Παυλόπουλος: Το ευρωομόλογο μοναδικό αξιόπιστο όπλο κατά της κρίσης

Είναι καιρός η Ευρωζώνη και η ΕΚΤ να συνειδητοποιήσουν ότι το μόνο αξιόπιστο «όπλο» για την αποτελεσματική αντιμετώπιση της κρίσης δημόσιου χρέους είναι η προσφυγή στον θεσμό του «ευρωομόλογου» ανέφερε στην μακροσκελή και αναλυτική το εισήγηση στο «Πρώτο Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών» ο πρόεδρος της Δημοκρατίας Προκόπης Παυλόπουλος.  

Η πολιτική λιτότητας έχει οδηγήσει την Ευρωζώνη στα πρόθυρα μιας κρίσης οικονομικής και νομισματικής «ασφυξίας», υπογράμμισε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Προκόπης Παυλόπουλος κατά τον χαιρετισμό του στην έναρξη του Πρώτου Οικονομικού «Forum των Δελφών»

Το Forum πραγματοποιείται στο Ευρωπαϊκό Πολιτιστικό Κέντρο Δελφών, με τη συμμετοχή διεθνών προσωπικοτήτων από τον πολιτικό, ακαδημαϊκό, επιχειρηματικό και δημοσιογραφικό χώρο.

Όπως σημείωσε ο κ. Παυλόπουλος, με δεδομένο το γεγονός ότι η Ελλάδα είναι και θα παραμείνει στον στενό πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ήτοι στην Ευρωζώνη, οι αναπτυξιακές της προοπτικές, υπό όρους βιωσιμότητας και κοινωνικών δικαιωμάτων, εξαρτώνται, δίχως αμφιβολία, από την όλη αναπτυξιακή πορεία του ως άνω ευρωπαϊκού της περιγύρου.

Μάλιστα, χαρακτήρισε επιβεβλημένο τον προβληματισμό όλων ως προς την, κατά την τρέχουσα συγκυρία, πορεία της ανάπτυξης της Ευρωζώνης, ως γενικότερου οικονομικού συστήματος που επηρεάζει, αυτονοήτως και καθοριστικώς, την πορεία ανάπτυξης των υποσυστημάτων της, ήτοι των κρατών-μελών της.

Η Ευρωζώνη, παρατήρησε ο Πρόεδρος, καταδεικνύει εναργώς και το εντελώς πρόσφατο σύμπτωμα των επικίνδυνων κραδασμών εντός των τραπεζικών και των ευρύτερων χρηματοοικονομικών της δομών, διανύει μια μακρά περίοδο -που η αφετηρία της εντοπίζεται πριν την «επίσημη» έναρξη της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης τον Σεπτέμβριο του 2008- συρρίκνωσης της οικονομίας της.

Παράλληλα, υπογράμμισε, ότι αυτό το σύνδρομο της, δυστυχώς επιδεινούμενης, οικονομικής οιονεί «αναπνευστικής ανεπάρκειας» της Ευρωζώνης εκδηλώνεται, τουλάχιστον κατά μεγάλο μέρος, λόγω της υπερέκθεσής της στους εγγενείς κινδύνους μιας πολιτικής αυστηρής λιτότητας. Τις αρνητικές συνέπειες των οποίων, επιτείνουν οι ασυμμετρίες που χαρακτηρίζουν τη χάραξη της νομισματικής πολιτικής και την άσκηση της τραπεζικής προληπτικής εποπτείας από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.

Από πλευράς αμιγώς νομισματικής και χρηματοπιστωτικής πολιτικής, σημείωσε, η Ευρωζώνη, πέρα κι έξω από τις αρνητικές επιπτώσεις της ως άνω οικονομικής πολιτικής λιτότητας στο εν γένει οικονομικό της σύστημα, βιώνει την εμπειρία μιας Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας που δεν έχει τα απαιτούμενα θεσμικά και πολιτικά μέσα, για να διαδραματίσει αποδοτικώς τον ρόλο που διαδραματίζουν άλλες Κεντρικές Τράπεζες, όπως κατ’ εξοχήν η Fed.

«Και τούτο διότι το μόνο πεδίο, στο οποίο φαίνεται να κινείται κάπως άνετα, είναι εκείνο της χάραξης κι εφαρμογής της νομισματικής πολιτικής. Και τούτο μάλιστα μέσα στο στενό πλαίσιο που θέτει η Συνθήκη για την Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς ο πρωταρχικός στόχος που καλείται να διαδραματίζει είναι σχεδόν μονοσήμαντος: Η διασφάλιση της σταθερότητας του επιπέδου των τιμών και η οικονομική ανάπτυξη» τόνισε.

