Εκτός συνόρων αναζητούν την τύχη τους οι ελληνικές μεταποιητικές επιχειρήσεις, επιβεβαιώνοντας το κλίμα αποεπένδυσης που επικρατεί στην αγορά.
Σύμφωνα με την τελευταία μελέτη του ΚΕΠΕ (Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών), τα χρόνια που η χώρα μας μαστίζεται από την οικονομική κρίση και η εσωτερική κατανάλωση συνεχώς συρρικνώνεται, οι εξαγωγές έγιναν η μόνη λύση για την επιβίωση των μεταποιητικών επιχειρήσεων. Κατά την προ κρίσης περίοδο οι εξαγωγές αποτελούσαν περίπου το 40% – 43% της ακαθάριστης αξίας παραγωγής, ενώ την ίδια στιγμή η βιομηχανική παραγωγή ήταν σταθερή ή αυξανόταν.
Ομως, όπως αναφέρει το ΚΕΠΕ, η υποχώρηση του δείκτη βιομηχανικής παραγωγής με μέσο ετήσιο ρυθμό 6,3% την περίοδο της κρίσης έχει αναγκάσει τις ελληνικές μεταποιητικές εταιρείες να αυξήσουν τις εξαγωγές τους. Ετσι, ο δείκτης εξωστρέφειας (εξαγωγές/παραγωγή) αυξήθηκε από 43,6% το 2007 σε 62,6% το 2013. Παράλληλα, η ελληνική μεταποίηση, στην προσπάθειά της να αυξήσει τις εξαγωγικές της επιδόσεις, περιόρισε την παρουσία της στην εγχώρια αγορά. Αλλωστε, σύμφωνα με το ΚΕΠΕ, οι επιχειρήσεις πέτυχαν στο εξωτερικό υψηλότερες τιμές κατά 28,2% σε σχέση με τις τιμές που θα εισέπρατταν στο εσωτερικό (κυρίως στον κλάδο τροφίμων και ποτών).
Οι χαμηλές τιμές που επικράτησαν στην ελληνική αγορά λόγω κρίσης και η μειωμένη ζήτηση, όπως είναι φυσικό, οδήγησαν στην αύξηση των εισαγωγών. Εάν από την παραγωγή αφαιρέσουμε τις εξαγωγές, η εγχώρια παραγωγή καλύπτει ποσοστό μόλις 26% της εγχώριας κατανάλωσης, ενώ το υπόλοιπο 74% ικανοποιείται από τις εισαγωγές, όταν έως και το 2008 οι εισαγωγές αντιστοιχούσαν στο 70% ή και λιγότερο της εγχώριας κατανάλωσης.
Κύρια αιτία της συρρίκνωσης του μεταποιητικού τομέα στην εγχώρια αγορά είναι η διάβρωση της ανταγωνιστικότητας με βάση τον δείκτη του μοναδιαίου κόστους εργασίας. Ο δείκτης μοναδιαίου κόστους εργασίας αυξήθηκε σωρευτικά, στην περίοδο 1995-2011, κατά 86% σημειώνοντας μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης +3,9%, όταν ο αντίστοιχος δείκτης στις χώρες της ΕΕ βελτιωνόταν με μέσο ετήσιο ρυθμό +1,9%. Αποτέλεσμα ήταν τα ελληνικά προϊόντα να γίνουν κατά 43% πιο ακριβά από τα προϊόντα των ανταγωνιστών μας.
Σε επίπεδο βιομηχανικής παραγωγής, σωρευτικά κατά την περίοδο 2008-2013 συρρικνώθηκε κατά 30,3%, και μόνο κατά τα έτη 2014 και 2015 αυξήθηκε κατά 1,8% και 1,9%, αντίστοιχα. Πτωτική πορεία πάντως παρουσιάζει και η ακαθάριστη αξία παραγωγής της μεταποίησης. Μετά από συνεχή άνοδο κατά την περίοδο 1995-2008 με μέσο ετήσιο ρυθμό μεταβολής 6,9% και αξία παραγωγής ύψους 46 δισ. ευρώ το 2008 περιορίστηκε σε 42,3 δισ. ευρώ το 2013, δηλαδή σωρευτική μείωση κατά 8,1%.
Σημαντική μείωση σημείωσε και η προστιθέμενη αξία παραγωγής της μεταποίησης. Κατά την περίοδο 1995-2004, η προστιθέμενη αξία αποτελούσε περίπου το 36%-40% της ακαθάριστης αξίας παραγωγής. Από το 2005 το ποσοστό αυτό μειώνεται συνεχώς και περιορίστηκε σε 22% και 23% κατά τα έτη 2012 και 2013, αντίστοιχα, με συνέπεια τη μείωση της συμμετοχής της μεταποίησης στο ΑΕΠ. Κατά την περίοδο 1995-2001, το ποσοστό του ΑΕΠ που προερχόταν από τον μεταποιητικό τομέα ήταν πάνω από 7% και το 2013 έπεσε στο 5,4%.
Τέλος, σε ό,τι αφορά στις επενδύσεις, την περίοδο 1998-2013 οι επενδύσεις στη μεταποίηση έκαναν βουτιά της τάξεως του 60%.
Πηγή: Ελεύθερος Τύπος