Την προειδοποίηση πως οι πολιτικές μείωσης του χρέους σε συνδυασμό με τη μαζική λιτότητα παραπέμπουν σε ένα «φαύλο κύκλο, που οδηγεί σε περισσότερο χρέος και ανεργία» απηύθυνε ο νομπελίστας οικονομολόγος Χριστόφορος Πισσαρίδης.
Σε διάλεξη που παραχώρησε στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο για την Ομογένεια του Λονδίνου ο κ. Πισσαρίδης ανέφερε πως η ευρωπαϊκή κρίση ξεκίνησε ως κρίση του χρέους, ωστόσο οι πολιτικές για τη μείωση του δημόσιου χρέους αποκάλυψαν τις αδυναμίες των ευρωπαϊκών αγορών εργασίας.
Ενδεικτικά τόνισε πως τα συνδυασμένα προγράμματα μείωσης του χρέους και της οικονομικής αναδιάρθρωσης απέτυχαν και η μαζική δημοσιονομική λιτότητα ενισχύθηκε από τις μειώσεις των πραγματικών μισθών και των συντάξεων που συνοδεύτηκαν από μείωση των κρατικών δαπανών και αυξήσεις φόρων και οι απαιτήσεις της τρόικα για περισσότερες περικοπές δαπανών για τη μείωση του χρέους. «Δυστυχώς στην Ελλάδα και στην ευρωζώνη βλέπουμε ένα φαύλο κύκλο που οδηγεί σε περισσότερο χρέος και ανεργία», πρόσθεσε.
Ο ίδιος υποστήριξε πως η ΕΚΤ πρέπει να δημιουργήσει περισσότερο πληθωρισμό, να υποτιμηθεί το ευρώ και να μειώσει το πραγματικό βάρος του χρέους. «Χρειαζόμαστε περισσότερες επενδύσεις για να σπάσει το αδιέξοδο, προσωρινή αναστολή της δημοσιονομικής λιτότητας, μέτρα αναδιάρθρωσης του χρέους γιατί η αποπληρωμή του χρέους σε ύφεση είναι ένα μεγάλο βάρος», είπε.
Ο κ. Πισσαρίδης τόνισε ότι ο καθορισμός των συναλλαγματικών ισοτιμιών με το ενιαίο νόμισμα και την κοινή νομισματική πολιτική απαιτεί στενότερη πολιτική συνεργασία, αν όχι πλήρη ένωση.
«Απαιτείται πολιτική βούληση για να βοηθήσουμε ο ένας τον άλλο για ένα καλύτερο μέλλον της Ευρώπης, και των χωρών της ευρωζώνης να συνεργαστούν όλοι για αποκατάσταση της ισορροπίας για μια καλύτερη οικονομική απόδοση και ανάπτυξη. Αν δεν το πράξουμε, το μέλλον της ευρωζώνης και της ΕΕ θα είναι ζοφερό», προειδοποίησε.
Ο κ. Πισσαρίδης παρατήρησε πως οι ευρωπαϊκές αγορές εργασίας έχουν γίνει άκαμπτες. Όπως είπε, πρόσφατες έρευνες έχουν δείξει ότι το κεφάλαιο δεν κινείται από πλούσιες χώρες σε φτωχές, με τα ποσοστά απόδοσης, λόγου χάρη στη Γερμανία είναι υψηλότερα από ό, τι στην Ελλάδα, διότι υπάρχει μεγαλύτερη βιομηχανία για να εγγυηθεί την ασφάλεια των νέων επενδύσεων, η παραγωγικότητα είναι υψηλότερη και υπάρχει μεγαλύτερη ζήτηση.
Τέλος, εστίασε στο ότι οι κύριες παροχές κεφαλαίου στις χώρες της περιφέρειας γίνονται από τα θεσμικά όργανα, όπως είναι η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων. «Πρόκειται για μια αξιέπαινη και πολύ χρήσιμη για την ανάκαμψη, αλλά προσφέρει πολύ λίγα για να αποκατασταθεί η ισορροπία», συμπλήρωσε.