Στυλιανίδης: Πιστεύω στην πολιτική της εθνικής συνεννόησης και στη θετική ψήφο

Την πολιτική της εθνικής συνεννόησης στα μεγάλα θέματα, προκρίνει ο πρώην βουλευτής Ροδόπης και πρώην υπουργός, Ευριπίδης Στυλιανίδης, στη συνέντευξή του στο Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων.

«Είναι κατανοητό ότι δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε σε πολλά με τον ΣΥΡΙΖΑ … ωστόσο εκτιμώ ότι μεγάλα θέματα μπορούν να αποτελέσουν σημείο συνάντησης, με στόχο πάντα το εθνικό και κοινωνικό συμφέρον», αναφέρει.

Ο κ. Στυλιανίδης, ο οποίος βρίσκεται στην Κύπρο ως καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου στο Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο Κύπρου, σημειώνει ότι στη Λευκωσία αξιοποίησαν τη δυνατότητα της εθνικής συνεννόησης και βγήκαν γρήγορα από την επιτήρηση, ενώ «εδώ στην Ελλάδα οι πρωταγωνιστές του παλιού πολιτικού συστήματος δυστυχώς συνέχισαν να πολιτεύονται ακόμα και σε κρίσιμες ώρες με την παλιά λογική του φανατισμού, των απωθημένων και της άγονης αντιπαράθεσης». «Ελπίδα μου είναι η νέα ηγεσία της ΝΔ να ξεπεράσει αυτή τη νοοτροπία του αρνητισμού και να προσχωρήσει στη λογική της θετικής προσέγγισης», προσθέτει.

Υποστηρίζει, επίσης, πως έπρεπε από την αρχή της κρίσης με διακομματική συμφωνία να ανατεθεί σε ειδικούς τεχνοκράτες η εκπόνηση ενός Εθνικού Αναπτυξιακού Σχεδίου, στο οποίο θα καλούνταν να τοποθετηθούν οι πολιτικές δυνάμεις και όπου συμφωνήσουν να συνεργαστούν. Ωστόσο τονίζει ότι «η υλοποίηση της οποίας απόφασης είναι υπόθεση της πολιτική και όχι της τεχνοκρατίας». «Θεωρώ ότι τη λύση μπορεί να τη δώσει μόνο η πολιτική, ώστε να είναι δημοκρατικά νομιμοποιημένη».

Απαντά σε όσους κάνουν λόγο για “αβάντα” των “Καραμανλικών” στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, λέγοντας ότι ο ρόλος του Κώστα Καραμανλή «έχει πάψει να είναι κομματικός, είναι εθνικός και ενοποιητικός» και «η παρέμβαση του προς τον Αλέξη Τσίπρα, παρά το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, για να κρατήσει τη χώρα στις ευρωπαϊκές ράγες υπήρξε καταλυτική». «Κάποιοι αυτήν την εθνική ενέργεια επιχείρησαν να την χρησιμοποιήσουν μικροκομματικά. Ο λαός τους έκρινε και τους αποδοκίμασε», προσθέτει.

Ο πρώην υπουργός δηλώνει αντίθετος με την αντικατάσταση του μαθήματος των Θρησκευτικών με τη θρησκειολογία, λέγοντας ότι «αποτελεί σοβαρό νομικό, πολιτικό και εθνικό ατόπημα, που δεν συμπληρώνει, αλλά στρεβλώνει τη γνώση των νέων μας για τις θρησκείες και κυρίως για την ταυτότητα τους».

Τέλος, σχετικά με τις δηλώσεις Ερντογάν για τη Συνθήκη της Λωζάνης, κάνει λόγο για άκρως επικίνδυνο παιχνίδι «που ξεκινά από τη γείτονα για να εκτονώσει τις πιέσεις που δέχεται από τα ανατολικά της και για να αποπροσανατολίσει την εσωτερική της κοινή γνώμη», και τονίζει την ανάγκη για σύσταση Διακομματικής Επιτροπής για να υπάρξει Εθνική Συνεννόηση επί συγκεκριμένου Αναπτυξιακού Σχεδίου. «Έχουμε όλοι χρέος και ευθύνη να δράσουμε γρήγορα. Το νέο διεθνές περιβάλλον πρέπει να μας βρει προετοιμασμένους και ενωμένους. Μια φορά επιτέλους ας διδαχθούμε από την ιστορία», υπογραμμίζει.

