Την αναπροσαρμογή των μισθών και την επαναφορά των επιδομάτων στην προ Μνημονίου εποχή για τους καθηγητές πανεπιστημίων και τα μέλη του Διδακτικού Ερευνητικού Προσωπικού (ΔΕΠ) των ΑΕΙ αποφάσισε η Ολομέλεια του ΣτΕ.
Το ανώτατο δικαστήριο έκρινε αντισυνταγματικές τις περικοπές αποδοχών και επιδομάτων και αποφάσισε ότι οι απολαβές των πανεπιστημιακών θα πρέπει να επανέλθουν στην προ Μνημονίου εποχή. Ωστόσο η απόφαση δεν έχει αναδρομική ισχύ και τίθεται σε εφαρμογή από σήμερα.
Αναδρομική εφαρμογή από 1.8.2012 έχει η επίμαχη απόφαση μόνο για τους τρεις καθηγητές του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών που είχαν προσφύγει στο ΣτΕ.
Ειδικότερα, τα τρία μέλη του ΔΕΠ ζητούσαν με την προσφυγή τους στο ΣτΕ να κηρυχθούν αντισυνταγματικές οι μειώσεις που επέφερε στις αποδοχές τους αναδρομικά ο νόμος 4093/2012 και η από 14.11.2012 απόφαση του αναπληρωτή υπουργού Οικονομικών.
Οι καθηγητές υποστήριζαν ότι οι αποδοχές τους μετά και τις προηγούμενες αλλεπάλληλες μειώσεις (βάση προγενέστερων νόμων) δεν επαρκούν για την άσκηση των ακαδημαϊκών τους καθηκόντων ούτε όμως και για να καλύπτουν τα έξοδα διαβίωσης τους.
Το ΣΤ’ Τμήμα του ΣτΕ τον περασμένο Αύγουστο απέρριψε όλους τους ισχυρισμούς των μελών ΔΕΠ και παρέπεμψε για οριστική κρίση την υπόθεση στην Ολομέλεια του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου, λόγω της σπουδαιότητας νομικών ζητημάτων που ανέκυψαν.
Η Ολομέλεια του ΣτΕ στη σημερινή απόφασή της αναφέρει ότι το νομοθετικό πλαίσιο για τις αναδρομικές μειώσεις των αποδοχών των πανεπιστημιακών, «αντίκεινται στο άρθρο 16 του Συντάγματος και την απορρέουσα από αυτό αρχή της «ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχείρισής» τους, καθώς και προς τις αρχές της αναλογικότητας και της ισότητας στα δημόσια βάρη».
Επίσης, αναφέρεται στην δικαστική απόφαση:
«Εν όψει της καθιερωμένης στο άρθρο 25 παράγραφος 4 του Συντάγματος, αξιώσεως του Κράτους να εκπληρώνουν όλοι οι πολίτες το χρέος της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης, δεν είναι επιτρεπτό η επιβάρυνση, από τα μέτρα που λαμβάνονται προς αντιμετώπιση δυσμενούς και παρατεταμένης οικονομικής συγκυρίας, να επιβαρύνει πάντοτε συγκεκριμένες κατηγορίες πολιτών. Και ναι μεν ο νομοθέτης δύναται να λαμβάνει μέτρα περιστολής των δημοσίων δαπανών εις βάρος όσων λαμβάνουν μισθό ή σύνταξη από το δημόσιο ταμείο, λόγω της άμεσης εφαρμογής και αποτελεσματικότητας των επιβαλλομένων μέτρων για τον περιορισμό του δημοσίου ελλείμματος, η εξουσία του, όμως, αυτή δεν είναι απεριόριστη, αλλά έχει ως όριο τις συνταγματικές αρχές της αναλογικότητας, της ισότητας στην κατανομή των δημοσίων βαρών και του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, οι οποίες επιτάσσουν το βάρος της δημοσιονομικής προσαρμογής να κατανέμεται μεταξύ όλων των κατηγοριών απασχολουμένων στο δημόσιο, όσο και στον ιδιωτικό τομέα, όπως, επίσης, και των ασκούντων ελευθέριο επάγγελμα, δεδομένου, μάλιστα, ότι η βιωσιμότητα των δημοσίων οικονομικών είναι προς όφελος όλων».