Ο διευθυντής του γραφείου υπουργού, του Υπουργείου Περιβάλλοντος και
Ενέργειας, Δημοσθένης Παπασταμόπουλος,
μίλησε σήμερα στο Ενεργειακό Συνέδριο «Ενεργειακή μετάβαση στην Ελλάδα και την
Γερμανία – Προοπτικές για το 2020 κι έπειτα». Ακολουθούν σημεία της ομιλίας
του:
Η εξοικονόμηση ενέργειας αποτελεί ένα πεδίο τεχνολογικής παρέμβασης,
καινοτομίας η απλά στατιστικών στόχων;
Με όλη την αξία που ιστορικά έχει η τεχνολογική εξέλιξη και η ανάπτυξη
των τεχνικών μέσων και υλικών, ακριβώς γιατί η ιστορικότητα τους είναι κατ’
εξοχήν κοινωνικής φύσης, το κεφάλαιο «εξοικονόμηση ενέργειας» αποτελεί πεδίο
κοινωνικής πολιτικής παρέμβασης.
Η πορεία προς ένα νέο ενεργειακό μοντέλο δεν είναι μια διαδικασία απλής
τεχνολογικής μετάβασης, αλλά για τη κυβέρνηση μας γίνεται αντιληπτή ως
κατεξοχήν πολιτικό ζήτημα. Αφορά την κοινωνία γιατί αποτελεί στοιχείο συνοχής
και αξιοπρεπούς βιωσιμότητας της, κρίσιμο παράγοντα μιας νέας αναπτυξιακής
διαδικασίας .
Μια τέτοια – ιδεολογικής φύσης –
εισαγωγή στο θέμα φαίνεται αντιφατική με το αυστηρά τεχνικό φορτίο της
ενεργειακής εξοικονόμησης και αναβάθμισης κτιρίων αλλά ασφαλής οδηγός αποτελεί
μια ιστορική διατύπωση:
Η φιλονικία για την πραγματικότητα ενός πράγματος, που έχει απομονωθεί
από την πράξη, είναι καθαρά σχολαστικό ζήτημα.
Δεν θα αναφερθώ στη διάσταση της ευρωπαϊκής πολιτικής των οδηγιών
ενεργειακής απόδοσης και της αντίστοιχης εθνικής πρωτοβουλίας, όπως και στο
νομοθετικό πλαίσιο και της εφαρμογής του. Αν και χρήσιμα ως τεκμηριωμένη
ρητορική είναι γνωστά σε όλους.
Ας αποπειραθούμε να προσεγγίσουμε τη πράξη
Τι αφορά τίτλος «εξοικονόμηση ενέργειας»;
Κτίρια, κελύφη κτιριακά και μηχανολογικό εξοπλισμό θέρμανσης και ψύξης;
Αφορά πρωτίστως τους χρήστες. Γι’αυτό και δεν πρόκειται για μια απλή
υπόθεση νομοθετικών ρυθμίσεων με βάση κάποιο αδιαμφισβήτητο αλγόριθμο εφαρμογής
οδηγιών και τεχνοκρατικής εφαρμογής.
Ποια κτίρια, με ποιους χρήστες, γιατί, που και με ποια χρηματοδότηση,
σε ποιο κοινωνικό περιβάλλον;
Σε κοινωνικό επίπεδο, από τους χειμώνες του 2011/2012 έχουμε την
εκρηκτική και ραγδαία εμφάνιση της ‘ενεργειακής φτώχειας’ σαν αποτέλεσμα της
απότομης αύξησης της τιμής των καυσίμων αλλά
και της έλλειψης σύγχρονης και αποτελεσματικής «ενεργειακής
συμπεριφοράς» του κτιριακού αποθέματος.
Εδώ αποτυπώνεται το κοινωνικό αδιέξοδο και κόστος των πολιτικών
λιτότητας που επελέγησαν ως πολιτική διεξόδου από την κρίση του πρότερου
αναπτυξιακού προτύπου και του εκρηκτικού αποτελέσματος του: την κρίση χρέους.
Ο καθιερωμένος πλέον όρος «ενεργειακή φτώχεια» αποτυπώνει τη
καθημερινότητα της εργαζομένης κοινωνίας
– μισθωτής η αυτοαπασχολούμενης – αλλά με τραγικούς όρους τη
καθημερινότητα πάνω από 1εκατ. Ανέργων. Οι συνεχείς αυξήσεις των τιμολογίων ηλεκτρικής
ενέργειας (12 αυξήσεις από το 2010 έως το 2014 με συνολική μεσοσταθμική αύξηση
περίπου 50% – Συνολική αύξηση ηλεκτρικού ρεύματος περίπου 85% την περίοδο 2001
– 2012) και η αποτυχημένη φορολογικής στόχευσης πολιτική εξίσωσης πετρελαίου
θέρμανσης-κίνησης είχαν οδηγήσει σε εκρηκτική διόγκωση του κοινωνικού πρωτίστως
φαινομένου της ενεργειακής φτώχειας. Το πρόβλημα έχει επιβεβαιωθεί και
επιστημονικά από πλήθος μελετών που αποδεικνύουν ότι η μείωση της ενεργειακής
δαπάνης είναι αναλογικά μεγαλύτερη στα μεσαία και χαμηλότερα εισοδήματα.