Η πλήρης συνέντευξη του Ευριπίδη Στυλιανίδη στο Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο έχει ως εξής:

Κύριε Στυλιανίδη, σας βρίσκουμε στην Κύπρο όπου ανοίγετε ένα νέο σημαντικό κεφάλαιο στη ζωή σας, αυτό του πανεπιστημιακού δασκάλου. Η Κύπρος βγήκε από τα μνημόνια πολύ γρήγορα και πολλοί υποστηρίζουν ότι έπαιξε σημαντικό ρόλο και η ενιαία στάση των κυπριακών κομμάτων στο θέμα αυτό. Ποι είναι η δική σας γνώμη;

Η ακριβής έννοια δεν είναι “ανοίγω”, αλλά “επιστρέφω”. Επιστρέφω στην επιστήμη από την οποία ξεκίνησα κάποτε στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης και στη Νομική του Αμβούργου, όπου έκανα το διδακτορικό μου στο Συνταγματικό Δίκαιο, για να την υπηρετήσω αυτή τη φορά ως δάσκαλος και όχι απλά ως ερευνητής. Και σας το λέω αυτό διότι ειλικρινά πιστεύω ότι το Συνταγματικό Δίκαιο δεν είναι μόνο η κορωνίδα του Δικαίου, αλλά και η βάση της υγιούς πολιτικής. Δεν είναι λοιπόν καθόλου τυχαίο ότι το ίδιο το ελληνικό Σύνταγμα σε πολλά του σημεία ενθαρρύνει τη λογική των συναινέσεων μεταξύ των κομμάτων και της εθνικής συνεννόησης σε κρίσιμα θέματα.

Οι αδελφοί μας στην Κύπρο αξιοποίησαν αυτή τη δυνατότητα και βγήκαν γρήγορα από την επιτήρηση. Εδώ στην Ελλάδα οι πρωταγωνιστές του παλιού πολιτικού συστήματος δυστυχώς συνέχισαν να πολιτεύονται ακόμα και σε κρίσιμες ώρες με την παλιά λογική του φανατισμού, των απωθημένων και της άγονης αντιπαράθεσης. Βλέπετε γνωρίζουν όλοι καλά, ότι όταν φανατίζεις τους οπαδούς σου έναντι του αντιπάλου, δεν συσπειρώνεις μόνο τους δικούς σου, αλλά τους θολώνεις το μυαλό, δηλαδή τους δυσκολεύεις να δουν τις δικές σου αδυναμίες και ελλείψεις.

Ελπίδα μου είναι η νέα ηγεσία της ΝΔ να ξεπεράσει αυτή τη νοοτροπία του αρνητισμού και να προσχωρήσει στη λογική της θετικής προσέγγισης. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης έδειξε να το επιχειρεί αυτό στην πρόσφατη κοινοβουλευτική συζήτηση για την Παιδεία. Βέβαια όπως ξέρετε το ταγκό θέλει πάντα δύο…

Κύριε υπουργέ, εκτός από το θέμα της οικονομίας, έχουμε το προσφυγικό, τις προκλήσεις Ερντογάν, την Παιδεία, την Εκκλησία και άλλα πολύ σημαντικά ζητήματα, και βλέπουμε την κυβέρνηση αλλά και την αντιπολίτευση να μην ρίχνουν καμιά γέφυρα συνεννόησης.

