Αρνητικές επιπτώσεις για την οικονομία θα προκαλέσει αύξηση των φόρων στα καύσιμα αναφέρει ο Σύνδεσμος Εταιριών Εμπορίας Πετρελαιοειδών.
Οπως επισημαίνει ο Σύνδεσμος, παρόλο που οι σημερινές διεθνείς τιμές του πετρελαίου κινούνται στα χαμηλότερα επίπεδα των τελευταίων ετών και έχουν οδηγήσει τις τιμές λιανικής των καυσίμων σε αισθητά χαμηλότερα επίπεδα σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια, η αγορά στο πρώτο δίμηνο του 2016 υποχωρεί περαιτέρω κατά 10%.
Όμως, ενδέχεται το επόμενο διάστημα οι τιμές του πετρελαίου να αυξηθούν λόγω διεθνών εξελίξεων. Επίσης, οι συγκριτικά με το παρελθόν χαμηλότερες τιμές δεν αφήνουν να φανεί το γεγονός ότι στη χώρα μας, το ύψος της φορολογίας στα καύσιμα είναι εξαιρετικά υψηλό, από τα υψηλότερα στην Ευρώπη.
Σήμερα, η επιβάρυνση των φόρων και δασμών στις τιμές του καταναλωτή στην αντλία είναι: 70% για τις Βενζίνες, 55% για το Πετρέλαιο Κίνησης και 50% για το Πετρέλαιο Θέρμανσης.
Η αύξηση εσόδων που προσδοκά το κράτος είναι αμφίβολο αν μπορεί να επιτευχθεί με αύξηση των φόρων στα καύσιμα.
Το παράδειγμα του πετρελαίου θέρμανσης, όπου ο ειδικός φόρος από τα 60 ευρώ αυξήθηκε στα 330 ευρώ το 2012, είναι χαρακτηριστικό αφού δεν αυξήθηκαν τα συνολικά κρατικά έσοδα, ενώ ταυτόχρονα επιδεινώθηκε η δυνατότητα σημαντικού μέρους του πληθυσμού να θερμανθεί επαρκώς.
Επισημαίνεται ότι, τυχόν αύξηση του ειδικού φόρου στο πετρέλαιο κίνησης θα αυξήσει σημαντικά το μεταφορικό κόστος που θα μετακυληθεί στις τελικές τιμές, σε μεγάλο αριθμό προϊόντων. Το αποτέλεσμα θα είναι η οικονομική ασφυξία των επαγγελματιών των περισσότερων κλάδων και η αύξηση των τιμών στο «ράφι» εις βάρος του, ήδη υπερφορολογούμενου, πολίτη.
Ενδεχόμενη αύξηση στη φορολογία των καυσίμων θα επιβαρύνει τους οικογενειακούς και επιχειρηματικούς προϋπολογισμούς, θα οδηγήσει σε μείωση καταναλώσεων, με αποτέλεσμα τα τελικά οφέλη για τα κρατικά έσοδα να είναι μηδαμινά.