Συμπληρωματικά, έγινε ορατό το αποτέλεσμα της έλλειψης σχετικών
επενδύσεων τεχνολογικής ανανέωσης και καινοτομίας τόσο στην βιομηχανία όσο και στις μεταφορές,
εφόσον αυτές θα μπορούσαν να συγκρατήσουν το κόστος παραγωγής προϊόντων και
υπηρεσιών.
Επισημαίνω μόνο την αντίφαση της μειούμενης κατανάλωσης ακριβής
ενέργειας στο υφεσιακό πλαίσιο της οικονομίας και της υπερ-επάρκειας
παραγωγικού δυναμικού στον τομέα ηλεκτρικής ενέργειας.
Ας προσπαθήσουμε να διατυπώσουμε μια άσκηση:
Στο πλαίσιο περιοριστικών δημοσιονομικών πολιτικών
Με κοντά 1,2 εκατ. Ανέργους με στοιχεία του Ιαν. 2016
Όταν 6 στους 10 εργαζόμενους στον ιδιωτικό τομέα αμείβονται με λιγότερο
από 1000€ μικτά σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του συστήματος ΕΡΓΑΝΗ…
Πόσο ελκυστικό και αποτελεσματικό μπορεί να είναι οποιοδήποτε πρόγραμμα
ενεργειακής εξοικονόμησης; Πως μπορεί να απευθυνθεί κανείς σε πολίτες για
ανανέωση του απαρχαιωμένου μηχανολογικού εξοπλισμού θέρμανσης όταν ΔΕΝ ανάβει
το καλοριφέρ;
Η λιτότητα υπονομεύει την αναπτυξιακή ανάγκη, το κοινωνικά ωφέλιμο της
ευρωπαϊκής και εθνικής πολιτικής και στοχοθεσίας ενεργειακής εξοικονόμησης.
Έχει νόημα η συζήτηση για ενεργειακή
απόδοση και εξοικονόμηση στον κτιριακό τομέα;
Ο κτιριακός τομέας – κατοικία και τριτογενής τομέας – καλύπτουν το 45%
της ενεργειακής κατανάλωσης, ενώ η βιομηχανία το 18%, οι δε μεταφορές 35%.
Για ποια κτίρια μιλάμε; Με ποια χαρακτηριστικά;
Τα κτίρια κατοικίας πριν το 1980, που είναι θερμικά απροστάτευτα,
αποτελούν το 55,37% του συνολικού αποθέματος. Περίπου 4 στα 10 κτίρια του
συνολικού κτιριακού δυναμικού έχουν κατασκευασθεί στην 20ετία 1961-1980, με ιδιαίτερο μερίδιο – κοντά στο 36% της
περιόδου – να ανήκει στο κτιριολογικό πρότυπο της πολυκατοικίας. Εδώ εντοπίζεται
το κύριο πεδίο αναγκαίων παρεμβάσεων.
Από το 1981 έως το 2000, με την εισαγωγή του κανονισμού θερμομόνωσης
και την εξέλιξη των υλικών και συστημάτων
θερμομόνωσης, της καθολικής ενσωμάτωσης νεώτερων κεντρικών συστημάτων
εξοπλισμού θέρμανσης κατασκευάζεται το 29,14%
Στην περίοδο 2001 έως το 2010, αντιστοιχεί το 15,49% του κτιριακού
συνόλου.
Ως ποσοστό η ιδιοκτησία κατοικίας στη χώρα μας είναι από τις υψηλότερες
στην Ευρώπη, αντικειμενική βάση για το προσδοκώμενο ενδιαφέρον κατασκευαστικών
παρεμβάσεων στη κτιριακή δομή. Σύμφωνα με στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για το 2012 το
61,2% των κανονικών κατοικιών είναι ιδιόκτητες χωρίς οικονομικές υποχρεώσεις,
το 12,35% ιδιόκτητες με οικονομικές υποχρεώσεις, 19,63% ενοικιαζόμενες και
6,81% υπό δωρεάν παραχώρηση. Στη σύγκριση ωστόσο με τα δεδομένα της Ευρώπης απουσιάζει
η αναφορά στην ανύπαρκτη για την ελληνική πραγματικότητα έννοια της κοινωνικής
στέγης, που μόνο ως ενοικιαζόμενη κατοικία κυμαίνεται από 20% έως και 35% του
συνόλου των κατοικιών.