Προσωπικά πιστεύω στην πολιτική της εθνικής συνεννόησης και στη θετική ψήφο. Όταν οι πολίτες σε ψηφίζουν όχι γιατί απορρίπτουν τον αντίπαλο, αλλά γιατί σε πιστεύουν, σε οπλίζουν με μεγάλη αντοχή και δύναμη για να αντέξεις τις δυσκολίες της επόμενης μέρας. Είναι κατανοητό ότι δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε σε πολλά με τον ΣΥΡΙΖΑ διότι έχουμε άλλη αντίληψη, άλλη νοοτροπία, άλλη ιδεολογία. Ωστόσο εκτιμώ ότι μεγάλα θέματα μπορούν να αποτελέσουν σημείο συνάντησης, με στόχο πάντα το εθνικό και κοινωνικό συμφέρον. Για παράδειγμα τα εθνικά θέματα. Δεν είναι δυνατόν να αμφισβητεί ο Τ. Ερντογάν τη Συνθήκη της Λωζάνης, να γεμίζει η χώρα πρόσφυγες και μετανάστες και εμείς να μαλώνουμε μεταξύ μας. Επίσης, ανεξάρτητα αν η κυβέρνηση “κλαίει ή όχι” όταν ψηφίζει τα προαπαιτούμενα του μνημονίου, διερωτώμαι αν έχει να προτείνει άλλο δρόμο; Μήπως αν συνεννοούμασταν όλα τα προηγούμενα χρόνια, προχωρούσαμε γρηγορότερα και πιο ανώδυνα προς την έξοδο από το τέλμα;

Θυμίζω και κάτι ακόμα, ο πρόεδρος την ΝΔ είχε προτείνει συνεννόηση για την αναθεώρηση του Συντάγματος για να μη χάνουμε άλλο χρόνο, αλλά δεν βρήκε ανταπόκριση. Γιατί;

Θα σας πω όμως και κάτι άλλο. Για να υπάρξει συνεννόηση πρέπει να εδράζεται σε ένα σαφές και πρακτικό “διά ταύτα” για όλα τα θέματα. Τόσα χρόνια ακούμε από όλους για “αλλαγές και μεταρρυθμίσεις”, κανείς όμως δεν προσδιορίζει το περιεχόμενο τους. Για μένα, έπρεπε από την αρχή της κρίσης με διακομματική συμφωνία να ανατεθεί σε ειδικούς τεχνοκράτες η εκπόνηση ενός Εθνικού Αναπτυξιακού Σχεδίου, που θα απαντά με έξυπνες λύσεις για τη δημιουργία νέου πλούτου και θα προσδιορίζει με σαφήνεια τον προσανατολισμό της χώρας, το νέο παραγωγικό της μοντέλο στη μετά Μνημόνιο εποχή. Επ΄ αυτού θα καλούνταν να τοποθετηθούν οι πολιτικές δυνάμεις. Όπου συμφωνήσουν να συνεργαστούν. Όπου διαφωνήσουν να προτείνουν την εναλλακτική τους κι ας αποφασίσει ο λαός, αλλά επί του συγκεκριμένου. Η υλοποίηση όμως της οποίας απόφασης είναι υπόθεση της πολιτική και όχι της τεχνοκρατίας, που ενώ αποκηρύττει την πολιτική δημοσίως, συχνά καίγεται να την υποκαταστήσει.

Θεωρώ ότι τη λύση μπορεί να τη δώσει μόνο η πολιτική, ώστε να είναι δημοκρατικά νομιμοποιημένη. Φυσικά μια νέα πολιτική που θα μιλά ειλικρινά, με ρεαλισμό και σαφήνεια και θα έχει σημείο αναφοράς το εθνικό και λαϊκό συμφέρον, δηλαδή την πατρίδα και όχι κάποιο κόμμα, όλους τους Έλληνες και όχι μια κλειστή ελίτ, όπως σε παλιότερες εποχές.

Κύριε Στυλιανίδη υπήρξατε για πολλά χρόνια υπουργός Παιδείας. Πώς σχολιάζετε την αντιπαράθεση που υπήρξε τις προηγούμενες ημέρες ανάμεσα στον κ. Φίλη και την Εκκλησία και τον ίδιο τον αρχιεπίσκοπο;

Είναι επιεικώς απαράδεκτη η στάση του υπουργού, τόσο ως προς τη διαδικασία τού ουσιαστικού δημοκρατικού διαλόγου με την Εκκλησία, που δεν έγινε ποτέ, όσο και επί της ουσίας.

