Της Κατερίνας Φεσσά
Έχει χαρακτηριστεί ως η γένια του brain drain. Οι
30αρηδες που παρά τη διάθεση, τις δεξιότητες και την κατάρτισή τους δεν
κατάφεραν να βρουν μια εργασία με αξιοπρεπείς απολαβές και συνθήκες και
αναζήτησαν επαγγελματική και προσωπική καταξίωση στο εξωτερικό. Σύμφωνα
με στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδας, από το 2008 μέχρι το 2013, σχεδόν
223.000 νέοι, ηλικίας 25-39 ετών, εγκατέλειψαν τη χώρα σε αναζήτηση καλύτερων προοπτικών κοινωνικής και
οικονομικής προόδου σε πιο ανεπτυγμένες χώρες.
Σήμερα ο αριθμός εκτιμάται ότι έχει φτάσει στις 500.000.
Οι νέοι που εγκατέλειψαν τη χώρα μόνο κατά το 2013 αντιπροσωπεύουν περισσότερο
από το 2% του συνολικού εργατικού δυναμικού της χώρας.
Είναι και εκείνοι που μένουν πίσω για να επιβιώσουν σε
μια σύγχρονη κακοπληρωμένη εργασιακή ζούγκλα. Εργαζόμενοι των 360 ευρώ,
με συμβάσεις εργασίας μερικής απασχόλησης ή εκ περιτροπής εργασία 2, 3
ημερών την εβδομάδα, ή ακόμη και μερικών ωρών την εβδομάδα. Γιατί μπορεί ο
γενικός μέσος όρος της ανεργίας να πέφτει, αλλά έξι στις δέκα θέσεις
αφορούν σε ευέλικτες μορφές απασχόλησης.
Σύμφωνα με τον καθηγητή του Παντείου Γιάννη Κουζή «αυτό
που μειώνεται είναι η στατιστική ανεργία . Άλλο είναι
η πραγματική ανεργία, όταν κάποιος εργάζεται για να επιβιώσει και δεν
δουλεύει από χόμπι».
«Το θέμα αυτό έχει πολλές διαστάσεις. Πρώτον, εάν
δημιουργούνται κάποιες θέσεις εργασίας σήμερα στη χώρα μας, μιλάμε για χαμηλά
αμειβόμενες θέσεις εργασίας και θέσεις εργασίας δεύτερης ταχύτητας αμοιβών και
δικαιωμάτων. Επιπλέον, ας ληφθεί υπόψη ότι οι θέσεις πλήρους απασχόλησης δεν
είναι σε θέση να καλύψουν τις πραγματικές ανάγκες. Αυτό συνεπάγεται ραγδαία
στοχοποίηση της μισθωτής εργασίας.
Δεύτερον, το ποσοστό της ανεργίας στη χώρα μας μειώνεται
γιατί ένα σημαντικό ποσοστό -περίπου 200 χιλιάδες άτομα- έχει μεταναστεύσει στο εξωτερικό από
την εκδήλωση της οικονομικής κρίσης το 2009. Αυτό προκαλεί
πολλαπλή αιμορραγία, οικονομική και κοινωνική. Επίσης, δημιουργεί πολλαπλά
ερωτήματα, εάν μιλάμε για μια ανάπτυξη που θα στηρίζεται σε πολύ χαμηλές αμοιβές
και στο πλαίσιο της οποίας κάποιοι θα εκμεταλλεύονται μια χώρα που θα έχει
μετατραπεί σε ευρωπαϊκή οικονομική ζώνη. Με βάση τα ήδη προδιαγεγραμμένα από το
δεύτερο μνημόνιο, έχουμε από τη μια πλευρά πολύ χαμηλές αμοιβές για πλήρη
απασχόληση και από την άλλη έχουμε αμοιβές που συνεπάγονται ευέλικτη μορφή
απασχόλησης. Συνεπώς, η μείωση της ανεργίας χαρακτηρίζεται από χαμηλές αμοιβές και ευέλικτες μορφές εργασίας. Η τυπική πλήρης απασχόληση θα είναι και τυπικά
αμειβόμενη», επισημαίνει.