Υπό τα δεδομένα αυτά, υπογράμμισε ο κ.Παυλόπουλος, η προμνημονευόμενη πολιτική λιτότητας έχει οδηγήσει την Ευρωζώνη στα πρόθυρα μιας κρίσης οικονομικής και νομισματικής «ασφυξίας», η οποία προοιωνίζεται τέσσερα -αναποσπάστως συνδεόμενα μεταξύ τους- «δεινά»: Στασιμότητα, χαμηλό πληθωρισμό ως και αποπληθωρισμό, υπερχρέωση και, κυρίως, δραματικώς αυξανόμενες ανισότητες κι εξίσου δραματικώς αυξανόμενη ανεργία. «Δεινά», τα οποία αφενός-όπως τόνισε- αναδεικνύουν το μέγεθος στρέβλωσης κι αντίστοιχης κρίσης του καπιταλιστικού οικονομικού συστήματος εντός Ευρωζώνης.

Και, αφετέρου, ερμηνεύουν επαρκώς το δυσοίωνο σημάδι σταδιακής εμφάνισης ακραίων πολιτικών μορφωμάτων, ακόμη και με την λεοντή του νεοναζισμού.

Επισήμανε, ακολούθως, ότι η αναστροφή αυτής της δυσοίωνης πορείας της Ευρωζώνης -κι ως την οριστική διαμόρφωση των πάγιων πυλώνων αντιμετώπισης κρίσεων δημόσιου χρέους- και η επάνοδος στην προοπτική βιώσιμης ανάπτυξης προϋποθέτουν την άμεση δόμηση και θέση σ’ εφαρμογή τουλάχιστον μιας ουσιαστικής παρεμβατικής πολιτικής, προσαρμοσμένης φυσικά στην ιδιομορφία της τρέχουσας συγκυρίας. Παρεμβατικής πολιτικής η οποία, και μέσω της υιοθέτησης δραστικών μέτρων ορθολογικής ποσοτικής χαλάρωσης και στοχευμένης ενίσχυσης της ρευστότητας, θα μπορέσει να τονώσει την ζήτηση και να επαναφέρει τον πληθωρισμό στον μέσο ευρωπαϊκό όρο του 2%. «Συνακόλουθα, θα μπορέσει να καταπολεμήσει την ανεργία, επαναφέροντας το οικοδόμημα της Ευρωζώνης στην τροχιά της σταθερής επιδίωξης επίτευξης του, κατά Keynes, όρου της πλήρους απασχόλησης» ανέφερε ο Πρόεδρος.

Παράλληλα, τόνισε την επείγουσα ανάγκη άσκησης δραστικών, και μάλιστα ριζοσπαστικών, παρεμβατικών οικονομικών πολιτικών προκειμένου ν’ αντιμετωπισθεί εγκαίρως η επαπειλούμενη νέα παγκόσμια οικονομική ύφεση και πρόσθεσε ότι για να επιτευχθούν οι ως άνω στόχοι, καλό είναι να έχουμε προ οφθαλμών την ανάγκη, πέρα από την -σαφώς χρήσιμη αλλά και απαραίτητη- γνώμη των τεχνοκρατών, οργάνωσης της ενεργού παρέμβασης των κρατών-μελών της Ευρωζώνης, κυρίως μέσω των αντίστοιχων αρμόδιων δημοκρατικών θεσμών.

Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας έκλεισε τον χαιρετισμό του επικαλούμενος τις πάντα επίκαιρες, ρήσεις του Φρ. Ρούσβελτ. Αναφέρθηκε στον δεύτερο εναρκτήριο λόγο του, την 20η Ιανουαρίου 1937, όπου με την ενόραση του ηγέτη που διαισθάνεται την πολεμική λαίλαπα και τη ναζιστική επιδρομή κατά των θεσμών και του κοινωνικού κράτους δικαίου, τόνιζε: «Εμείς που πιστεύουμε στην Δημοκρατία γνωρίζαμε ότι το δημοκρατικό πολίτευμα έχει την εγγενή ικανότητα να προφυλάσσει τον λαό από τις καταστροφές εκείνες που άλλοτε θεωρούνταν αναπότρεπτες, να επιλύει προβλήματα που άλλοτε θεωρούνταν ανεπίλυτα. Αρνούμασταν να δεχθούμε ότι δεν υπήρχε τρόπος να ελέγξουμε τις οικονομικές επιδημίες, όπως ακριβώς ελέγξαμε άλλοτε τις επιδημίες των ασθενειών, μετά από αιώνες δεινών τα οποία αποδεχόμασταν μοιρολατρικά. Αρνηθήκαμε να αφήσουμε την λύση των προβλημάτων της κοινής μας διαβίωσης στους ανέμους της τύχης και τους κυκλώνες της καταστροφής».