Θέλουν να καταργήσουν τη διδασκαλία της δικής μας Ορθόδοξης πίστης (Θρησκευτικά) και να την αντικαταστήσουν με την ενημέρωση για τη θρησκεία των άλλων (θρησκειολογία). Αυτό αποτελεί σοβαρό νομικό, πολιτικό και εθνικό ατόπημα, που δεν συμπληρώνει, αλλά στρεβλώνει τη γνώση των νέων μας για τις θρησκείες και κυρίως για την ταυτότητα τους. Και εξηγούμαι:

Νομικά, αποτελεί ευθεία παραβίαση του Συντάγματος μας, που στο άρθρο 3 παρ.1 αναγνωρίζει την θρησκεία της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ελλάδας ως επικρατούσα θρησκεία. Αποτελεί όμως προσβολή και του άρθρου 13 περί θρησκευτικής ελευθερίας και του άρθρου 4 παρ.2 περί ισότητας των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων όλων των Ελλήνων πολιτών, διότι ενώ η ελληνική Πολιτεία διασφαλίζει και διευκολύνει τη δογματική διδασκαλία άλλων δογμάτων (Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, Ιουδαϊσμού, Μουσουλμανισμού στη Θράκη), και ορθώς, ωστόσο επιχειρεί να απαγορεύσει τη διδασκαλία της Ορθόδοξης πίστης, που αφορά σχεδόν στο σύνολο του ελληνικού λαού.

Πολιτικά, αποχρωματίζει την πολιτιστική ταυτότητα των νέων Ελλήνων, καθιστώντας τους ευάλωτους. Υπονομεύει για λόγους μιας αριστερής ιδεοληψίας τον αξιακό κώδικα που κράτησε τον λαό μας όρθιο στους αιώνες και κλονίζει το ισχυρότερο ηθικό στήριγμα του, την Ορθόδοξη Εκκλησία, στη στιγμή μάλιστα της σκληρότερης δοκιμασίας των Ελλήνων μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο.

Εθνικά, υπονομεύει τη δύναμη της Ελλάδας ως χώρας που πρωταγωνιστεί στον χώρο της παγκόσμιας Ορθοδοξίας (Οικουμενικό και άλλα Ορθόδοξα Πατριαρχεία) και προσπαθεί να κόψει τη ρίζα ενός λαού που άντεξε στους αιώνες, διότι είχε πίστη σε αξίες που έμειναν όρθιες όταν όλα γύρω γκρεμιζόντουσαν. Αποτελεί δε προσβολή στην ιστορία να συκοφαντείται ισοπεδωτικά η συμβολή της Εκκλησίας μας στους αγώνες του Έθνους αλλά και της κοινωνίας. Ας έλθει στη Θράκη ο υπουργός να του θυμίσουμε τη στάση του συμπατριώτη μου αχιεπισκόπου Χρύσανθου, του ιεράρχη των Ποντίων που περήφανα αρνήθηκε να ορκίσει την κατοχική κυβέρνηση.

Είναι αδιανόητο η υγιής και πηγαία πίστη του λαού μας να ταυτίζεται από τον υπουργό Θρησκευμάτων με το τυφλό φανατισμό ή τη θρησκοληψία των φονταμενταλιστών. Αλληλοσεβασμός, ανοχή και ανεξιθρησκία δεν σημαίνει δημιουργία ενός θρησκευτικά ουδετεροποιημένου έθνους, και σας το λέω ως Θρακιώτης, που γεννήθηκα, μεγάλωσα και συμβιώνω δημιουργικά σε μια ανοιχτή διαπολιτισμική κοινωνία για την οποία είμαι περήφανος ως Έλληνας δημοκράτης.

Το δεύτερο μεγάλο θέμα των ημερών είναι των τηλεοπτικών αδειών. Ποια είναι δική σας γνώμη; Έβαλε η κυβέρνηση τάξη στα κανάλια, “χτύπησε” τη διαπλοκή, όπως ισχυρίζεται, κάτι που εσείς στην κυβέρνηση Καραμαλή δεν μπορέσατε να κάνετε με τον νόμο για τον βασικό μέτοχο;

Η διαφορά της κυβέρνησης Καραμανλή ήταν ότι στη σύγκρουση της με τη διαπλοκή δεν μπήκε στον πειρασμό να την αντικαταστήσει με ένα δικό της κατεστημένο, αλλά να επιβάλει κανόνες.

