Άρθρο της Χριστίνας Σακελλαρίδη, Προέδρου Πανελληνίου Συνδέσμου Εξαγωγέων, στο ΑΠΕ-ΜΠΕ επισημαίνει ότι θα πρέπει να στηριχθεί η «εξωστρεφής επιχειρηματικότητα στη χώρα, ως προϋπόθεση όχι μόνο ανάκαμψης των αριθμών και των ποσοστών του ΑΕΠ, αλλά και ουσιαστικής παραγωγικής ανάπτυξης της χώρας».
Το άρθρο έχει ως εξής:
Με την πρώτη ανάγνωση στα τελευταία στοιχεία για την πορεία των ελληνικών εξαγωγών κατά το α’ εξάμηνο του έτους, κυριαρχούν τα αρνητικά πρόσημα. Μείωση 8,1% στις συνολικές εξαγωγές, υποχώρηση 1,4% στις εξαγωγές εξαιρουμένων των πετρελαιοειδών, χαμηλότερες εισαγωγές. Ακόμη και η ίδια η καταγραφή της χειρότερης εξαγωγικής επίδοσης σε εξάμηνο από το 2012 είναι αρκετή για να σημάνει προβληματισμό.
Ωστόσο, αποκτά ακόμη μεγαλύτερη σημασία η ανάλυση του Πανελληνίου Συνδέσμου Εξαγωγέων, που επισημαίνει ότι ακόμη κι αν απλώς διατηρούνταν οι εξαγωγές στα επίπεδα εξαγωγών του εξαμήνου του 2015, χωρίς καμία πρόσθετη αύξηση, αντί ύφεσης 0,9%, η χώρα θα εμφάνιζε ανάπτυξη περίπου κατά μία μονάδα του ΑΕΠ.
Καθίσταται, λοιπόν, για ακόμη φορά σαφής η σπουδαιότητα και η αναγκαιότητα ουσιαστικής στήριξης της εξωστρεφούς επιχειρηματικότητας στη χώρα, ως προϋπόθεση όχι μόνο ανάκαμψης των αριθμών και των ποσοστών του ΑΕΠ, αλλά και ουσιαστικής παραγωγικής ανάπτυξης της χώρας.
Ακόμη και αν η υποχώρηση των εξαγωγών αποδίδεται κυρίως στην προηγούμενη μείωση των διεθνών τιμών των καυσίμων ή και αντίθετα στην περίπτωση που στους επόμενους μήνες, ενδέχεται να αποτυπωθεί ως τόνωση των εξαγωγών η πρόσφατη ανάκαμψη των πετρελαϊκών τιμών, δεν πρέπει να παραβλέπεται το γεγονός ότι και οι υπόλοιποι κλάδοι της οικονομίας (με εξαίρεση ίσως τον αγροτοδιατροφικό τομέα) δέχονται ισχυρές πιέσεις και εμφανίζονται έντονα σημάδια κόπωσης.
Δεδομένου ότι τα τελευταία χρόνια, υπάρχει μία αποστασιοποίηση, μία «αποσιώπηση» (με ελάχιστες εξαιρέσεις) της εξωστρέφειας από την πολιτική ατζέντα, ο εξαγωγικός κόσμος προσδοκά -αν όχι απαιτεί πλέον- από τους πολιτικούς φορείς, ενόψει και της επικείμενης ΔΕΘ, μία ξεκάθαρη αφήγηση, μία στοιχειώδη συναίνεση επί μίας αυτονόητης πραγματικότητας. Χωρίς ενίσχυση των εξαγωγών, δεν μπορεί να καταστεί εφικτή και η ανάπτυξη της πραγματικής οικονομίας.
Μέχρι σήμερα, με ευθύνη και των δανειστών, στα Προγράμματα Προσαρμογής δεν έχουν ενσωματωθεί στοχευμένες και ποσοτικοποιημένες δράσεις ενίσχυσης της εξωστρέφειας της οικονομίας. Όπως δείχνουν τα στοιχεία, πλέον βρισκόμαστε στο «και πέντε» της ευκαιρίας μετασχηματισμού της παραγωγικής μηχανής της χώρας και κάθε μέρα που περνάει παίρνει μαζί της δυσαναπλήρωτο κεφάλαιο, τόσο σε ανθρώπινο δυναμικό, όσο και υλικοτεχνική υποδομή.
Η έλλειψη ρευστότητας και κανονικότητας στις συναλλαγές, λόγω των αδυναμιών του τραπεζικού συστήματος, οι δυσθεώρητες οφειλές του Δημοσίου προς Ιδιώτες και οι αντίστοιχες φορολογικές επιβαρύνσεις, το καταβαραθρωμένο επενδυτικό και επιχειρηματικό κλίμα, αποτελούν τροχοπέδη κίνησης προς τα εμπρός.