Και ολοκλήρωσε την ομιλία του με ένα απόσπασμα από τον τρίτο εναρκτήριο λόγο του Ρούσβελτ, την 20η Ιανουαρίου 1941 -δηλαδή στην καρδιά πλέον του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου- συνέχιζε στο ίδιο μήκος ανάληψης της ιστορικής ευθύνης των ΗΠΑ: «Οι ελπίδες της Δημοκρατίας δεν μπορούν να ανεχθούν επ’ άπειρον την άδικη φτώχεια και τον πλούτο που δεν υπηρετεί παρά μόνο τον εαυτό του…. Μπροστά στους μεγάλους κινδύνους, που όμοιούς τους ποτέ στο παρελθόν δεν αντιμετωπίσαμε, είμαστε αποφασισμένοι να προστατεύσουμε και να διατηρήσουμε την ακεραιότητα της Δημοκρατίας».


Αναλυτικά ο χαιρετισμός του Προκόπη Παυλόπουλου

Κύριοι Σύνεδροι,
Με ιδιαίτερη ικανοποίηση αλλά και ανάλογες προσδοκίες –ακριβώς λόγω της υψηλής ποιότητας των συμμετεχόντων σ’ αυτό- απευθύνω αυτό τον εναρκτήριο χαιρετισμό στο Πρώτο Οικονομικό Forum των Δελφών.  Εύχομαι, κι ελπίζω βασίμως, ότι το Forum αυτό θ’ αποτελέσει στο μέλλον πραγματικό θεσμό, διεθνούς μάλιστα εμβέλειας, στο πεδίο της οικονομίας εν γένει, ιδίως δε στο τμήμα του πεδίου τούτου που αφορά αφενός την αναζήτηση των αιτίων της τρέχουσας δεινής οικονομικής κρίσης πανευρωπαϊκής, ακόμη δε και παγκόσμιας, εμβέλειας.  Και, αφετέρου και συνακόλουθα, των μεθόδων της εξόδου απ’ αυτήν, το συντομότερο δυνατό.

  1. Η κεντρική θεματική του Forum αποσκοπεί στην διαμόρφωση θέσεων και στην διατύπωση αντίστοιχων προτάσεων ως προς τους μακροπρόθεσμους στρατηγικούς στόχους, τους οποίους πρέπει να επιλέξει η Χώρα μας –βεβαίως δε και η ευρύτερη περιοχή μας- προκειμένου ν’ αντιμετωπίσει αποτελεσματικώς τις μεγάλες προκλήσεις του μέλλοντος και, πρωτίστως, προκειμένου να διασφαλίσει τις προϋποθέσεις μιας οικονομικώς βιώσιμης και κοινωνικώς δίκαιης ανάπτυξης.  Το έργο τούτο ανήκει στους, υψηλής ποιότητας όπως ήδη τόνισα, ειδικούς συμμετέχοντες στο Forum. Από την πλευρά μου, και στο πλαίσιο ενός σύντομου χαιρετισμού, επιτρέψατέ μου να περιορισθώ σε μια γενικότερη τοποθέτηση, η οποία επικεντρώνεται στο εξής:  Με δεδομένο το γεγονός ότι η Ελλάδα είναι και θα παραμείνει στον στενό πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ήτοι στην Ευρωζώνη, οι αναπτυξιακές της προοπτικές υπό όρους βιωσιμότητας και κοινωνικών δικαιωμάτων εξαρτώνται, δίχως αμφιβολία, από την όλη αναπτυξιακή πορεία του ως άνω ευρωπαϊκού της περιγύρου.  Κατά συνέπεια, χρήσιμο –θάλεγα εξ αρχής επιβεβλημένο- είναι να προβληματισθούμε όλοι ως προς την, κατά την τρέχουσα συγκυρία, πορεία της ανάπτυξης της Ευρωζώνης, ως γενικότερου οικονομικού συστήματος που επηρεάζει, αυτονοήτως και καθοριστικώς, την πορεία ανάπτυξης των υποσυστημάτων της, ήτοι των κρατών-μελών της.
  2. Η Ευρωζώνη, όπως καταδεικνύει εναργώς και το εντελώς πρόσφατο σύμπτωμα των επικίνδυνων κραδασμών εντός των τραπεζικών και των ευρύτερων χρηματοοικονομικών της δομών, διανύει μια μακρά περίοδο –που η αφετηρία της εντοπίζεται πριν την «επίσημη» έναρξη της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης τον Σεπτέμβριο του 2008- συρρίκνωσης της οικονομίας της.  Αυτό το σύνδρομο της, δυστυχώς επιδεινούμενης, οικονομικής οιονεί «αναπνευστικής ανεπάρκειας» της Ευρωζώνης εκδηλώνεται, τουλάχιστον κατά μεγάλο μέρος, λόγω της υπερέκθεσής της στους εγγενείς κινδύνους μιας πολιτικής αυστηρής λιτότητας.  Τις αρνητικές συνέπειες των οποίων επιτείνουν οι ασυμμετρίες που χαρακτηρίζουν την χάραξη της νομισματικής πολιτικής και την άσκηση της τραπεζικής προληπτικής εποπτείας από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.