Η Ελληνική εκδοχή της παραγωγής και κατανάλωσης κατοικίας διαφοροποιείται σημαντικά από το τυπικό
μοντέλο του ανεπτυγμένου Ευρωπαϊκού καπιταλισμού. Σημαντικό μέρος της σημερινής
ιδιοκτησίας κατοικίας έχει προέλθει από αυτόνομες πρακτικές στέγασης με
επίκεντρο την οικογένεια και όχι την εργασία. Εκτός από την εμπορευματοποίηση
της παραγωγής κατοικίας, την αποθέωση του μαύρου χρήματος της εργολαβικής
κατασκευαστικής δραστηριότητας, την χαμηλή τεχνολογική βάση του κλάδου των
κατασκευών, το δικαίωμα στη κατοικία επιβαρύνθηκε από τις δουλείες προς το
χρηματοπιστωτικό σύστημα. Από τη δεκαετία του ’90, ειδικότερα από τη δεύτερη
πενταετία της, σημειώνεται μια ενίσχυση της συμβολής του τραπεζικού δανεισμού
ως πηγής χρηματοδότησης αγγίζει συνολικά το 20% των περιπτώσεων αγοράς
κατοικίας, με έντονα στοιχεία κοινωνικής ανισομέρειας. Μετά το 2000 η επέκταση
της στεγαστικής πίστης κυριαρχεί ως μέγεθος στη χρηματοδότηση της αγοράς
κατοικίας.
Η τραπεζική χρηματοδότηση τροφοδότησε όχι στην ανανέωση του κτιριακού
δυναμικού αλλά την κρίση υπερσυσσώρευσης που εξάντλησε την δυναμική της ατμομηχανής
της οικονομίας.
Η κρίσιμη περιοχή των κατοικιών της περιόδου 1960 -1980 είναι μεν αυτή
που δεν βαρύνεται από τραπεζικά δάνεια, αλλά από την κοινωνική ανισότητα, την
εισοδηματική απίσχναση, τις συνέπειες της λιτότητας…
Πόση ενέργεια καταναλώνεται στα κτίρια κατοικίας και για ποια χρήση;
Για τη Θέρμανση χώρων 63,7%, τη παραγωγή Ζεστού Νερού Χρήσης (ΖΝΧ)
5,7%, το Μαγείρεμα 17,3%, τη Ψύξη Χώρων 1,3%, τον φωτισμό Φωτισμός 1,7%, τις
Συσκευές (ηλεκτρικές / ηλεκτρονικές) 10,2%.
Κυρίαρχα καύσιμα αποτελούν το Πετρέλαιο Θέρμανσης κατά 44,1%, ο
Ηλεκτρισμός κατά 26,8% με κρίσιμο ρόλο στην οργάνωση των όρων διαβίωσης –
περίπου το 53% της καταναλισκόμενης ηλεκτρικής ενέργειας απορροφάται για
μαγείρεμα και τη λειτουργία του ψυγείου, ενώ μόλις το 6,6% για το φωτισμό και
το 4,9% για την ψύξη της κατοικίας.
Οι πολιτικές που μετέτρεψαν τη δημοσιονομική κρίση χρέους σε κοινωνική
κρίση εκτόξευσαν τη χρήση Καυσόξυλων στο
17,4% ως μερίδιο στην κατηγοριοποίηση των καυσίμων.
Η χρήση Θερμική Ενέργειας από Θερμικά Ηλιακά Συστήματα, αγγίζει μόλις
το 2,9% της κατανομής καυσίμων…
Ποιες τεχνικές / κατασκευαστικές επιλογές μπορούν να προκριθούν;
Από τα χαρακτηριστικά του κτιριακού κελύφους κτιρίων με χρήση κατοικία
-U-value / συντελεστές θερμοπερατότητας
κλπ.) όπως αυτά έχουν προκύψει από υπάρχουσες κατασκευές και με βάση
σταθμισμένες βαρύτητες, προκύπτει ένας σαφής οδηγός προτεραιοτήτων. Στις
κλιματικές ζώνες Β και Γ, που συγκεντρώνουν το μέγιστο μερίδιο των κτιρίων
κατοικίας – η σύγκριση των τιμών U για τοίχους και οροφές σε διαμερίσματα / πολυκατοικίες των
περιόδων 1980 -2000 και 2000 – 2010 έχει διαφορές της τάξης του 25 – 50%, ενώ η
σύγκριση τιμών της προ του 1980 περιόδου και αυτής μετά το 2000 αποτυπώνει
διαφορές τριπλάσιες έως και τετραπλασιες. Για τα παράθυρα οι διαφορές είναι σαφώς
μικρότερου εύρους μέχρι 1,5.
