Η μετατόπιση της παγκόσμιας οικονομικής δύναμης από τις εδραιωμένες προηγμένες οικονομίες αναμένεται να συνεχιστεί έως το 2050, καθώς το μερίδιο των αναδυόμενων κρατών στο παγκόσμιο ΑΕΠ εξακολουθεί να αυξάνεται παρά τις ανάμικτες επιδόσεις που έχουν σημειωθεί τελευταία σε κάποιες από αυτές τις οικονομίες.
Αυτό είναι ένα από τα βασικά συμπεράσματα που εξάγουν οι οικονομολόγοι της PwC από την τελευταία έκθεση με θέμα πώς θα είναι ο κόσμος το 2050 «The long view: how will the global economic order change by 2050».
Η έκθεση παρουσιάζει τις εκτιμήσεις σε όρους αύξησης του ΑΕΠ έως το 2050 για 32 από τις μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου, οι οποίες αναλογούν συνολικά στο 85% του παγκόσμιου ΑΕΠ.
Στην έκθεση διατυπώνεται η εκτίμηση ότι η παγκόσμια οικονομία θα διπλασιαστεί σε μέγεθος έως το 2042, με μέσο ρυθμό ετήσιας αύξησης 2,5% για τα έτη 2016-2050. Η ανάπτυξη αυτή θα προέλθει κυρίως από τις αναδυόμενες και τις αναπτυσσόμενες χώρες, με τα κράτη του E7 –Βραζιλία, Κίνα, Ινδία, Ινδονησία, Μεξικό, Ρωσία και Τουρκία– να αναπτύσσονται με μέσο ετήσιο ρυθμό 3,5% τα επόμενα 34 χρόνια, έναντι μόλις 1,6% που θα είναι ο ρυθμός ανάπτυξης των κρατών του G7 –Καναδάς, Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία, Ιαπωνία, Ηνωμένο Βασίλειο και ΗΠΑ.
Εάν εξεταστεί το ΑΕΠ σε όρους συναλλαγματικών ισοτιμιών (MER), δεν προκύπτει δραστική μετατόπιση της παγκόσμιας οικονομικής δύναμης. Και πάλι, όμως, η Κίνα αναμένεται να αναδειχθεί στη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου πριν το 2030 και η Ινδία θεωρείται αρκετά βέβαιο ότι θα καταλάβει την τρίτη θέση έως το 2050.
Στο επίκεντρο της προσοχής, όμως, θα βρεθούν αναμφίβολα οι νεότερες αναδυόμενες αγορές που θα αναλάβουν κεντρικό ρόλο. Έως το 2050, η Ινδονησία και το Μεξικό αναμένεται να ξεπεράσουν σε μέγεθος την Ιαπωνία, τη Γερμανία, το Ηνωμένο Βασίλειο ή τη Γαλλία, ενώ η Τουρκία θα ξεπεράσει την Ιταλία. Σε όρους ανάπτυξης, το Βιετνάμ, η Ινδία και το Μπαγκλαντές θα είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες οικονομίες τα έτη έως το 2050, με ρυθμό ανάπτυξης 5% κατά μέσο όρο. Επίσης, παρουσιάζεται ο επιμερισμός της ανάπτυξης μεταξύ πληθυσμού και κατά κεφαλήν ΑΕΠ.
Η Νιγηρία έχει τη δυνατότητα να κάνει άλμα οκτώ θέσεων στην κατάταξη βάσει ΑΕΠ και να καταλάβει τη 14η θέση έως το 2050. Για να γίνει αυτό, όμως, χρειάζεται διαφοροποίηση της οικονομίας της με δραστηριότητες πέραν του πετρελαίου και ενίσχυση των θεσμών και των υποδομών της.
Η Κολομβία και η Πολωνία παρουσιάζουν, επίσης, εξαιρετικές προοπτικές και αναμένεται να αναδειχθούν στις μεγάλες οικονομίες με τον ταχύτερο ρυθμό ανάπτυξης στην περιοχή τους –τη Λατινική Αμερική και την ΕΕ– (αν και η Τουρκία αναμένεται να αναπτυχθεί με μεγαλύτερο ρυθμό, εάν δώσουμε έναν ευρύτερο ορισμό στην Ευρώπη).
