Η μείωση τιμών συνεχίστηκε στην αγορά διαμερισμάτων της Θεσσαλονίκης και το 2016, με περιορισμένο αριθμό συναλλαγών, ενώ περισσότερο ανθεκτικό εμφανίζεται το κέντρο της πόλης και μεγαλύτερες πιέσεις δέχονται οι ακριβότερες συνοικίες.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του Ελληνικού Ινστιτούτου Εκτιμητικής (ΕΛΙΕ), «το 2016 το ενδιαφέρον των αγοραστών συνέχισε, όπως ήταν αναμενόμενο, να καταγράφεται για παλαιά διαμερίσματα, τα οποία πωλούντο σε πιο χαμηλές τιμές σε σχέση με τα αντίστοιχα νεόδμητα και τα μικρότερου εμβαδού, όπως και στο πρόσφατο παρελθόν. Από την άλλη, δεν κινούνται οι αγοραπωλησίες “οικοπέδων – αγροτεμαχίων” όπως αναφέρεται σε έρευνες στην κτηματαγορά».
Όπως επισημαίνεται, «πιο ανθεκτικό στην οικονομική κρίση και στη καθίζηση στην αγορά διαμερισμάτων κατοικίας αποδεικνύεται το κέντρο της Θεσσαλονίκης, που οφείλεται κυρίως στην απουσία νεόδμητων κατοικιών. Το κέντρο της Θεσσαλονίκης διατηρεί την αίγλη του, αποτελώντας διαχρονική αξία για κάθε εν δυνάμει αγοραστή ακινήτου που διαθέτει και το σχετικό ποσό για την αγορά ενός ακινήτου».
Με βάση τα στοιχεία του ΕΛΙΕ στις πωλήσεις ακινήτων οι μειώσεις στις τιμές είναι περιορισμένες. Η χαμηλότερη τιμή πώλησης είναι 400 ευρώ/τ.μ. και η υψηλότερη στα 5.700 ευρώ/τ.μ. Και στις περιπτώσεις αγοράς κατοικιών προτιμήθηκαν τα παλαιότερα ακίνητα, της περιόδου 1955-1985, αφού τα επέλεξε το 65% των αγοραστών. Επιπλέον, αγοράζονται ακίνητα μικρά και μεσαία, ενώ υπάρχει μικρή ζήτηση για τα πιο μεγάλα διαμερίσματα, άνω των 110 τ.μ. Αναλυτικότερα, το 40% των συναλλαγών αφορούσε πέρυσι διαμερίσματα 50 τ.μ. – 70 τ.μ. το 22% σε διαμερίσματα 71 τ.μ. – 90 τ.μ., το 35% σε διαμερίσματα 91 τ.μ. – 110 τ.μ. και μόλις το 2% σε διαμερίσματα πάνω από 110 τ.μ.
Παρά το γεγονός ότι το απόθεμα των αδιάθετων κατοικιών παρέμεινε υψηλό, «από τις έρευνες που διενεργήθηκαν στη διάρκεια του 2016, καταγράφεται αυξημένο ενδιαφέρον για ακίνητα μικρής και μεσαίας αξίας, τα οποία θεωρούνται εναλλακτικές μορφές εξασφάλισης των αποταμιεύσεων των νοικοκυριών και αποτελούν πλέον επενδυτικές επιλογές. Σε αυτό εκτιμάται ότι συνέβαλε και η σημαντική μείωση του φόρου μεταβιβάσεων ακινήτων (στο 3% από το 2014) και , η οποία αναμένεται και στο μέλλον να συμβάλει μαζί με την μείωση των αντικειμενικών αξιών, στην αύξηση μεταπώλησης των ακινήτων στην αγορά».
Την ίδια στιγμή, πάντως, «οι επενδυτές εάν δεν μπορούν να αντέξουν οικονομικά να αγοράσουν ένα ακίνητο, νοικιάζουν ένα, ως εκ τούτου, τα ποσοστά κενών θέσεων μειώνονται με αποτέλεσμα την άνοδο των τιμών μίσθωσης». Οι τιμές ενοικίασης κατοικιών κινούνται με διαφορετικές ταχύτητες μεταξύ περιοχών του πολεοδομικού συγκροτήματος της Θεσσαλονίκης. Σε κάποιες περιοχές οι μέσες ζητούμενες τιμές, που «κατρακύλησαν» μέχρι και κατά 40% από το 2009 μέχρι τον περασμένο Δεκέμβριο 2015, δείχνουν να ανακάμπτουν από το 2016, σε αρκετές περιπτώσεις.
Στο κέντρο και στις περιοχές κοντά στα Πανεπιστήμια, στην προτίμηση των ενδιαφερόμενων βρίσκονται τα διαμερίσματα 1 υπνοδωματίου, σε καλή κατάσταση, ανεξαρτήτου ηλικίας οικοδομής, 40 – 60 τ.μ., σε τιμές 250 – 350 ευρώ. Στις ίδιες επίσης περιοχές ζητούνται και διαμερίσματα 2 υπνοδωματίων, 70 – 80 τ.μ., σε τιμές 380 – 420 ευρώ.
Σε ό,τι αφορά το κέντρο της Θεσσαλονίκης, συναντάμε ζητούμενες τιμές μίσθωσης κατοικιών μέχρι και 11,00 ευρώ το τετραγωνικό μέτρο, ενώ κανένα σπίτι δεν προσφέρεται με λιγότερο από 3,00 ευρώ / τ.μ.
Συμπερασματικά, σύμφωνα με το ΕΛΙΕ, «οι συναλλαγές των ακινήτων το 2016 χαρακτηρίστηκαν από επιφυλακτικότητα λόγω της γενικότερης αβεβαιότητας, της υψηλής φορολόγησης της ιδιοκτησίας και του θεσμικού πλαισίου που εμποδίζει τις επενδύσεις στις κατασκευές. Το κόστος κατασκευής παραμένει επίσης υψηλό , ειδικά στις τιμές των υλικών στις κατασκευές, παρά την μείωση του κόστους εργασιών, και η έλλειψη ρευστότητας επιτείνει το πρόβλημα του κόστους».
Πηγή: Euro2day.gr