Α. Από πλευράς οικονομικής πολιτικής η Ευρωζώνη, εκ κατασκευής μάλιστα, «εμπνέεται» από το «δόγμα» της πολιτικής λιτότητας, η οποία έχει ως βασικό στόχο την καταπολέμηση των ελλειμμάτων και την αντιμετώπισή του, σχεδόν παθολογικού, φόβου του πληθωρισμού.  Ταυτοχρόνως, το ως άνω «δόγμα» ολοκληρώνεται με την θέση ότι αυτή η πολιτική λιτότητας είναι, αφ’ εαυτής, σε θέση να διασφαλίσει και την βιώσιμη ανάπτυξη της Ευρωζώνης, καθιστώντας παραλλήλως μηδενικό τον κίνδυνο δομικής ύφεσης.
1. Υπενθυμίζεται ότι η σύνδεση της πολιτικής λιτότητας και της προοπτικής ανάπτυξης στηρίχθηκε, κατά μεγάλο μέρος, στη νεοφιλελεύθερη θεωρία του Arthur Melvin Okun περί «αναπτυξιακής λιτότητας».  Όπως αυτή διατυπώθηκε το 1975, στο έργο του «Equality and Efficiency: The Big Tradeoff», υπακούοντας σε μια λογική «αποθέωσης» της δυνατότητας αυτορρύθμισης της αγοράς και «αποκήρυξης» του κρατικού παρεμβατισμού, ιδίως υπό την εκδοχή των παροχών κοινωνικής στήριξης των οικονομικώς ασθενέστερων ομάδων.
2. Όμως η ιδιότυπη αυτή «αναπτυξιακή λιτότητα» αποδείχθηκε –κι αποδεικνύεται ολοένα και περισσότερο- το λιγότερο ουτοπική. Και μάλιστα όχι μόνο στην Ευρωζώνη αλλά σε παγκόσμιο, σχεδόν, επίπεδο.
α) Από πλευράς οικονομικής θεωρίας αποτελεί σήμερα κοινό τόπο ότι όχι μόνον δεν ισχύει ο «διαλεκτικός» συνδυασμός «αναπτυξιακής λιτότητας» αλλά, όλως αντιθέτως, η λιτότητα οδηγεί, μάλλον δε νομοτελειακώς, σ’ αυτοτροφοδοτούμενη ύφεση κι ενδημική παρουσία του εφιάλτη των ανισοτήτων και της ανεργίας.  Ενώ ο κρατικός παρεμβατισμός, κατά βάση μέσω στήριξης του κοινωνικού κράτους δικαίου, εμφανίζεται –βεβαίως υπό όρους ορθολογικής δόμησής του- ως πλήρως συμβατός με τα λοιπά μέσα δρομολόγησης μιας προοπτικής βιώσιμης –καθώς και ταχύρρυθμης- ανάπτυξης.
α1) Κάπως έτσι, το 2012, π.χ., οι Joseph Stiglitz («The Price of Inequality: How Today’s Divided Society Endangers Our Future») και Paul Krugman («End This Depression Now!») ανέδειξαν τον ανορθολογισμό της «αναπτυξιακής λιτότητας», φέρνοντας στο φως τις δραματικές επιπτώσεις των κοινωνικών ανισοτήτων, της ανεργίας και του επέκεινα ελλοχεύοντος κινδύνου ρήξης του κοινωνικού ιστού.
α2) Πέραν τούτου δε ακόμη και στελέχη του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου πήραν σαφείς αποστάσεις από το «πάλαι ποτέ διαλάμψαν» δόγμα της «αναπτυξιακής λιτότητας»:

