Χωρίς διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, οι επενδύσεις θα συνεχίσουν να υστερούν στην χώρα μας, θέτοντας σε πορεία απομείωσης την ευημερία του ελληνικού πληθυσμού, καθώς το επίπεδο απασχόλησης και αμοιβών θα παραμένει σε καθοδική τροχιά, χωρίς την αύξηση της παραγωγικότητας που φέρνουν οι επενδύσεις επισημαίνει ο ΣΕΒ στο εβδομαδιαίο δελτίο.
Οι επενδύσεις στη βιομηχανία, ειδικότερα, παράγουν υψηλότερη προστιθέμενη αξία ανά απασχολούμενο από κάθε άλλο παραγωγικό κλάδο και, ταυτόχρονα, δημιουργούν συνθήκες απεξάρτησης από τις εισαγωγές που εγκλωβίζουν οικονομικούς πόρους σε χαμηλής προστιθέμενης αξίας δραστηριότητες.
Στο πλαίσιο αυτό, ταυτόχρονα με την ενθάρρυνση των επενδύσεων σε καινοτόμες δραστηριότητες που ενισχύουν την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων μέσω των κοινοτικών ενισχύσεων, έχει σημάνει πλέον η ώρα της ενθάρρυνσης των επενδύσεων σε οριζόντιο επίπεδο π.χ. μείωση φόρων μέσω των αυξημένων αποσβέσεων (investment tax credits), ή άλλων πρόσφορων ισοδύναμων μεθόδων. Τα επενδυτικά αυτά εργαλεία είναι απολύτως απαραίτητα στην σημερινή σκληρή υφεσιακή συγκυρία, και η χρήση τους θα πρέπει να συμβαδίζει με τους στόχους του Προγράμματος Προσαρμογής και τους κανόνες της ΕΕ περί κρατικών ενισχύσεων.
Η όλη διαδικασία μπορεί να επιταχυνθεί εάν αρθούν και οι διαρθρωτικές στρεβλώσεις που καθιστούν αντιοικονομικές τις επενδύσεις στους δυναμικούς κλάδους της ελληνικής οικονομίας που είναι εκτεθειμένοι στον διεθνή ανταγωνισμό. Έτσι, η εφαρμογή του Μνημονίου, όσον αφορά στις μεταρρυθμίσεις δεν μπορεί να υπερεκτιμηθεί. Είναι ευθύνη όλων μας να δρομολογήσουμε και άλλες μεταρρυθμίσεις που θα εξασφαλίζουν τη βιώσιμη ανταγωνιστικότητα της οικονομίας.
Ζητείται ισορροπημένη ανάπτυξη
Η Ελληνική οικονομία, τονίζει ο ΣΕΒ, με τη χαμηλή ποιότητα επιχειρηματικού περιβάλλοντος και το αδύναμο θεσμικά κράτος που όμως φορολογεί επιθετικά τα πάντα και αποτυγχάνει να εξασφαλίσει μακροοικονομική και χρηματοοικονομική σταθερότητα, όπως επιβεβαιώνει η πρόσφατη έρευνα του WEF, αποθαρρύνει επενδύσεις που βασίζονται σε αυξημένου ρίσκου πρωτοβουλίες, όπως είναι ειδικά η καινοτομία που βασίζεται σε Ε&Α και επενδύσεις που πρέπει να συνδυάσουν πολλές και ποιοτικά διαφορετικές εισροές, όπως είναι η παραγωγή υψηλής προστιθέμενης αξίας εμπορεύσιμων αγαθών.
Αντίθετα, συγκριτικά, διευκολύνει δραστηριότητες που σε ένα αδύναμο και αβέβαιο θεσμικό και φορολογικό περιβάλλον είναι πιο ευέλικτες και μπορούν να προσαρμοστούν πιο εύκολα στις όποιες εκπλήξεις δημιουργεί στον επιχειρηματία το κράτος. Τέτοιοι κλάδοι είναι το εμπόριο, οι υπηρεσίες ξενοδοχείων και εστιατορίων καθώς και η αγροτική παραγωγή, κλάδοι στους οποίους η ατυπία (θεσμοθετημένη ή μη) που προσφέρει το μικρό μέγεθος και η αυτοαπασχόληση εισαγάγουν μια ευελιξία ως προς την κυκλοθυμικότητα του κράτους που στο τέλος αποδεικνύεται καθοριστική για την επιβίωση των επιχειρήσεων.
Το πρόβλημα για το σύνολο της οικονομίας όμως είναι ότι αυτές οι επιχειρήσεις είναι λιγότερο ανταγωνιστικές και δεν εντάσσονται στις διεθνείς αλυσίδες αξίας που παράγουν υψηλή προστιθέμενη αξία και που μπορούν να υποστηρίξουν υψηλή απασχόληση καθώς και υψηλές αποδοχές για τους μισθωτούς εργαζόμενους.
Συνεπώς, το υψηλό κόστος της θεσμικής ανωριμότητας του κράτους, της αποθαρρυντικής φορολογίας σε συνδυασμό με την ανάγκη η αναλογία Ακαθάριστης Προστιθέμενης Αξίας προς εργαζόμενο να παραμένει σε διεθνώς ανταγωνιστικά επίπεδα κρατάει χαμηλά τους μισθούς και την απασχόληση, όπως δείχνει και η υστέρηση στην ΑΠΑ ανά εργαζόμενο ειδικά στη βιομηχανία και τις υποστηρικτικές υπηρεσίες.
Την ίδια ώρα η χαμηλή ποιότητα του θεσμικού και φορολογικού πλαισίου μαζί με την μακροοικονομική αστάθεια έχουν πλήξει ειδικά εκείνες τις δραστηριότητες που είναι πιο εξελιγμένες και που έχει περισσότερο ανάγκη η χώρα αν θέλει να εξασφαλίσει ανάπτυξη. Η «εσωτερική υποτίμηση» που υποτίθεται θα ενθάρρυνε την αύξηση της ανταγωνιστικότητας της «Ελλάδας που παράγει», όπως εφαρμόστηκε στην πράξη, ακυρώθηκε από την αυξημένη και παρατεταμένη αβεβαιότητα και χρηματοδοτική ασφυξία και δεν οδήγησε μετά από 5 χρόνια στην επιθυμητή ισχυρή παραγωγική ανασυγκρότηση με μια εμφανή στροφή σε παραγωγικές και υψηλής προστιθέμενης αξίας δραστηριότητες. Απλά, οδήγησε σε μειωμένη απασχόληση και μειωμένες αποδοχές.
Η σταθερή αύξηση των εξαγωγών, την οποία αντιστάθμισε πολλές φορές η αύξηση του κόστους ενέργειας ειδικά στη βιομηχανία, συνεπώς δεν είχε την ισχύ που θα μπορούσε να έχει αν εξέλιπαν οι ανασχετικοί στην ανάπτυξη παράγοντες, και που θα αποτυπωνόταν εμφανώς στη διάρθρωση της παραγωγής και απασχόλησης στην Ελλάδα.