Όσον αφορά στο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι νέοι στην
εύρεση εργασίας στην Ελλάδα, ο κ. Κουζής τονίζει ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι
πως δεν προσφέρονται θέσεις εργασίας υψηλών δεξιοτήτων με αποτέλεσμα πολύ
εξειδικευμένο προσωπικό να φεύγει στο εξωτερικό. «Θέλουμε φθηνή εργασία
και αυτή δεν ανταποκρίνεται σε αυτό που ζητούν. Ένα ποσοστό των νέων
εγκαταλείπει τη χώρα του γιατί οι προσφερόμενες θέσεις εργασίας είναι
χαμηλά αμειβόμενες. Οι εταιρείες έχουν υψηλές απαιτήσεις από τον υποψήφιο
εργαζόμενο αλλά τον πληρώνουν ως απόφοιτο Λυκείου. Επίσης ένα εξίσου σημαντικό
πρόβλημα είναι ότι η πολιτεία δεν έχει επενδύσει στον επαγγελματικό προσανατολισμό που αφορά στην τεχνική εκπαίδευση ( π.χ να γίνει κάποιος υδραυλικός, αγρότης κλπ). Το
βασικότερο πρόβλημα είναι ότι ολόκληρο το σύστημα δημιουργεί όρους μη
απασχόλησης, δηλαδή σου ζητούν να ενισχύσεις τα προσόντα σου με αποτέλεσμα
να ενοχοποιείς τον εαυτό σου. Ζητούν από μια γενιά να αναλάβει δυσανάλογα βάρη
με αυτά που μπορεί να σηκώσει. Τελικά, το σύστημα αυτό ενοχοποιεί αυτούς που δεν
μπορούν να βρουν δουλειά» αναφέρει στο enikonomia.gr.
Άννα Κηρύκου, 26 ετών: Γιατί αναγκάστηκα να μεταναστεύσω στο εξωτερικό
Η Άννα Κηρύκου, 26 ετών,είναι απόφοιτη του τμήματος
Νομικής Σχολής Αθηνών, με μεταπτυχιακό στα Ναυτιλιακά στο Πανεπιστήμιο Πειραιά
και σήμερα εργάζεται σε ναυτιλιακή
εταιρεία του Λονδίνου στο τμήμα Operations
Department. Η Άννα
μας εξιστορεί τη δική της ιστορία και αναφέρεται στους λόγους για τους οποίους αποφάσισε
να μεταναστεύσει στο εξωτερικό. «Δεν
μπόρεσα να βρω δουλειά πάνω στο αντικείμενο μου σε ελληνική εταιρεία για να μπορώ να βιοποριστώ,
καθώς οι μισθοί στη χώρα μας βρίσκονται πλέον σε υπερβολικά χαμηλά επίπεδα,
τέτοια που δεν επιτρέπουν σε κάποιον να αυτοσυντηρείται. Έτσι, αποφάσισα να
μεταναστεύσω στο εξωτερικό γιατί γνώριζα ότι εάν είναι κανείς καλός στη δουλειά του θα
ανταμειφθεί και χρηματικά, αλλά και ηθικά και όντως αυτό υφίσταται. Αυτό που θα
συμβούλευα κάποιον που επιθυμεί να μεταναστεύσει στο εξωτερικό είναι ότι θα
πρέπει να είναι
απόλυτα αποφασισμένος για αυτή την αλλαγή και προετοιμασμένος ψυχολογικά
ότι θα παλέψει και θα αντιμετωπίσει πολλές δυσκολίες, τουλάχιστον στην αρχή. Όμως,
αν όντως το αποφασίσει να μην φοβάται να ρισκάρει. Οι Έλληνες του εξωτερικού αποτελούν πάντοτε πηγή
έμπνευσης με τη μόρφωση και τα επιτεύγματά τους. Γι’ αυτό, δεν υπάρχουν όρια σε
αυτά που μπορεί να ονειρευτεί κανείς, αρκεί να είναι προετοιμασμένος να
δουλέψει σκληρά», επισημαίνει στο enikonomia.gr.