β) Εκτός όμως από την θεωρία, η ίδια η πορεία της πραγματικής οικονομίας, εντός κι εκτός της Ευρωζώνης, δείχνει μ’ ενάργεια την αναπότρεπτη «πτώχευση» της σύνδεσης αμιγούς λιτότητας και ανάπτυξης.  Και τούτο γιατί –αποδεδειγμένα πλέον και ιδίως εντός Ευρωζώνης- η πολιτική λιτότητας έχει οδηγήσει όχι μόνο στο οικονομικό δράμα κρατών-μελών όπως η Ελλάδα. Αλλά και σε μια περίοδο διαβρωτικής ύφεσης, κατά την οποία:
β1) Η ζήτηση εξανεμίζεται, εκμηδενίζοντας έτσι και την προσφορά. Ενώ όχι μόνον ουδέποτε και ουδόλως επιβεβαιώθηκε ο κίνδυνος πληθωρισμού αλλά, διαμετρικώς αντιθέτως, η Ευρωζώνη ζει την επικίνδυνη εμπειρία αδυναμίας επίτευξης των πληθωριστικών της στόχων.  
β2) Οι ανισότητες διευρύνονται, ενώ η απουσία ενός αποτελεσματικού κοινωνικού κράτους δικαίου φέρνει και πάλι στην επιφάνεια το φαινόμενο της ανθρωπιστικής κρίσης.  Ειδικώς ως προς την δραματική διεύρυνση των ανισοτήτων, άκρως αποκαλυπτική είναι η μελέτη (2014) του «Boston Consulting Group», κατά την οποία: Σήμερα οι «πολύ πλούσιοι», που αποτελούν το 0,7% του πληθυσμού, ελέγχουν το 41% του παγκόσμιου πλούτου.  Αν δε σ’ αυτούς προστεθούν οι «απλώς πλούσιοι» -ήτοι το 7,7% του πληθυσμού- τότε το 8,4% του πληθυσμού ελέγχει το 83,3% του παγκόσμιου πλούτου.  Ο δε οικονομικώς αδύναμος πληθυσμός –που συνιστά την συντριπτικώς μεγάλη πλειοψηφία (68,7%) –ελέγχει μόλις το 3% του παγκόσμιου πλούτου.
β3) Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, η ανεργία φθάνει στην Ευρώπη σ’ αδιανόητα επίπεδα –άνω του 10% κατά μέσον όρο- πράγμα που πλήττει στον ίδιο τον πυρήνα του το καπιταλιστικό οικονομικό σύστημα: Ο John Maynard Keynes, στο κορυφαίο και κλασικό έργο του «The General Theory of Employment, Interest and Money» (1936), είχε επισημάνει ότι οι δύο θεμελιώδεις πυλώνες του καπιταλιστικού οικονομικού συστήματος είναι η πλήρης απασχόληση και η δικαιότερη κατανομή του παραγόμενου εισοδήματος, που οδηγεί και σε δικαιότερη κατανομή του αντιστοίχως παραγόμενου πλούτου.
Β. Από πλευράς αμιγώς νομισματικής και χρηματοπιστωτικής πολιτικής, η Ευρωζώνη, πέρα κι έξω από τις αρνητικές επιπτώσεις της ως άνω οικονομικής πολιτικής λιτότητας στο εν γένει οικονομικό της σύστημα, βιώνει την εμπειρία μιας Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας που δεν έχει τ’ απαιτούμενα θεσμικά και πολιτικά μέσα για να διαδραματίσει αποδοτικώς τον ρόλο που διαδραματίζουν άλλες Κεντρικές Τράπεζες, όπως κατ’ εξοχήν η Fed. Και τούτο διότι το μόνο πεδίο, στο οποίο φαίνεται να κινείται κάπως άνετα, είναι εκείνο της χάραξης κι εφαρμογής της νομισματικής πολιτικής.  Και τούτο μάλιστα μέσα στο στενό  πλαίσιο που θέτει η Συνθήκη για την Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς ο πρωταρχικός στόχος που καλείται να διαδραματίζει είναι σχεδόν μονοσήμαντος:  Η διασφάλιση της σταθερότητας του επιπέδου των τιμών και η οικονομική ανάπτυξη.  