Ένα καλό νέο για τις σημερινές ανεπτυγμένες οικονομίες είναι ότι θα συνεχίζουν να έχουν υψηλότερα μέσα εισοδήματα – με εξαίρεση ενδεχομένως την Ιταλία, όλα τα κράτη του G7 θα εξακολουθούν να βρίσκονται υψηλότερα στις κατατάξεις βάσει κατά κεφαλήν ΑΕΠ το 2050. Η ψαλίδα με τις αναδυόμενες αγορές εκτιμάται ότι θα κλείσει σταδιακά σε βάθος χρόνου, ωστόσο, η πλήρης σύγκλιση σε επίπεδο εισοδημάτων παγκοσμίως αναμένεται να έρθει πολύ μετά το 2050.
Η Κίνα θα ανέλθει ως τη μέση της κατάταξης των μέσων εισοδημάτων έως το 2050, ενώ η Ινδία θα παραμείνει κάτω από τη μέση, δεδομένου του σημείου εκκίνησής της, παρά τους σχετικά υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης που αναμένεται να καταγράψει σε βάθος χρόνου. Αυτό σημαίνει ότι παρότι η ισχυρή πληθυσμιακή ανάπτυξη μπορεί να αποτελέσει καθοριστικό παράγοντα της συνολικής αύξησης του ΑΕΠ, θα χρειαστεί πολύ περισσότερος χρόνος για να αμβλυνθούν οι διαφορές σε επίπεδο μέσων εισοδημάτων.
Οι οικονομολόγοι της PwC αναμένουν ανάπτυξη της παγκόσμιας οικονομίας με ετήσιο ρυθμό 3,5% περίπου έως το 2010 και σταδιακή επιβράδυνση στο 2,7% τη δεκαετία του 2020, στο 2,5% τη δεκαετία του 2030 και στο 2,4% τη δεκαετία του 2040. Αυτό θα συμβαίνει όσο θα παρατηρείται αξιοσημείωτη μείωση στο εργατικό δυναμικό σε πολλές προηγμένες οικονομίες (και σταδιακά και σε κάποιες αναδυόμενες, όπως η Κίνα). Την ίδια ώρα, οι ρυθμοί ανάπτυξης των αναδυόμενων αγορών θα μετριάζονται όσο οι οικονομίες τους ωριμάζουν και τα περιθώρια ραγδαίας προσαρμογής θα περιορίζονται. Οι τάσεις αυτές αναμένεται να υπερκεράσουν την επίδραση των αναδυόμενων χωρών που θα έχουν βαθμιαία μεγαλύτερη βαρύτητα στο παγκόσμιο ΑΕΠ, οι οποίες διαφορετικά θα έδιναν ώθηση στη μέση παγκόσμια ανάπτυξη.
Για να αξιοποιήσουν τις εξαιρετικές τους δυνατότητες, οι αναδυόμενες οικονομίες θα πρέπει να προβούν σε βιώσιμες και αποδοτικές επενδύσεις στην εκπαίδευση, τις υποδομές και την τεχνολογία. Η πτώση στην τιμή του πετρελαίου το διάστημα από τα μέσα του 2014 έως τις αρχές του 2016 υπογραμμίζει τη σημασία που έχει η μεγαλύτερη διαφοροποίηση των αναδυόμενων οικονομιών στην επίτευξη μακροχρόνιας βιώσιμης ανάπτυξης. Πίσω από όλα αυτά βρίσκεται η ανάγκη ανάπτυξης των πολιτικών, οικονομικών, νομικών και κοινωνικών θεσμών στις αναδυόμενες οικονομίες με σκοπό την παροχή κινήτρων για ενίσχυση της καινοτομίας και της επιχειρηματικότητας, δημιουργώντας ασφαλείς και σταθερές οικονομίες για επιχειρηματική δραστηριότητα.
Η ανάπτυξη των αναδυόμενων αγορών θα δημιουργήσει πολλές επιχειρηματικές ευκαιρίες. Αυτές θα προκύψουν από τη διείσδυση των εν λόγω οικονομιών σε νέους κλάδους, τη συμμετοχή στις παγκόσμιες αγορές και την αύξηση του πλούτου των σχετικά νεότερων πληθυσμών τους. Οι αναδυόμενες χώρες θα γίνουν πιο ελκυστικοί προορισμοί για επιχειρηματική δραστηριότητα και διαβίωση και θα προσελκύουν τις επενδύσεις και το ταλαντούχο δυναμικό.