Ένα χρόνο μετά τις περυσινές, δεύτερες εκλογές, ο κ Μητσοτάκης ζητά εκλογές και παραίτηση του πρωθυπουργού. Είναι λύση οι εκλογές; Δικαιώνεται η σημερινή στρατηγική της ΝΔ;

Το αίτημα των εκλογών έχει στόχο να αναδείξει την έντονη διαφωνία της Νέας Δημοκρατίας με σειρά κυβερνητικών επιλογών που αποδεικνύονται καταστροφικές για την οικονομία, την κοινωνία και εντέλει τη χώρα. Για μένα το αίτημα αυτό θα νιώσω ότι δικαιώνεται, όχι όταν κερδίσουμε την επόμενη εκλογική αναμέτρηση -κάτι που το θεωρώ αυτονόητο-, αλλά όταν φανεί ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη είναι καλύτερη, αποτελεσματικότερη και βγάζει τη χώρα και τον λαό από αυτή τη μεγάλη περιπέτεια.

Πώς σχολιάζετε τις πρόσφατες εξαγγελίες του κ. Μητσοτάκη στη ΔΕΘ για τη μείωση του ΕΝΦΙΑ και τη μείωση της φορολογίας;

Ήταν από τις πιο ολοκληρωμένες ομιλίες του προέδρου της ΝΔ. Πιστεύω ότι κέρδισε σημαντικό έδαφος, κυρίως στον κόσμο της πραγματική οικονομίας. Αυτό που θεωρώ, όμως, ότι τώρα χρειάζεται είναι να συμπληρώσουμε την ατζέντα μας με ένα γνήσια πατριωτικό λόγο, που θα μας διαφοροποιεί από τους εθνικιστές και τους διεθνιστές, και να ενισχύσουμε το κοινωνικό και φιλολαϊκό μας προφίλ προσδιορίζοντας με σαφήνεια την κόκκινη γραμμή, που μας χωρίζει από τον λαϊκισμό.

Για να κερδίσουμε την εκλογική και την ιδεολογική μάχη πρέπει να επικοινωνήσουμε πειστικά με την πλειοψηφία της δοκιμαζόμενης κοινωνίας. Έχουμε χρέος να ξανακερδίσουμε την εμπιστοσύνη των Ελλήνων και να μην αρκεστούμε στην απόρριψη του ΣΥΡΙΖΑ.

Επισημαίνουν πολλοί στην κυβέρνηση ότι το τρίτο Μνημόνιο το ψήφισε και η αντιπολίτευση, το καλοκαίρι του 2015, όταν επικεφαλής ήταν ο κ. Μεϊμαράκης…

Εμείς έχουμε διαχρονικά αποδείξει ότι την πατρίδα την βάζουμε πάνω από το κομματικό συμφέρον. Εναλλακτική επιλογή σωτηρίας είχαμε μόνο το 2010, όταν ακόμα το 54% του ελληνικού χρέους ήταν στα χέρια των ξένων τραπεζών με τη μορφή ομολόγων του δημοσίου, το ΑΕΠ μας ήταν πολλαπλάσιο και η ρευστότητα των τραπεζών τεράστια σε σχέση με σήμερα. Τότε η κυβέρνηση Παπανδρέου έχασε την ευκαιρία να αποφύγει Μνημόνια ή να διαπραγματευτεί ένα γενναίο κούρεμα του χρέους, όπως συμβούλευαν οι Αμερικανοί, που θα επέσπευδε τη λύση καθιστώντας την λιγότερο επώδυνη. Δυστυχώς, μετά την υπογραφή των Μνημονίων η πιο γρήγορη έξοδος είναι η έξυπνη εφαρμογή τους. Στα θέματα αυτά οφείλουμε επιτέλους να είμαστε ειλικρινείς και υπεύθυνοι. Η αλήθεια και η συνέπεια στα συμφωνηθέντα μπορούν μόνο να δημιουργήσουν νέα περιθώρια επαναδιαπραγμάτευσης.

