Στην τοποθέτηση του στο ετήσιο Συνέδριο «Ενέργεια και Ανάπτυξη 2015» του Ινστιτούτου Ενέργειας Νοτιανατολικής Ευρώπης (ΙΕΝΕ) ο Πρόεδρος του Συνδέσμου Παραγωγών Ενέργειας με Φωτοβολταϊκά (ΣΠΕΦ) κος Στέλιος Λουμάκης υπογράμμισε πως η επανεκκίνηση και ανάπτυξη της εθνικής οικονομίας αποτελεί σημαντική προϋπόθεση ώστε να προσδοκούν και οι ΑΠΕ περαιτέρω βιώσιμη και μακροπρόθεσμη ανάπτυξη.
Οπως είπε η χειμαζόμενη επί επτά συναπτά έτη οικονομία και αντίστοιχα η συμπαρασυρόμενη προς τα κάτω ζήτηση για ηλεκτρισμό βρίσκονται ήδη πολύ μακριά από τις προβλέψεις της Πολιτείας του 2010, όπου σύμφωνα με τον τότε σχεδιασμό αναμενόταν πως σήμερα το ΑΕΠ θα κινείτο περί τα 215 δισ. ευρώ αντί για τα λιγότερα από 180 δισ. που τώρα βρίσκεται και αντίστοιχα η ζήτηση ηλεκτρισμού Πανελλαδικά θα έφθανε τις 65 TWh αντί για τις 57 TWh που εκτιμάται πως θα κλείσει το 2015.
Σύμφωνα με τον ίδιο, η ανάπτυξη των ΑΠΕ όλα τα προηγούμενα χρόνια ουδείς αμφισβητεί πως συγκράτησε σε σημαντικό βαθμό την γενικότερη ύφεση της οικονομίας και πως λειτούργησε ως πυλώνας στήριξης του τεχνικού κλάδου στην χώρα μας, ο οποίος με την κατάρρευση της οικοδομικής δραστηριότητας αλλά και της στάσης που παρατηρείται στα μεγάλα τεχνικά έργα γνώρισε και γνωρίζει πρωτοφανή κρίση σε όλα τα επίπεδα. Ωστόσο δεν θα πρέπει να ξεχνούμε πως οι ΑΠΕ αναπτύσσονται όχι ως αυτοσκοπός αλλά για να παράξουν «πράσινο» ηλεκτρισμό, ο οποίος θα πρέπει με την σειρά του να μπορεί μέσω της ζήτησης να απορροφηθεί σε πραγματικό χρόνο στο σύνολο του (δηλαδή όταν παράγεται), αφού δυνατότητες αποθήκευσης στο σύστημα δεν υπάρχουν και ούτε φαίνεται πως είναι προς το παρόν οικονομικά εφικτό να αναπτυχθούν στην Ελλάδα.
Επίσης η χώρα μας δεν απολαμβάνει τις ηλεκτρικές διασυνδέσεις των χωρών της κεντρικής Ευρώπης ώστε να αμβλυνθούν οι διακυμάνσεις και οι ασυμφωνίες παραγωγής – ζήτησης και τούτο όχι από αποκλειστική της ευθύνη αλλά επειδή και τα συστήματα των βορείων γειτόνων μας δεν μπορούν να διαμετακομίσουν από το εσωτερικό τους σοβαρές ποσότητες ισχύος προς την Ευρώπη. Συνεπώς η φιλόδοξη ανάπτυξη των ΑΠΕ περνάει οπωσδήποτε και μέσα από την προϋπόθεση της ανάπτυξης ευρύτερα της οικονομίας και της εγχώριας ζήτησης για ηλεκτρισμό και δεν πρέπει να υπεραπλουστεύεται, με δεδομένο μάλιστα πως οι ανανεώσιμες επενδύσεις είναι χαρακτηριστικά εντάσεως κεφαλαίου και ως εκ τούτου επιφέρουν και σημαντικό δανεισμό που υπό συνθήκες ύφεσης είναι επαχθής και υψηλού ρίσκου για τους παραγωγούς.
Μοναδικό εργαλείο της Πολιτείας για την αποτελεσματική ρύθμιση της αγοράς δεν είναι άλλο από το σύστημα οικονομικής στήριξης που θα επιλεγεί για τα νέα εφεξής έργα ΑΠΕ εντός και των πλαισίων των κατευθυντήριων γραμμών της ΕΕ από 1/1/2016. Γραμμές οι οποίες δεν πρέπει να ερμηνεύονται τυφλά αλλά να χρησιμοποιούνται ως διαθέσιμη εργαλειοθήκη στοχευμένων επιλογών με γνώμονα πάντα την πραγματική αύξηση της επενδυτικής ασφάλειας και όχι την κατ’ επίφαση ονομαστική.
Πιο συγκεκριμένα, υπό συνθήκες ηλεκτροπαραγωγικής υπερδυναμικότητας που ήδη διανύουμε, η «τυφλή» και συνθηματική επέκταση της εγκατεστημένης ισχύος και των ΑΠΕ προς κάθε κατεύθυνση και χωρίς μηχανισμούς ελαστικότητας της ελκυστικότητας τους (π.χ. τιμή και ποσότητα απορρόφησης της παραγωγής) που θα εμπλέκουν ήδη πριν την επένδυση τους νέους επενδυτές στην διαδικασία κατανόησης και αντιστάθμισης των ρυθμιστικών κινδύνων που πλέον φαίνονται στον ορίζοντα και θα επιταθούν με την είσοδο τους, μόνο αναδρομικές δυσάρεστες εκπλήξεις μπορεί να τους επιφυλάξει στο κοντινό μάλιστα μέλλον.
Στο τοπίο αυτό θα πρέπει επίσης να προστεθεί πως η εξοικονόμηση ενέργειας που πλέον συμπεριλαμβάνεται στους ενεργειακούς στόχους της ΕΕ (αύξηση της ενεργειακής απόδοσης κατά 30% ως το 2030) και που ουδείς μπορεί να διαφωνήσει για την χρησιμότητα της, αναμένεται να μειώσει έτι περαιτέρω την ενεργό ζήτηση ενέργειας ανά μονάδα ΑΕΠ, οπότε υπό συνθήκες στασιμότητας του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος το πρόβλημα της υπερδυναμικότητας θα επιταθεί.