Ακόμη ένας σπάνιος και ιδιαίτερος θησαυρός αποκαλύπτεται καθώς προχωρά το έργο της ανάδειξης του πρώην βασιλικού κτήματος Τατοΐου. Ανάμεσα στα χιλιάδες αντικείμενα, που συντηρούνται από τη Διεύθυνση Συντήρησης Αρχαίων και Νεωτέρων Μνημείων του ΥΠΠΟΑ, συγκαταλέγεται ένας μεγάλος αριθμός σπάνιων κρασιών και αλκοολούχων ποτών, σε φιάλες που θεωρούνται σήμερα ιστορικά τεκμήρια και με συλλεκτικές ετικέτες.
Όπως δήλωσε η Υπουργός Πολιτισμού και Αθλητισμού Λίνα Μενδώνη, «η κάβα του Τατοΐου, εκτός της σημαντικής συλλεκτικής της αξίας, έχει εξαιρετικά μεγάλο επιστημονικό και ερευνητικό ενδιαφέρον. Το έργο της ανάδειξης του π. βασιλικού κτήματος είναι πολυσύνθετο και απαιτεί εξειδικευμένες γνώσεις, σε πολλούς και διαφορετικούς τομείς. Για την αξιολόγηση της κάβας, συνεργαζόμαστε με ειδικούς επιστήμονες, οι οποίοι κατέχουν την τεχνογνωσία, τόσο σε οινολογικό επίπεδο, όσο και σε ό,τι αφορά στην ιστορική τεκμηρίωσή της. Στόχος μας είναι, με την ολοκλήρωση του έργου της αποκατάστασης και της επανάχρησης ως μουσείου του κτηρίου του Ανακτόρου, το τμήμα της συλλογής, που κατά την κρίση των ειδικών θα μπορεί να εκτεθεί, να βρει τη θέση του στον υπάρχοντα χώρο της κάβας του Ανακτόρου. Η κάβα του Τατοΐου, μια ιστορική συλλογή, άνω των πενήντα ετών, ιδιαίτερης πολιτισμικής και οινικής αξίας, θα είναι επισκέψιμη».
Καθήκοντα ειδικού συμβούλου για την εκτίμηση της κάβας του Τατοΐου, έχει αναλάβει -pro bono- η οινοποιία ΑΧΑΪΑ ΚΛΑΟΥΣ, με την υπογραφή Μνημονίου Συνεργασίας μεταξύ του ΥΠΠΟΑ και της εταιρείας. Υπεύθυνος από την πλευρά της εταιρείας είναι ο Περικλής Μπαλτάς, επικεφαλής του Ιστορικού της Αρχείου. Η ΑΧΑΪΑ ΚΛΑΟΥΣ είναι η πρώτη ελληνική Οινοποιία, η οποία ιδρύθηκε το 1861 και δραστηριοποιείται, αδιάκοπα, μέχρι σήμερα. Αποτελεί μία σύγχρονη επιχείρηση οινοποιίας, η οποία λειτουργεί παράλληλα ένα πολυσύνθετο Μουσείο Οινικής Τέχνης. Τα εξειδικευμένα στελέχη της εταιρείας, παρέχουν την τεχνογνωσία και εμπειρία τους σχετικά με την αξιολόγηση και ανάδειξη της κάβας. Συγκεκριμένα, έχουν αναλάβει να αξιολογήσουν τις φιάλες του κτήματος και να τις διαχωρίσουν, ανάλογα με τη σπανιότητα και την κατάστασή τους, σε προϊόντα υψηλής αξίας, λόγω σπανιότητας και οινολογικού ενδιαφέροντος ή κατάλληλα για έκθεση.