Μια σειρά πλεονεκτημάτων για τις ιδιωτικές επιχειρήσεις και για τα κρατικά ταμεία μπορεί να έχει η απασχόληση περισσότερων μεγαλύτερων σε ηλικία εργαζομένων, σύμφωνα με τους οικονομολόγους της PwC.
Ειδικότερα, οι οικονομολόγοι της PwC επισήμαναν ότι «προτείνουν την εφαρμογή πρακτικών αξιολόγησης των δυνατοτήτων του μεγαλύτερου σε ηλικία εργατικού δυναμικού μιας χώρας».
Ο δείκτης της «Χρυσής Ηλικίας» πρόσφατα έδειξε ότι: «Την επίδραση που έχουν στην αγορά εργασίας οι εργαζόμενοι πάνω από 55 ετών σε 34 χώρες μέλη του Οργανισμού για την Οικονομική Συνεργασία και Ανάπτυξη (ΟΟΣΑ), η Ελλάδα βρίσκεται στα τελευταία σκαλοπάτια της κατάταξης με τις χώρες που διαθέτουν τα μεγαλύτερα ποσοστά απασχόλησης εργαζομένων μεταξύ 55-69 ετών.
Η Ισλανδία βρίσκεται στην κορυφή της κατάταξης, ενώ ακολουθούν η Νέα Ζηλανδία, η Σουηδία, το Ισραήλ και η Νορβηγία. Η Χιλή σημειώνει σημαντική άνοδο, ενώ η Ελλάδα και η Τουρκία βρίσκονται στα χαμηλότερα επίπεδα της κατάταξης. Τις υπόλοιπες θέσεις της πρώτης δεκάδας, καταλαμβάνουν οι ΗΠΑ, η Κορέα, η Ιαπωνία και η Εσθονία.
Την άποψή τους επί του θέματος, εξέφρασαν ο επικεφαλής Οικονομολόγος της PwC, Τζόν Χάουκσγορθ και ένας από τους συντάκτες της έκθεσης αναφέροντας: «Δεδομένης της γήρανσης των πληθυσμών του ανεπτυγμένου κόσμου, είναι σημαντικό οι χώρες να αξιοποιούν καλύτερα τους μεγαλύτερους σε ηλικία εργαζόμενους, με στόχο την ενίσχυση της οικονομίας και τη χρηματοδότηση των κρατικών δαπανών συνταξιοδότησης και ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης. Ο Δείκτης της Χρυσής Ηλικίας που δημιουργήσαμε, αναδεικνύει τις χώρες που πρωτοπορούν σε αυτόν τον τομέα, συμπεριλαμβανομένων και της Σκανδιναβίας, της Νέας Ζηλανδίας και του Ισραήλ. Το Ηνωμένο Βασίλειο βρίσκεται μόλις στη μέση της κατάταξης, ενώ οι περισσότερες χώρες της Ευρωζώνης, με εξαίρεση τη Φινλανδία και τη Γερμανία, βρίσκονται αρκετά πίσω».
«Εκτιμούμε ότι η υιοθέτηση των πολιτικών και των επιχειρηματικών πρακτικών που εφαρμόζουν οι χώρες που βρίσκονται στην κορυφή της κατάταξης, όπως είναι η Σουηδία, θα μπορούσαν να ενισχύσουν το βρετανικό ΑΕΠ κατά περίπου 5% ποσοστιαίες μονάδες σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα, με τα οφέλη να είναι ενδεχομένως ακόμη μεγαλύτερα για τις χώρες που βρίσκονται ακόμη χαμηλότερα στην κατάταξη», συμπλήρωσαν.