Έτσι, οι περισσότεροι εξαγωγείς αισθάνονται ότι βρίσκονται σε καθεστώς ομηρείας, εξαιτίας της (εγχώριας και διεθνούς) αβεβαιότητας και της αναμονής για την ουσιαστική ενεργοποίηση μέτρων και δράσεων όπως ο νέος Αναπτυξιακός Νόμος, το ΕΣΠΑ, το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ ή ακόμη και το «πακέτο Γιουνκέρ».
Στην υφιστάμενη συγκυρία, εύκολες και μαγικές λύσεις δεν υπάρχουν. Πολλοί θεωρούν ότι αυτή την στιγμή βρίσκεται σε εξέλιξη ένας παγκόσμιος οικονομικός πόλεμος, με την Ελλάδα να μην εξαιρείται από το πεδίο των «μαχών». Ο Ναπολέων έλεγε ότι «στον πόλεμο τίποτε δεν κατορθώνεται παρά μόνο με υπολογισμό. Ό,τι δεν έχει μελετηθεί σε βάθος και με λεπτομέρεια, δεν φέρνει κανένα αποτέλεσμα. Στον πόλεμο χρειάζονται ιδέες απλές και συγκεκριμένες».
Η πραγματικότητα δείχνει ότι η Ελλάδα εδώ και χρόνια παραμένει ουραγός εξωστρέφειας σε ποσοστό του ΑΕΠ, αλλά και σε ποσοστό διεθνοποιημένων επιχειρήσεων. Αντί όμως να υλοποιηθεί μία Εθνική Στρατηγική με στόχο τη διεθνή επέκταση των ελληνικών επιχειρήσεων στις ξένες αγορές, καταγράφεται έξοδος των ίδιων επιχειρήσεων (των εδρών τους, των τραπεζικών λογαριασμών τους, των παραγωγικών μονάδων τους), αλλά και καταρτισμένου ανθρώπινου δυναμικού.
Πρέπει επιτέλους να σπάσει αυτός ο φαύλος κύκλος της αναμονής δόσεων και υποδόσεων, των συνεχών μακρόχρονων αξιολογήσεων και της προσπάθειας επιβίωσης (πολιτών και επιχειρήσεων) σε όρους καθημερινότητας.
Είναι λοιπόν ευθύνη της Πολιτείας και συνολικά του πολιτικού προσωπικού να θέσουν το πλαίσιο για την επόμενη μέρα. Να αφουγκραστούν τις ανάγκες των επιχειρήσεων και των διεθνών συνθηκών, στη βάση συγκεκριμένων στόχων. Για παράδειγμα, την αύξηση της συμμετοχής των εξωστρεφών κλάδων της οικονομίας στο σχηματισμό του 44% του ΑΕΠ (όσο και ο ευρωπαϊκός μέσος όρος) ή/και το διπλασιασμό των επιχειρήσεων που ασκούν εξωστρεφή δραστηριότητα.
Το βέλτιστο θα ήταν να σταθεί η Πολιτεία αρωγός στην προσπάθεια αυτή, παρέχοντας κίνητρα για επενδύσεις σε καταρτισμένο ανθρώπινο δυναμικό, σε έρευνα & ανάπτυξη νέων προϊόντων, σε υλικοτεχνική υποδομή και εξοπλισμό, σε σύγχρονες μεθόδους marketing και branding, σε κουλτούρα διεθνούς εμπορίου και διασύνδεσης με διεθνή κανάλια διανομής.
Αν, όμως, δεν μπορεί να συμβάλλει αποτελεσματικά ή δε συμμερίζεται αυτή την ανάγκη, θα πρέπει να παραμερίσει έστω τα εμπόδια και τα δυσανάλογα βάρη για τις εξωστρεφείς επιχειρήσεις, ώστε με τις όποιες εναπομείνασες δικές τους δυνάμεις να επιχειρήσουν στην παγκόσμια αγορά.
Όμως και οι ίδιες οι επιχειρήσεις, θα πρέπει πλέον να αντιληφθούν τις απαιτήσεις του διεθνούς εμπορίου, κάνοντας βήματα προς την απόκτηση κρίσιμου μεγέθους παραγωγής. Ενοποιήσεις, συγχωνεύσεις και συνεργασίες βρίσκονται ήδη στο επίκεντρο της επιχειρηματικής επικαιρότητας και θα επεκταθούν σε περισσότερους κλάδους το προσεχές διάστημα.
Οι εξελίξεις θα είναι ταχείες και θα ευνοήσουν όσους προτίθενται να αναλάβουν δράση. Και όπως σημείωνε και ο Τσόρτσιλ ότι: «όσο ωραία κι αν είναι η στρατηγική, θα πρέπει κάπου-κάπου να βλέπουμε και τα αποτελέσματα».
Όπως και να χει, κάθε υποχώρηση ή αδυναμία των εξαγωγών θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως απότοκο συλλογικών πράξεων ή παραλείψεων, Δημόσιου, αλλά και ιδιωτικού τομέα, ενώ αντίθετα η αύξησή τους για να μην είναι μόνο συγκυριακή, αλλά βιώσιμη, θα πρέπει να προέλθει από ένα πεδίο εθνικής συνεννόησης και ένα περιβάλλον συνεργιών.