Υπέρβαση της νομοθετικής εξουσιοδότησης που παρέχει ο νομοθέτης, κακή χρήση της εξουσιοδοτήσεως που δόθηκε στους υπουργούς ώστε να προβούν στη ρύθμιση των λεπτομερειών εφαρμογής των πινάκων μέσω των οποίων επέρχεται η αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδοτήσεως στο Δημόσιο και στους λοιπούς ασφαλιστικούς φορείς, παραβίαση κοινοτικών οδηγιών που έχει ενσωματώσει η χώρα και διεθνών συμβάσεων που έχει επικυρώσει, εισαγωγή δυσμενών διακρίσεων λόγω ηλικίας, παραβίαση της αρχής της ισότητας στις νομοθετικές κατηγοριοποιήσεις των ασφαλισμένων, παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου υπό την έννοια αφενός της σταθερότητας και της προβλεψιμότητας των νομικών και πραγματικών καταστάσεων που έχουν νομίμως διαμορφωθεί και αφετέρου του αποκλεισμού των αιφνίδιων και απροσδόκητων μεταβολών τους, είναι κάποια από τα νομικά επιχειρήματα που επικαλείται η ΑΔΕΔΥ στην αίτηση ακύρωσης που κατέθεσε στο ΣτΕ για τις αποφάσεις που αφορούν την αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης στο Δημόσιο.
Στην αίτηση ακύρωσης, όπως αναφέρει το Αθηναϊκό Πρακτορείο, η ΑΔΕΔΥ υποστηρίζει ότι καταρχήν δεν προκύπτει από πουθενά η ύπαρξη ειδικής και εμπεριστατωμένης μελέτης προτού ο νομοθέτης προχωρήσει στην αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης. Όπως σημειώνεται, «από κανένα στοιχείο του ιδίου του νόμου, αλλά και των συνοδευτικών αυτού εκθέσεων δεν προκύπτει καν η διαπίστωση του αριθμού των ασφαλισμένων, που το μέτρο αυτό αφορά, η δημοσιονομική εξοικονόμηση, που προκύπτει από την εν λόγω ρύθμιση, το όφελος της ρυθμίσεως για τα ασφαλιστικά ταμεία, … η επίδραση στη βιωσιμότητα τους και τελικώς η αναφορά στις επιπτώσεις και την αποτελεσματικότητα άλλων ισοδύναμων νομοθετικών μέτρων».
Κατά δεύτερον, δεν τηρείται η αρχή της ασφάλειας δικαίου και η αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης, «η οποία παρέχει προστασία στους πολίτες και εγγυάται, ότι τα δικαιώματα και τα έννομα συμφέροντα, που θεμελιώνουν τη νόμιμη δράση τους θα διατηρηθούν στο μέλλον και δεν θα μεταβληθούν από τον νομοθέτη δυσμενώς, αιφνιδίως και βέβαια χωρίς την συνδρομή αποχρώντος λόγου δημοσίου συμφέροντος». Μάλιστα, επισημαίνεται η πάγια και σταθερή νομολογία του Ελεγκτικού Συνεδρίου που έχει κρίνει ότι ο νομοθέτης δεν μπορεί να αυξάνει τα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης, ούτε να θίξει θεμελιωμένα συνταξιοδοτικά δικαιώματα, υπό την έννοια της συμπλήρωσης του απαιτούμενου χρόνου ασφάλισης.
Κατά τρίτον, παραβιάζεται ο σεβασμός στην περιουσία του προσώπου, αφού σε αυτήν δεν περιλαμβάνονται μόνο τα εμπράγματα δικαιώματα, αλλά και τα κεκτημένα οικονομικά συμφέροντα. Στη συγκεκριμένη περίπτωση προσβάλλεται θεμελιωμένο δικαίωμα του συνόλου των ασφαλισμένων, που υφίστανται αυξήσεις των ορίων ηλικίας χωρίς οι αυξήσεις να συνδέονται με την εξυπηρέτηση ενός θεμιτού δημοσίου σκοπού, πέραν του (μη θεμιτού) δημοσιονομικού, που επικαλείται ο νόμος ότι επιδιώκει.
Κατά τέταρτον, παραβιάζεται η αρχή της Ισότητας, καθώς δεν συνιστά λόγο κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος η κάλυψη των ελλειμμάτων ενός φορέα με την επιβάρυνση των ασφαλισμένων άλλων φορέων. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται «το απλό ταμειακό συμφέρον των φορέων (ή του Δημοσίου) δεν δικαιολογεί την άνιση μεταχείριση». Προστίθεται ότι οι αναδρομικές νομοθετικές ρυθμίσεις που μεταβάλλουν επί το δυσμενέστερο το συνταξιοδοτικό καθεστώς συναντούν σοβαρό εμπόδιο στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και επισημαίνεται ότι σύμφωνη με την ισότητα είναι η «μη εφαρμογή των ευνοϊκών διατάξεων, στην περίπτωση που οι εξελθόντες ήδη της ασφάλισης, κατά τη διαδρομή της ασφαλιστικής τους σχέσης, κατέβαλαν ουσιωδώς μικρότερες εισφορές».
Κατά πέμπτον, οι προσβαλλόμενες αποφάσεις έχουν εκδοθεί κατά παράβαση της Οδηγίας 2000/78/ΕΚ (για την διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και στην εργασία), της νομολογίας του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ.
Κατά έκτον, υποστηρίζεται ότι η διοίκηση έκανε «κακή χρήση» της εξουσιοδοτήσεως για ρύθμιση των λεπτομερειών εφαρμογής των πινάκων ηλικιών συνταξιοδότησης εκδίδοντας πράξεις που διαφοροποιούνται από τις οριζόμενες στο νόμο προβλέψεις σε ό,τι αφορά τις αυξήσεις των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης.
Όπως χαρακτηριστικά σημειώνεται «οι προσβαλλόμενες αποφάσεις έχουν υπερβεί τα όρια της νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως, που τους παρείχε ο νομοθέτης, δεδομένου, ότι αν και ο νόμος ρητώς προβλέπει, ότι ο ασφαλισμένος δικαιούται να φύγει με το όριο ηλικίας, που ισχύει βάσει του πίνακα κατά το έτος, που συμπληρώνει το προβλεπόμενο όριο ηλικίας βάσει της προγενέστερης νομοθεσίας, οι προσβαλλόμενες αποφάσεις εισάγουν ως πρόσθετη προϋπόθεση την συμπλήρωση κατά τον χρόνο αυτών των 35 ή 37 ετών ασφάλισης».