώ δημιουργήθηκε για να ανταγωνιστεί τις ΗΠΑ. Ένωσαν τις Ευρωπαϊκές χώρες για να νικήσουν τις ΗΠΑ.
Τώρα η Γερμανία είναι πολύ ισχυρή. Θα αφήσω την Γερμανία να χειριστεί το θέμα», για να προσθέσει αφήνοντας έκπληκτο τον δημοσιογράφο: «Αν δεν λύσει το θέμα η Γερμανία ειλικρινά πιστεύω ότι μπορεί να το λύσει ο Πούτιν».
Σε άλλες δηλώσεις είχε υποστηρίξει εμμέσως πλην σαφώς την αναγκαιότητα αποχώρησης της Ελλάδας από το Ευρώ, ώστε να μπορέσει να ορθοποδήσει η οικονομίας της.
Παρόλα αυτά, είναι πρόωρο κανείς να προβλέψει από τώρα την στάση των ΗΠΑ και όχι του ιδίου του Τραμπ για το ελληνικό θέμα.
Ωστόσο, η έως τώρα ρητορική του νέου Αμερικανού Προέδρου, ρίχνει νερό στον μύλο των ακροδεξιών, ευρωσκεπτικιστικών κομμάτων σε όλη την Ευρώπη προκαλώντας αντίστοιχη σκλήρυνση της στάσης και των Ευρωπαϊκών Κυβερνήσεων και ειδικά της Ολλανδίας, της Γαλλίας και της Γερμανίας, οι οποίες έχουν μπροστά τους εθνικές εκλογές μέσα στο 2017.
Τα σίγουρα προβλήματα
Ακόμη και αν ο Ντόναλτ Τραμπ αλλάξει την θέση του για το ελληνικό χρέος δεν θα εγκαταλείψει την ιδέα του οικονομικού εθνικισμού με την ενίσχυση της βιομηχανίας των ΗΠΑ και το περιορισμό του χρέους.
Η προσπάθεια μείωσης του χρέους μιας χώρας που αναπτύσσεται όπως οι ΗΠΑ περνά από την νομισματική πολιτική και πιο συγκεκριμένα από την αύξηση των επιτοκίων.
Η άνοδος των επιτοκίων της FED από τα ιστορικά χαμηλά που βρίσκονται σήμερα ήταν λίγο ως πολύ αναμενόμενη. Με μια πολιτική συγκράτησης του χρέους όμως γίνεται ταχύτερη και μεγαλύτερη.
Μια αύξηση των επιτοκίων κατά 1% θα συμπαρασύρει και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να ακολουθήσει έστω και αν παλεύει ακόμη να τιθασεύσει με τα μέσα που έχει τον αποπληθωρισμό και την χαμηλή ανάπτυξη.
Η άνοδος των ευρωπαϊκών επιτοκίων αλλάζει την γεωμετρία της λύσης του ΕΜΣ για το χρέος και δυσκολεύει την έξοδο στις αγορές ειδικά για μια χώρα σαν την Ελλάδα με τεράστιο υπόλοιπο χρέους και ουσιαστική απουσία έξι ετών από την διεθνή αγορά κεφαλαίων.
Η προσπάθεια για μείωση του εμπορικού ελλείμματος που είναι μια άλλη προτεραιότητα του προγράμματος Τραμπ απαιτεί περιορισμό (είτε με αύξηση των δασμών, είτε με άλλους περιορισμούς) κυρίως για τα κινέζικά αλλά και για τα ευρωπαϊκά προϊόντα.
Αυτό θα σημάνει πλήγμα για τις εξαγωγές της Γερμανίας, της Γαλλίας και της Ιταλίας και πιθανή επιβράδυνση της ευρωπαϊκής και κατά συνέπεια και της ελληνικής ανάπτυξης, την ώρα που η Ευρωπαϊκή Επιτροπή περιγράφει στις φθινοπωρινές εκτιμήσεις της, την Ελλάδα ως τίγρη της Νοτιοανατολικής Μεσογείου με ρυθμούς ανάπτυξης με οικονομική μεγέθυνση ως ποσοστό του ΑΕΠ στο 2,7% του ΑΕΠ το 2017 και στο 3,1% του ΑΕΠ το 2018.
Μεγάλο ερωτηματικό είναι η στάση της νέας Ηγεσίας των ΗΠΑ απέναντι στις διαπραγματεύσεις για την διατλαντική συμφωνία εμπορίου και συνεργασίας (TTIP) καθώς επίσης και η στάση απέναντι στην Μεγάλη Βρετανία.
Αν δηλαδή προσφέρει μια ευνοϊκή εμπορική συμφωνία τότε η οικονομική επιβράδυνση της ΕΕ μπορεί να γίνει μεγαλύτερη.
Μεγάλο ερωτηματικό παραμένει τέλος αν η διακυβέρνηση Τραμπ ακολουθήσει την πολιτική της απορρύθμισης των αγορών των Ρεπουμπλικάνων προέδρων και ειδικά του χρηματοπιστωτικού τομέα που μπορεί να δημιουργήσει ή καλύτερα να επιτείνει το ήδη μεγάλο πρόβλημα των ευρωπαϊκών τραπεζών.