Για συγκριτικά πλεονεκτήματα της Θεσσαλίας κάνει λόγο σε μελέτη ο ομότιμος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας Θεοφάνης Γέμτος, τα οποία θα πρέπει να τα εκμεταλλευτούν οι κάθε λογής αρμόδιοι, εν μέσω της κρίσης.
Πιο αναλυτικά, ο κ. Γέμτος αναφέρεται στην εύκολη πρόσβαση της Θεσσαλίας στις αγορές της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης μέσω Βουλγαρίας και Ρουμανίας (χωρίς σύνορα και καθυστερήσεις) και των νέων οδικών αξόνων που κατασκευάζονται.
Στο προσεχές μέλλον, η είσοδος και των χωρών των δυτικών Βαλκανίων στην ΕΕ θα διευκολύνει ακόμα περισσότερο τις μεταφορές. Επίσης ειδική επισήμανση κάνει για την τεράστια εμπειρία των Θεσσαλών γεωργών σε εκμηχανισμένες καλλιέργειες και την ικανότητά τους να υιοθετούν καινοτόμες καλλιέργειες και τεχνικές της καλλιέργειας. Όπως και για το καλό κλίμα της Θεσσαλίας και τα πολλά μικροκλίματα που μπορούν να παράγουν υψηλής ή μέσης ποιότητας και ανταγωνιστικού κόστους με την εκμηχάνιση οπωροκηπευτικά που μπορούν να εξαχθούν άμεσα στις Ευρωπαϊκές αγορές. Ο ομότιμος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας δεν παραλείπει ακόμα να τονίσει, πως η ακαθάριστη κατά στρέμμα πρόσοδος των οπωροκηπευτικών είναι πολλαπλάσια των μεγάλων καλλιεργειών που επικρατούν σήμερα στη περιοχή.
Ένα στρέμμα καλαμποκιού ή μηδικής έχει ακαθάριστο εισόδημα της τάξης των 200-250 ευρώ, διευκρινίζει, έναντι άνω των 1000 ευρώ για τα οπωροκηπευτικά. Επομένως, προσθέτει, θα πρέπει να προτιμήσουμε την καλλιέργεια των οπωροκηπευτικών από τις σημερινές μεγάλες καλλιέργειες τουλάχιστον για του μικρούς αρότες που έχουν διαθέσιμη εργασία για να κάνουν όλες τις εργασίες των οπωροκηπευτικών και να τους μείνει υψηλό οικογενειακό εισόδημα. Επειδή πολλές φορές παρεξηγήθηκε η άποψη αυτή πρέπει να διευκρινίσω ότι δεν θα διακοπούν οι μεγάλες καλλιέργειες. Οι παραγωγοί με μεγάλες εκτάσεις θα συνεχίσουν να καλλιεργούν βαμβάκι σιτάρι και άλλες καλλιέργειες ακόμα και ως καλλιέργειες αμειψισποράς. Επίσης θα στραφούν σε στην παραγωγή κτηνοτροφικών φυτών κυρίως για παραγωγή χονδροειδών ζωοτροφών (σανό, ενσιρώματα) που θα χρειαστούν μικρότερες εκτάσεις.
Η καλλιέργεια οπωροκηπευτικών, συνεχίζει, θα αυξήσει ουσιαστικά την απασχόληση, για να καταλήξει:
«Μεταφορά 1.000.000 στρεμμάτων από μεγάλες καλλιέργειες σε οπωροκηπευτικά θα αύξανε κατά 10.000.000 τις ΑΕΜ (μονάδες ανθρώπινης εργασίας) και θα δημιουργούσε 50.000 θέσεις πλήρους απασχόλησης άμεσα στη γεωργία χωρίς να λάβουμε υπόψη την αύξηση της απασχόλησης στους υποστηρικτικούς κλάδους και τη μεταποίηση. Η μεταφορά αυτή θα αύξανε τον ετήσιο κύκλο εργασιών της περιφέρειας κατά τουλάχιστον 1.000.000.000 ευρώ από τη γεωργία πάλι χωρίς να λάβουμε υπόψη τις παράπλευρες επιπτώσεις στους κλάδους που υποστηρίζουν την γεωργική παραγωγή. Η πρότασή μου είναι να φτάσουν με κατάλληλες πολιτικές τα οπωροκηπευτικά στο ύψος των 2.000.000 στρεμμάτων δηλαδή 40% των καλλιεργούμενων εκτάσεων έναντι 800.000 που προβλέπει η μελέτη για τη διαχείριση των νερών της Θεσσαλίας. Εδώ πρέπει να συνυπολογιστούν και καλλιέργειες αρωματικών φυτών που μπορούν να δώσουν υψηλή προστιθέμενη αξία και πρώτη ύλη για μια βιομηχανία αιθερίων ελαίων κλπ αλλά και η αλλαγή καλλιεργειών προς κτηνοτροφικά φυτά που θα ενίσχυε τη τοοπική κτηνοτροφία και κυρώς τη προβατοτροφία και τροφοδοσία της τοπικής βιομηχανίας παραγωγής τυριών που τόσο ζητούνται από τις ξένες αγορές… Ο στόχος δεν είναι υπερβολικός αν λάβουμε υπόψη παραδείγματα άλλων χωρών που σε ανάλογες κλιματικές συνθήκες τα οπωροκηπευτικά καταλαμβάνουν το 70% των καλλιεργούμενων εκτάσεων».