Οι περιορισμοί στο πεδίο δράσης της ΕΚΤ που γεννώνται απ’ αυτή την θεσμική διάσταση, οι οποίοι μάλιστα ενισχύονται και από τις αυστηρές διατάξεις της Συνθήκης για την δημοσιονομική πειθαρχία, είναι σημαντικοί.  Παράλληλα, από τις 4 Νοεμβρίου 2014 η ΕΚΤ ασκεί, από νομική άποψη, ουσιαστικώς τον εποπτικό της ρόλο επί των συστημικών τραπεζών της Ευρωζώνης σύμφωνα με το νέο πλαίσιο που καθιερώθηκε για την δημιουργία μιας πραγματικής Ευρωπαϊκής Τραπεζικής Ένωσης.  Εντούτοις, η Συνθήκη για την Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ο Κανονισμός του Συμβουλίου ECOFIN, που διέπουν αυτή την εποπτική της αρμοδιότητα θέτουν σοβαρούς, ενδογενείς, περιορισμούς αναφορικά με την έκταση της παρέμβασης της ΕΚΤ και σε αυτό το πεδίο, καθώς η ως άνω παρέμβαση περιορίζεται σε συγκεκριμένα, σαφώς καθορισμένα, ουσιαστικά μεν αλλά τεχνικά ζητήματα της καλούμενης «μικρο-προληπτικής τραπεζικής εποπτείας». Εν όψει των προαναφερθέντων, πρέπει να επισημανθούν τ’ ακόλουθα:
1. Η ΕΚΤ αδυνατεί να στηρίξει αποτελεσματικώς την ρευστότητα, ιδίως στα «προβληματικά» μέλη της Ευρωζώνης, μέσω τόνωσης του τραπεζικού δανεισμού προς τις επιχειρήσεις, πρωτίστως τις μικρές και τις μεσαίες, που πάσχουν πια από οικονομική «αναιμία».  Συνακόλουθα, αδυνατεί να συμβάλλει στην καταπολέμηση τόσο της κρίσης ιδιωτικού χρέους όσο και του διαβρωτικού αποπληθωρισμού, που υπονομεύει υποδορίως κάθε προσδοκία βιώσιμης ανάπτυξης στην Ευρωζώνη.  Κι αυτή η αδυναμία της ΕΚΤ φαίνεται από την χαμηλή απόδοση του πιο «δυνατού χαρτιού» της στον τομέα αυτόν, ήτοι της παροχής προς τις ευρωπαϊκές τράπεζες στοχευμένων μακροπρόθεσμων δανείων με χαμηλό επιτόκιο («Long-Term Refinancing Operation» «L.T.R.O.»), προκειμένου αυτές να δανείσουν με τη σειρά τους –και μ’ ανάλογους ευνοϊκούς όρους- τις ως άνω επιχειρήσεις.  Και τούτο διότι το ήδη «ταλαιπωρημένο» τραπεζικό σύστημα των προμνημονευόμενων «προβληματικών» μελών της Ευρωζώνης διστάζει να κάνει χρήση αυτής της δανειακής διευκόλυνσης της ΕΚΤ, δοθέντος ότι ένας τέτοιος δανεισμός δεν είναι ελκυστικός από πλευράς κερδοφορίας, ενώ πάντα -και παρά το χαμηλό επιτόκιο- ελλοχεύει ο κίνδυνος τα δάνεια προς τις  επιχειρήσεις να γίνουν κι αυτά «κόκκινα».
2. Πρωτίστως όμως η ΕΚΤ δεν είναι σε θέση να διαδραματίσει έναν ρόλο αντίστοιχο εκείνου της Fed, ο οποίος θα της επέτρεπε να συμβάλλει στην αποσόβηση της εξαιρετικά επικίνδυνης κρίσης δημόσιου χρέους, που συνιστά σήμερα τον πιο μεγάλο κίνδυνο για το μέλλον της Ευρωζώνης.
α) Η αποστολή αυτή της ΕΚΤ προϋποθέτει τουλάχιστον δύο θεσμικές και οικονομικές τομές, τις οποίες όμως οι προμνημονευόμενες εμμονές οικονομικής πολιτικής καθιστούν ανέφικτες:
α1) Είναι σημαντικό μειονέκτημα –με βάση και την τρέχουσα επικαιρότητα και τον διεθνή πλέον προβληματισμό έναντι των «Οίκων Αξιολόγησης» και των «Vulture Funds»- η Ευρωζώνη και η ΕΚΤ να μην έχουν ακόμη δρομολογήσει την δημιουργία ενός είδους «Ευρωπαϊκού Οίκου Αξιολόγησης».  