Κλαίρη Κούτα, 29 ετών, άνεργη
Η Κλαίρη Κούτα, 29 ετών, είναι απόφοιτη του Τμήματος της
Κοινωνιολογίας της Σχολής Κοινωνικών Επιστημών του Παντείου Πανεπιστημίου. Παρά
τις προσπάθειές της δεν έχει καταφέρει να βρει δουλειά και εδώ και ένα χρόνο
είναι άνεργη. «Υπάρχουν στιγμές που με καταβάλλει η οικονομική
ανασφάλεια, ανησυχώ για το επαγγελματικό μου μέλλον, που είναι αβέβαιο, καθώς
έχω αναγκαστεί να κάνω κατά καιρούς δουλειές του ποδαριού απλά και μόνο για να
επιβιώσω.. Πολλές φορές ούτε αυτές τις δουλειές καταφέρνω να κάνω γιατί ακόμη
και εκεί θέλει προϋπηρεσία. Δυστυχώς, αποφοίτησα από τη σχολή κατά τη διάρκεια
της οικονομικής κρίσης. Παντού ζητούν προϋπηρεσία και κανείς δεν υπάρχει να σου μάθει όσα χρειάζονται. Ωστόσο, η στήριξη των γονιών μου και των δικών μου ανθρώπων, καθώς και η
ενασχόληση μου με την τέχνη, με βοηθούν να βλέπω τη ζωή με αισιόδοξη ματιά και
με όρεξη, ελπίζοντας σε ένα διαφορετικό αύριο … Και εάν είναι να δώσω ένα
μήνυμα στους νέους, είναι σίγουρα να μην το βάζουν κάτω, όπως δεν το βάζω και
εγώ», λέει.
Σοφία-Ελένη Μανωλά, 32 ετών: Πώς τα κατάφερα
Η Σοφία-Ελένη Μανωλά, 32 ετών, είναι απόφοιτη του
Τμήματος Πολιτικών Μηχανικών του Πανεπιστημίου Πατρών και σήμερα απασχολείται σε
μια μεγάλη κατασκευαστική εταιρεία της Αθήνας στον τομέα της διαχείρισης
τεχνικών έργων. Παρότι σήμερα λαμβάνει έναν ικανοποιητικό μισθό, ο δρόμος δεν
ήταν στρωμένος με ροδοπέταλα.
«Αρχικά, και για μεγάλο χρονικό διάστημα, εργάστηκα
αμισθί πάνω στην ειδικότητα μου σε μια κατασκευαστική εταιρεία, προκειμένου
αποκτήσω την απαιτούμενη προϋπηρεσία, την οποία ζητούσαν όλες οι επιχειρήσεις.
Ακόμη και αυτό ήταν δύσκολο, να βρεις δηλαδή κάποιον να “επενδύσει “ σε εσένα, να αφιερώσει χρόνο και να έχεις αντικείμενο. Θεωρώ ότι υπήρξα τυχερή στον επαγγελματικό τομέα, καθώς
μέσα από αυτήν την άμισθη εργασία κατάφερα να διευρύνω τον κύκλο μου, με
αποτέλεσμα να μου προτείνουν να εργαστώ σε αυτήν την μεγάλη κατασκευαστική εταιρεία
που απασχολούμαι τώρα», εξιστορεί.
Συμβουλές
Ο καθηγητής Βιοχημείας, στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας
Λεωνίδας Δημήτριος μιλώντας στο enikonomia.gr ,τονίζει ότι «ο υποψήφιος εργαζόμενος
θα πρέπει να ξεχωρίσει από τους άλλους υποψηφίους, να αναδείξει τα δικά του
χαρακτηριστικά, τα οποία είναι μοναδικά σε σχέση με τους άλλους υποψηφίους
και θα πρέπει να αναζητήσει μέσα από τις σπουδές του τι έχει κάνει σε σχέση με την πλειονότητα».
«Δεν είναι απαραίτητο το βασικό πτυχίο για την αγορά
εργασίας. Η ποικιλία στις σπουδές, όμως, προσφέρει εξαιρετικά στοιχεία για να ξεχωρίσει κανείς από τους υπόλοιπους υποψήφιους εργαζόμενους. Για παράδειγμα από τους 100
χημικούς που θα αποφοιτήσουν, πόσοι έχουν γνώσεις Οικονομικών; Αυτοί που δεν
έχουν μόνο το πτυχίο του χημικού θα απορροφηθούν πιο άμεσα από την αγορά εργασίας» λέει, συμβουλεύοντας όσους αναζητούν εργασία.
«Όπως λένε και πολλοί γκουρού, πρέπει να κάνει κανείς ένα smart specialization (“έξυπνη“
εξειδίκευση) μέσα από τα μεταπτυχιακά προγράμματα/ειδικά προγράμματα π.χ όπως
οι γιατροί που εξειδικεύονται στην ειδικότητα του ορθοπεδικού για τη σπονδυλική
στήλη κλπ. Θα πρέπει να δει κανείς τι του αρέσει να κάνει, να ψάξει να βρει μια
καλή εξειδίκευση π.χ στα βότανα του βουνού. Επίσης, να εξετάσει τι διασύνδεση
έχει το μεταπτυχιακό πρόγραμμα που θα επιλέξει με την αγορά εργασίας».