Συγκρατημένη και επιφυλακτική είναι η στάση παραγόντων της αγοράς ακινήτων απέναντι στο σχέδιο της κυβέρνησης να προσφέρει σταθερό φορολογικό πλαίσιο σε όσους επενδύσουν πάνω από 20 εκατ. ευρώ στην ελληνική οικονομία, ζήτημα που ασφαλώς θα μπορούσε να βρει ευρύ πεδίο δράσης και στην ανάπτυξη ακινήτων.
Ασφαλώς όλοι αξιολογούν ως θετική τη σχετική πρωτοβουλία, πλην όμως διατυπώνουν και τις σχετικές ανησυχίες τους για το κατά πόσο θα γίνει πράξη το εν λόγω μέτρο, αλλά και το αν θα υπάρξουν ανάλογες κινήσεις και σε άλλα χρονίζοντα προβλήματα του κλάδου, που επί της ουσίας «διώχνουν» τους επενδυτές αντί να τους προσελκύουν στην Ελλάδα.
Οπως αναφέρει ο κ. Γιάννης Παρασκευόπουλος, διευθύνων σύμβουλος της Δανός & Συνεργάτες/BNP Paribas Real Estate, στην Καθημερινή, κάθε μέτρο που βοηθάει τους επενδυτές στο να μπορούν να υπολογίσουν με ακρίβεια τη χρηματοοικονομική απόδοση της επένδυσής τους σε βάθος χρόνου είναι θετικό για την αγορά, ανεξάρτητα μάλιστα από την ίδια τη φορολογική επιβάρυνση.
Θετικό σημάδι
«Είναι ένα θετικό σημάδι για να επιστρέψουν ξανά οι επενδυτές, αν και το όριο των 20 εκατ. ευρώ είναι σχετικά υψηλό για τις επενδύσεις στην αγορά ακινήτων, καθώς είναι λίγα τα έργα που ξεπερνούν το συγκεκριμένο ποσό. Αυτό βέβαια είναι μόνο ένα κομμάτι του παζλ. Για μένα ακόμα πιο σημαντικό είναι το ζήτημα των πολεοδομικών αγκυλώσεων, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τα όσα βλέπουμε να συμβαίνουν εσχάτως στο ακίνητο της Αφάντου». Σύμφωνα με τον ίδιο, είναι απαραίτητο, όταν ολοκληρώνεται ένας διαγωνισμός, να μην αλλάζουν κάθε φορά τα δεδομένα, ανάλογα με τις επιθυμίες του κάθε υπουργού.
«Οι πιθανοί ξένοι επενδυτές στην αγορά ακινήτων διαβάζουν για τα προβλήματα με την αξιοποίηση της Αφάντου, τις καθυστερήσεις στο Ελληνικό, τη νέα προσφυγή εναντίον της ανάπτυξης του τουριστικού σχεδίου “Ιτανός Γαία” της Loyalward στη Σητεία και γνωρίζουν ότι πράττουν σωστά που απέχουν από την ελληνική αγορά ακινήτων», αναφέρει στην Καθημερινή ο κ. Δημήτρης Ανδριόπουλος, διευθύνων σύμβουλος της Dimand Real Estate. Τα τελευταία τέσσερα χρόνια, ο κ. Ανδριόπουλος έχει έρθει σε επαφή με αρκετούς ξένους επενδυτές για την ανάπτυξη νέων ακινήτων στην Ελλάδα. «Σε όλες τις συζητήσεις που είχαμε, αδυνατούσαμε να τους εξηγήσουμε το πώς λειτουργούν τα πράγματα στην Ελλάδα, τους φάνταζε τόσο δύσκολο ως εγχείρημα όσο το να πάνε στη… Σελήνη», αναφέρει χαρακτηριστικά.
Σύμφωνα με τον κ. Ανδριόπουλο, για να προσελκυστούν επενδυτές από το εξωτερικό στην Ελλάδα, θα πρέπει κατ’ αρχάς να διασφαλιστεί η πολιτική και οικονομική σταθερότητα για μεγάλο χρονικό διάστημα, όχι μόνο για μερικούς μήνες. «Πρέπει να ολοκληρωθεί η διαδικασία της λήψης μέτρων, ώστε να αρχίσει να λειτουργεί ξανά η αγορά ακινήτων, που σήμερα είναι παγωμένη, και να επιστρέψει η οικονομία σε αναπτυξιακή τροχιά, όσο ισχνή κι αν είναι αυτή. Ετσι θα δημιουργηθεί η μαγιά για την επιστροφή των επενδυτών στην αγορά ακινήτων, καθώς είναι απαραίτητο για όλους μας να γνωρίζουμε τους όρους του παιχνιδιού προτού αποφασίσουμε να προβούμε σε επενδύσεις για την ανάπτυξη ακινήτων», καταλήγει ο κ. Ανδριόπουλος.
Με τη σειρά του και ο κ. Δημήτρης Μανουσάκης, διευθύνων σύμβουλος της Savills Hellas, εταιρείας παροχής υπηρεσιών ακινήτων, τονίζει ότι η φορολογική σταθερότητα στις νέες επενδύσεις είναι όντως κάτι που οι επενδυτές το ζητούσαν πολλά χρόνια. Ωστόσο, όπως τονίζει, «το ζητούμενο είναι η υλοποίηση των εξαγγελιών, καθώς οι προθέσεις είναι μεν αγαθές, αλλά συχνά αποτυγχάνουν στην εφαρμογή. Για παράδειγμα, το fast track δεν έχει λειτουργήσει όπως θα μπορούσε. Παράλληλα, είναι σύνηθες το φαινόμενο οι ερμηνευτικές εγκύκλιοι και τυχόν βελτιωτικές παρεμβάσεις σε μελλοντικό χρόνο να ακυρώνουν επί της ουσίας κάθε μέτρο που θα μπορούσε να λειτουργήσει θετικά».
Σύμφωνα με τον ίδιο, θα πρέπει να δοθεί μια οριζόντια οδηγία προς τις υπηρεσίες, ώστε να μη λειτουργούν ως ανάχωμα στις νέες επενδύσεις. «Το μεγαλύτερο πρόβλημα για την υλοποίηση των επενδύσεων προέρχεται από τους εγκριτικούς μηχανισμούς, καθώς πολλές φορές η μία υπηρεσία αναιρεί την απόφαση της άλλης», καταλήγει ο κ. Μανουσάκης.