α2) Είναι επίσης καιρός η Ευρωζώνη και η ΕΚΤ να συνειδητοποιήσουν  ότι το μόνο αξιόπιστο «όπλο» για την αποτελεσματική αντιμετώπιση της κρίσης δημόσιου χρέους είναι η προσφυγή στον θεσμό του «ευρωομόλογου».  Συνιστά κοινή πεποίθηση στο πεδίο της οικονομικής επιστήμης ότι το «ευρωομόλογο» θ’ αποτελέσει σημαντικό παράγοντα μείωσης του κόστους δανεισμού, ιδίως για τα υπερχρεωμένα μέλη της Ευρωζώνης.  Ταυτοχρόνως θ’ αποτελέσει ισχυρό μοχλό στήριξης των χωρών που τίθενται εκτός αγορών, ώστε η επιστροφή σ’ αυτές να συντελεσθεί ταχύτερα και ομαλότερα.  Πέραν τούτου, είναι βέβαιο ότι το «ευρωομόλογο» θ’ αποτρέψει, σε σημαντικό βαθμό, την μετάδοση του «ιού» του χρέους σ’ άλλες χώρες της Ευρωζώνης.  Τέλος, το «ευρωομόλογο» μπορεί να λειτουργήσει ευεργετικά συνολικώς για το Ευρώ, στο μέτρο που είναι σε θέση να του διασφαλίσει έναν ενισχυμένο ρόλο ως «παγκόσμιου αποθεματικού», με βάση το ότι είναι βέβαιο πως η αγορά των ευρωομολόγων θα κατακτήσει έτσι, και σύντομα, ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα ρευστότητας.
β) Αντ’ αυτού, εντός Ευρωζώνης διαπιστώνουμε μιαν αμφισβήτηση ακόμη και μικρών βημάτων ενίσχυσης της ΕΚΤ για την αντιμετώπιση της κρίσης του δημόσιου χρέους των κρατών-μελών της, όπως φάνηκε «ανάγλυφα» όταν ο Μάριο Ντράγκι εξήγγειλε, στις 6.9.2012, το πρόγραμμα «Άμεσων Νομισματικών Συναλλαγών» («Outright Monetary Transactions», «ΟΜΤ»), σ’ αντικατάσταση του ανεπαρκούς προηγούμενου προγράμματος αγοράς ομολόγων «SMP» («Securities Μarkets Programme»):
β1) Μπροστά στο μεγάλο κενό της έλλειψης του «ευρωομολόγου» η ΕΚΤ, στο απόγειο της κρίσης δημόσιου χρέους στην Ευρωζώνη τον Σεπτέμβριο του 2012, εξήγγειλε το πρόγραμμα ΟΜΤ ως ένα «υποκατάστατο ανάγκης». Το πρόγραμμα αυτό προβλέπει –φυσικά υπό προϋποθέσεις και ιδίως με την παρέμβαση του ESM («European Stability Mechanism»)– grosso modo την εκ μέρους της ΕΚΤ αγορά απεριόριστου ύψους κρατικών ομολόγων ενός κράτους-μέλους της Ευρωζώνης στην δευτερογενή αγορά.  
β2) Όμως ακόμη και το μικρό, όπως επισημάνθηκε, αυτό βήμα αμφισβητήθηκε από πλευράς Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας, που απηύθυνε προδικαστικό ερώτημα στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως προς την συμβατότητά του με το πρωτογενές ευρωπαϊκό δίκαιο, το οποίο διέπει τις αρμοδιότητες της ΕΚΤ.  Χρειάσθηκε δε η «περίτεχνη» απάντηση του ΔΕΕ για να το νομιμοποιήσει από πλευράς ευρωπαϊκής έννομης τάξης, χωρίς βέβαια να προδικάζεται αν αυτή η θέση του ΔΕΕ θα γίνει πλήρως αποδεκτή.  Δεν χωρεί αμφιβολία ότι η ΕΚΤ κινείται μέσα σ’ ένα στενό θεσμικό πλαίσιο που έχει τεθεί με την προαναφερόμενη Συνθήκη, το οποίο είναι προϊόν της επίδρασης των όρων λειτουργίας της Γερμανικής Κεντρικής Τράπεζας (Bundesbank), οι οποίοι απετέλεσαν το πρότυπό της, καθώς και των συνθηκών σχετικής οικονομικής σταθερότητας που επικρατούσαν όταν υιοθετήθηκε η Συνθήκη του Μάαστριχτ.  