Ο γνωστός επιχειρηματίας Θεόδωρος Νιτσιάκος έχασε τη ζωή του σε τροχαίο δυστύχημα που σημειώθηκε λίγο πριν από την περιοχή της Αετομηλίτσας στα Ιωάννινα.
Ο Θεόδωρος Νιτσιάκος γεννήθηκε στις 25 Μαρτίου του 1944. Με καταγωγή από την Αετομηλίτσα Ιωαννίνων ο γιος της Πολυξένης και του Χρήστου Νιτσιάκου έκανε σπουδές στη Γεωπονική Σχολή Θεσσαλονίκης και στη συνέχεια πήγε στην Ολλανδία για να λάβει μετεκπαίδευση στην πτηνοτροφία. Έλαβε υποτροφία έξι μηνών και φοίτησε στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο της Ολλανδίας.
Όταν ήταν 25 ετών επέστρεψε από την Ολλανδία στα Ιωάννινα. Το 1972 αποφάσισε να δημιουργήσει μία μικρή μονάδα αναπαραγωγής πατρογονικών ορνίθων λίγο έξω από τα Ιωάννινα. Προκειμένου να συγκεντρώσει τα απαιτούμενα κεφάλαια και επειδή η Αγροτική Τράπεζα δεν του εξασφάλιζε το σύνολο της απαραίτητης χρηματοδότησης, απευθύνθηκε στους γονείς του οι οποίοι πούλησαν τα πρόβατα τους για να συνδράμουν στην προσπάθεια του.
Μέσα σε λίγα χρόνια κατάφερε να εδραιωθεί στον χώρο της πτηνοτροφίας. Έπειτα από μόλις τρία χρόνια διπλασίασε τη μονάδα του. Έκτοτε πραγματοποιούσε συνεχή βήματα προόδου διευρύνοντας την παραγωγική ικανότητα της επιχείρησης και χτίζοντας σταδιακά ένα κάθετα ολοκληρωμένο σύστημα παραγωγής προϊόντων κοτόπουλου που καλύπτει την αναπαραγωγή, την εκκόλαψη, την πάχυνση, την παρασκευή πτηνοτροφών, τη σφαγή και μεταποίηση, το δίκτυο διανομής για όλη την Ελλάδα.
“Θεωρώ ότι αργά και σταθερά ανέβαινα. Ήμουν μικρός σε ηλικία αλλά ξεχώριζα. Είχα περιορισμένα δάνεια, είχα δυνατότητα να αγοράζω πρώτες ύλες, ζωοτροφές. Ήξεραν οι ανταγωνιστές και οι συνάδελφοι μου ότι εγώ στέκομαι στα πόδια μου”, είχε δηλώσει ο Θεόδωρος Νιτσιάκος.
Παράλληλα, η εταιρεία εκμεταλλευόμενη τις υποδομές της σε Ήπειρο και Μακεδονία δραστηριοποιήθηκε έντονα στην αγορά των αυγών εκκολάψεως και νεοσσών, στην εμπορία πρώτων υλών ζωοτροφών και την παραγωγή ζωοτροφών για όλα τα παραγωγικά ζώα.
Την τελευταία δεκαετία, η εταιρεία Νιτσιάκος υλοποίησε ένα φιλόδοξο επενδυτικό πλάνο που της εξασφάλισε συνέχιση της αναπτυξιακής της πορείας στις κύριες δραστηριότητες της και επιπλέον επέτρεψε την είσοδο της στην αγορά της ξηράς τροφής για ζώα συντροφιάς, τη δημιουργία για πρώτη φορά στην Ελλάδα κύκλωμα παραγωγής για νωπά τεμάχια γαλοπούλας και κουνέλι, την παραγωγή άλευρων για την αρτοποιΐα και τη βιομηχανία, και την εισαγωγή και εμπορία ενός νέου οικονομικού και φιλικού προς το περιβάλλον τύπου βιομάζας από φλοιό ηλιόσπορου.