Κύριε υπουργέ άκουσα τον κ. Βενιζέλο να παρομοιάζει τη σημερινή κατάσταση στη χώρα και τα όσα ακολούθησαν μετά την πτώση της κυβέρνησης Σαμαρά- Βενιζέλου περίπου με τη Μικρασιατική Καταστροφή. Τι λέτε:

Η κατάσταση είναι τραγική. Οι υπερβολές όμως δεν νομίζω πλέον ότι πείθουν κανένα. Στη Μικρασιατική Καταστροφή χύθηκε αίμα, χάθηκε ελληνική γη, ξεριζώθηκε ελληνισμός. Δεν είναι το ίδιο. Την οικονομία, αν ανασκουμπωθούμε, σοβαρευτούμε και δουλέψουμε όλοι μαζί, μπορούμε να τη “γυρίσουμε”. Ο λαός ψάχνει ηγεσία για να εμπιστευτεί. Αυτό για μένα είναι το ζητούμενο…

Κύριε Στυλιανίδη, ως προσωπικός, πολιτικός φίλος του πρώην πρωθυπουργού Κώστα Καραμανλή τι απαντάτε στον Γιώργο Παπανδρέου και κάποιους άλλους από τον χώρο του ΠΑΣΟΚ, που κάνουν λόγο για “αβάντα” των «Καραμανλικών» στους κκ Τσίπρα και Καμμένο ή ακόμη και για υπόγεια συνεργασία;

Αυτή είναι μια μικρονοητική και άθλια προπαγάνδα της ανεπάρκειας των ενόχων, που έμαθαν να κρύβονται πίσω από τον φανατισμό. Έχω ξαναπεί ότι ο Κώστας Καραμανλής απολαμβάνει ακόμα και σήμερα, παρά τα όσα έχει περάσει, την αγάπη και την πίστη της Κεντροδεξιάς και την εκτίμηση της Αριστεράς. Άρα ο ρόλος του έχει πάψει να είναι κομματικός, είναι εθνικός και ενοποιητικός. Η παρέμβαση του, λοιπόν, προς τον Αλέξη Τσίπρα, παρά το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, για να κρατήσει τη χώρα στις ευρωπαϊκές ράγες υπήρξε καταλυτική. Κάποιοι αυτήν την εθνική ενέργεια επιχείρησαν να την χρησιμοποιήσουν μικροκομματικά. Ο λαός τους έκρινε και τους αποδοκίμασε. Ας τους κρίνει και η ιστορία.

Και μια και είσαστε στην Λευκωσία και αισθάνεστε τον “αχό” της Τουρκίας , πώς είδατε την αμφισβήτηση της Συνθήκης της Λωζάνης από τον κ Ερντογάν; Πιστεύετε ότι αυτή η ιστορία θα έχει και συνέχεια;

Θέλω να σας θυμίσω, ότι τόσο αυτό, όσο και άλλα δυσάρεστα, τα προέβλεψα από το 2014, όταν ολοκλήρωσα τη συγγραφή του νέου μου βιβλίου, των εκδόσεων ΜΙΝΩΑΣ, που τώρα κυκλοφορεί, “ΘΡΑΚΗ: το Επόμενο Βήμα…”. Δυστυχώς επαληθεύομαι πριν καν στεγνώσει το μελάνι του τυπογραφείου. Το παιχνίδι που ξεκινά από τη γείτονα για να εκτονώσει τις πιέσεις που δέχεται από τα ανατολικά της και για να αποπροσανατολίσει την εσωτερική της κοινή γνώμη, είναι άκρως επικίνδυνο για όλους. Έχω διατυπώσει, με αφορμή την κατάσταση στη Θράκη, εγκαίρως τη αγωνία μου και ζήτησα μάλιστα τη σύσταση Διακομματικής Επιτροπής για να υπάρξει Εθνική Συνεννόηση επί συγκεκριμένου Αναπτυξιακού Σχεδίου. Έχουμε όλοι χρέος και ευθύνη να δράσουμε γρήγορα. Το νέο διεθνές περιβάλλον πρέπει να μας βρει προετοιμασμένους και ενωμένους. Μια φορά επιτέλους ας διδαχθούμε από την ιστορία.


Exit mobile version