Οι συνθήκες αυτές, όμως, έχουν μεταβληθεί άρδην και για μεγάλο χρονικό διάστημα.  Εύλογα, συνεπώς, γεννάται το ερώτημα αν είναι αναγκαία η αναθεώρηση των νομισματικών και χρηματοπιστωτικών διατάξεων της ως άνω Συνθήκης, κατά τρόπο που αυτές να είναι συμβατές τόσο με τους συναφείς συνταγματικούς περιορισμούς που τίθενται σε ορισμένα κράτη της κεντρικής Ευρώπης όσο και με τις νέες προτεραιότητες της Ευρωπαϊκής οικονομικής πραγματικότητας.  Η απάντηση είναι αυτονόητη: Σαφώς ναι.  
Γ. Υπό τα δεδομένα αυτά, η προμνημονευόμενη πολιτική λιτότητας έχει οδηγήσει την Ευρωζώνη στα πρόθυρα μιας κρίσης οικονομικής και νομισματικής «ασφυξίας», η οποία προοιωνίζεται τέσσερα –αναποσπάστως συνδεόμενα μεταξύ τους- «δεινά»:  
1. Στασιμότητα, χαμηλό πληθωρισμό ως και αποπληθωρισμό, υπερχρέωση και, κυρίως, δραματικώς αυξανόμενες ανισότητες κι εξίσου δραματικώς αυξανόμενη ανεργία.  «Δεινά», τα οποία αφενός αναδεικνύουν το μέγεθος στρέβλωσης κι αντίστοιχης κρίσης του καπιταλιστικού οικονομικού συστήματος εντός Ευρωζώνης. Και, αφετέρου, ερμηνεύουν επαρκώς το δυσοίωνο σημάδι σταδιακής εμφάνισης ακραίων πολιτικών μορφωμάτων, ακόμη και με την λεοντή του νεοναζισμού.
2. Η αναστροφή αυτής της δυσοίωνης πορείας της Ευρωζώνης –κι ως την οριστική διαμόρφωση των πάγιων πυλώνων αντιμετώπισης κρίσεων δημόσιου χρέους- και η επάνοδος στην προοπτική βιώσιμης ανάπτυξης προϋποθέτουν την άμεση δόμηση και θέση σ’ εφαρμογή τουλάχιστον μιας ουσιαστικής παρεμβατικής πολιτικής, προσαρμοσμένης φυσικά στην ιδιομορφία της τρέχουσας συγκυρίας.  Παρεμβατικής πολιτικής η οποία, και μέσω της υιοθέτησης δραστικών μέτρων ορθολογικής ποσοτικής χαλάρωσης και στοχευμένης ενίσχυσης της ρευστότητας, θα μπορέσει να τονώσει την ζήτηση και να επαναφέρει τον πληθωρισμό στον μέσο ευρωπαϊκό όρο του 2%.  Συνακόλουθα θα μπορέσει να καταπολεμήσει την ανεργία, επαναφέροντας το οικοδόμημα της Ευρωζώνης στην τροχιά της σταθερής επιδίωξης επίτευξης του, κατά Keynes, όρου της πλήρους απασχόλησης.  Την επείγουσα ανάγκη άσκησης δραστικών, και μάλιστα ριζοσπαστικών, παρεμβατικών οικονομικών πολιτικών προκειμένου ν’ αντιμετωπισθεί εγκαίρως η επαπειλούμενη νέα παγκόσμια οικονομική ύφεση επισημαίνει, άλλωστε, σε δραματικό τόνο και η πρόσφατη εβδομαδιαία έκδοση του περιοδικού Economist (20-26th Feb., βλ. άρθρα: «The World Economy: Out of ammo?», σελ. 7 και «Briefing: Fighting the next recession», σελ. 14-17).
Για να επιτευχθούν οι ως άνω στόχοι, καλό είναι να έχουμε προ οφθαλμών την ανάγκη, πέρα από την –σαφώς χρήσιμη αλλά και απαραίτητη- γνώμη των τεχνοκρατών, οργάνωσης της ενεργού παρέμβασης των κρατών-μελών της Ευρωζώνης, κυρίως μέσω των αντίστοιχων αρμόδιων δημοκρατικών θεσμών.  Και, εν κατακλείδι, σ’ αυτή την εξαιρετικώς κρίσιμη περίοδο θεωρώ ιδιαίτερα χρήσιμη την προσφυγή στις, πάντα επίκαιρες, ρήσεις του Franklin N. Roosevelt:

Exit mobile version