Γράφει ο Δρ Κωνσταντίνος Φίλης*
ΤΟΥΡΚΟΙ αξιωματούχοι καταγγέλλουν συχνά ευρωπαϊκές χώρες για υπόθαλψη τρομοκρατών, καθώς και για τη χλιαρή και διστακτική στήριξη κατόπιν του αποτυχημένου πραξικοπήματος. Η κριτική της Αγκυρας εστιάζεται αφενός στην απροθυμία εκρίζωσης των γκιουλενιστών, που διαστρεβλώνουν μέσω των πυρήνων τους την εικόνα της τουρκικής κυβέρνησης στις ευρωπαϊκές κοινωνίες, αφετέρου στην παροχή ασύλου σε πραξικοπηματίες (κυρίως στρατιωτικούς) και άλλα στοιχεία που δρουν υπονομευτικά για την ενότητα της χώρας. Η Αγκυρα κατηγορεί, επίσης, ευρωπαϊκές χώρες για την εργαλειοποίηση τρομοκρατών (ειδικότερα των Κούρδων) εναντίον του καθεστώτος Ερντογάν.
ΕΝΤΕΛΕΙ, η αιτίαση είναι πως η Ε.Ε. δεν προσεγγίζει με κατανόηση τους τουρκικούς προβληματισμούς αλλά και με τη δέουσα υπομονή την ανάγκη επαναφοράς στην εσωτερική κανονικότητα μετά το «τραύμα» που άφησε το αποτυχημένο πραξικόπημα, αφού, όμως, πρώτα εξαρθρωθούν το Τάγμα Γκιουλέν και η ευρύτατη παρείσφρησή του στον κρατικό μηχανισμό. Ο τερματισμός της κατάστασης έκτακτης ανάγκης θα συνέβαλε στην εξομάλυνση, ωστόσο δεν φαίνεται πιθανό να αρθεί στο άμεσο μέλλον, σε ένα κράτος που ρέπει προς ένα μονοπρόσωπο σύστημα χωρίς θεσμικά αντίβαρα.
ΕΥΛΟΓΑ, ιδιαίτερο προβληματισμό προκαλούν τα συνεχή αιτήματα έκδοσης που υποβάλλονται από τις τουρκικές Αρχές αλλά και η εύκολη στοχοποίηση τουρκικής καταγωγής Ευρωπαίων πολιτών. Οι Ευρωπαίοι δεν μπορούν να ανεχθούν συνεχείς αξιώσεις έκδοσης με αμφίβολα αποδεικτικά στοιχεία, ούτε να «ανοίξουν παρτίδες» με μια χώρα που φυλακίζει πολίτες τους με πρόθεση να τους ανταλλάξει αργότερα ή να ασκήσει πίεση σε ευρωπαϊκές κυβερνήσεις. Η Τουρκία, από την πλευρά της, φοβάται μαζικές αιτήσεις ασύλου όσων καταφεύγουν σε ευρωπαϊκές χώρες διωκόμενοι μετά το πραξικόπημα του 2016. Δεδομένης, πάντως, της αρνητικής εικόνας της Αγκυρας σε μεγάλο μέρος της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης, τα κράτη-μέλη δεν μπορούν εφεξής να κάνουν τα στραβά μάτια στην αναστολή λειτουργίας του κράτους δικαίου, την καταπάτηση στοιχειωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων και τη συστηματική χειραγώγηση των media, με αποτέλεσμα η πορεία αυτών να επιδρά πλέον σημαντικά στις ευρωτουρκικές σχέσεις. Από την άλλη, τυχόν τερματισμός της «νεκρωμένης» ενταξιακής διαδικασίας θα προσφέρει άλλοθι στον Ερντογάν να επιρρίψει τις ευθύνες του ναυαγίου στους Ευρωπαίους, ενώ θα αποξενώσει περαιτέρω την Τουρκία, απομονώνοντας πλήρως τις φιλελεύθερες φωνές στο εσωτερικό της.
ΣΤΑ ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΤΟΥΡΚΙΚΑ, οι διμερείς σχέσεις βαίνουν προς εξομάλυνση στο ζήτημα των θεωρήσεων βίζας, ενώ η αρνητική στάση της Ουάσιγκτον στο δημοψήφισμα της 25ης Σεπτεμβρίου των Κούρδων του Ιράκ εκτιμήθηκε δεόντως, εφόσον αποδυνάμωσε αισθητά τις βλέψεις του κουρδικού στοιχείου στην περιοχή. Αρκετά ζητήματα, πάντως, παραμένουν σε εκκρεμότητα, ενώ καταλυτικό ρόλο θα παίξει η στάση του Ερντογάν στη δεδομένη πρόθεση Τραμπ να απομονώσει την Τεχεράνη, αλλά και στην (εκ νέου) αναζωπύρωση της έντασης μεταξύ Σαουδικής Αραβίας και Ιράν, που ενδέχεται να λάβει επικίνδυνη τροπή στο προσεχές χρονικό διάστημα.
Η ΕΛΛΑΔΑ, παρότι εσχάτως Δύση και Τουρκία βρίσκονται σε αναζήτηση κοινού τόπου, εύλογα ανησυχεί πως τυχόν συντήρηση του αρνητικού momentum θα μπορούσε να επιδράσει αρνητικά στα ελληνοτουρκικά, στο Κυπριακό και στο προσφυγικό. Ετσι, επιχειρεί να επαναφέρει τις διαβουλεύσεις με τη γείτονα σε ένα λειτουργικό πλαίσιο. Βέβαια, σε αυτή τη φάση, το ζητούμενο είναι η εδραίωση σχέσης σχετικής εμπιστοσύνης και αμεσότητας με τον Πρόεδρο Ερντογάν, σε μια συγκυρία κατά την οποία οι περισσότεροι ηγέτες της Δύσης όχι μόνο δυσπιστούν απέναντί του, αλλά δυσκολεύονται κιόλας να συνεννοηθούν μαζί του. Καθώς, λοιπόν, η επιρροή των ισχυρότερων δυτικών μας συμμάχων σε περίπτωση ελληνοτουρκικής κρίσης μοιάζει περιορισμένη, η Ελλάδα έχει έναν διττό στόχο: να μην παρεκτραπεί η κατάσταση σε ένα «θερμό» σημείο και να καταδείξει ότι δεν επενδύει στην κρίση των σχέσεων της Τουρκίας με την Ε.Ε. και τις ΗΠΑ.
ΒΕΒΑΙΑ, η πρόσφατη επίσκεψη Τσαβούσογλου στη Θράκη επιβάρυνε αχρείαστα το κλίμα. Συνάμα, φανέρωσε τόσο την απροθυμία της Αγκυρας να αναγνωρίσει εμπράκτως στην Αθήνα τη διακριτική και υποβοηθητική προς το τουρκικό καθεστώς στάση κατόπιν του πραξικοπήματος όσο και τη διάθεσή της να προκαταλάβει τις συζητήσεις, θέτοντας εκ προοιμίου στο τραπέζι τις αναβαθμισμένες αξιώσεις της. Αυτόματα, ο πήχυς των προσδοκιών τοποθετείται χαμηλά αναφορικά με την επίσκεψη Ερντογάν.
* Διευθυντής Ερευνών Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων. Το βιβλίο του «Πρόσφυγες, Ευρώπη, Ανασφάλεια» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Παπαδόπουλος