Προκύπτει η ανάγκη – προτεραιότητα επέμβασης στο κέλυφος του κτιρίου,
δηλ ενίσχυση της θερμομόνωσης και κατόπιν των κουφωμάτων.
Τι έγινε μέχρι τώρα;
Η υλοποίηση μέτρων ενεργειακής εξοικονόμησης στηρίχθηκε αποκλειστικά σε
δημόσιους πόρους με όλες τις σχετικές αστοχίες στον σχεδιασμό του προγράμματος
«Εξοικονόμηση κατ’ Οίκον».
Στο πλαίσιο του Προγράμματος «Εξοικονόμηση κατ’ Οίκον», στο σύνολο της
χώρας, είχαν ενταχθεί σε Απόφαση Υπαγωγής 50.041 αιτήσεις ωφελουμένων συνολικού
Π/Υ 521,5 εκ. € (δάνεια 230,2 εκ. € και επιδοτήσεις 291,2 εκ. €).
Από αυτές, οι 45.377 αιτήσεις συνολικού Π/Υ 460,4 εκ. € έχουν
ολοκληρώσει τις εργασίες και έχουν αποπληρωθεί πλήρως.
Κόστος Πιστοποιητικών Ενεργειακής Απόδοσης 24,8 εκ. €
Κοστος ενεργειακών συμβούλων 11,9 εκ. €
Λοιπά έξοδα 6,7 εκ. €
Εκ του αποτελέσματος πρόκειται για μια αγοροκεντρικό και
τραπεζοκεντρικό πρόγραμμα. Χάρις στη πλήρη απουσία μελετητικής / επιστημονικής οργάνωσης και ιεράρχησης των
παρεμβάσεων ενεργειακής εξοικονόμησης το πρόγραμμα ανακύκλωσε το
εμπορευματοποιημένο έκδοχο κοινωνικών αναγκών:
85% αιτήθηκαν αντικατάσταση υαλοπινάκων και κουφωμάτων.
55% αιτήθηκαν τοποθέτηση θερμομόνωσης, τυποποιημένων πρακτικών και
τελικών προϊόντων
75% αιτήθηκαν αναβάθμιση του συστήματος θέρμανσης και τοποθέτηση
ηλιακού θερμοσίφωνα
Ενώ είναι σαφής και αυτονόητη η προτεραιότητα των επεμβάσεων στο
κέλυφος των κτιρίων υλοποιήθηκε η εμπορευματοποιημένη εκδοχή του
προσανατολισμού σε εφαρμογή τελικών προϊόντων μηχανολογικού εξοπλισμού σε
κτίρια με σημαντικές θερμικές απώλειες.
Η συμμετοχή στο πρόγραμμα, με τους χρηματοδοτικούς όρους που ίσχυσαν,
οδήγησε στην αναγκαστική τραπεζική δανειοδότηση, ενώ το ύψος της συνολικής
χρηματοδότησης περιόρισε σημαντικά το εύρος των σχετικών παρεμβάσεων.
Το μερίδιο του έργου των μηχανικών, σε ένα προφανές τεχνικό εγχείρημα
περιορίσθηκε στα ΠΕΑ, με ακατανόητη την απαξίωση της επιστημονικής συμβολής τους στον σχεδιασμό και την επίβλεψη
των όποιων κατασκευαστικών παρεμβάσεων και επιλογών εξοπλισμού. Έτσι είχαμε
θερμοδιακοπτόμενα κουφώματα στην αστική περιοχή της Αθήνας, στη κλιματική ζώνη
Β, μια επιλογή αμφίβολης επιστημονικής εγκυρότητας αλλά εξαιρετικής αγοραίας
αξίας. Η δε αμοιβή των μηχανικών μπορεί να σταθμισθεί στα 250 ευρώ ανα
πιστοποιητικό, αλλά όσοι γνωρίζουν την πραγματική οργάνωση της λεγόμενης
«αγοράς» ξέρουν πως σημαντικό μέρος της αμοιβής
εργασίας των μηχανικών απορροφήθηκε από την διαμεσολάβηση των τραπεζών.
Τι σχεδιάζουμε και υλοποιούμε;
Ήδη η κυβέρνησή μας πρόσφατα ενσωμάτωσε τη συγκεκριμένη Οδηγίας
2012/27/ΕΕ στο εθνικό δίκαιο με το ν. 4342/2015 γλιτώνοντας τη χώρα από
υψηλότατα πρόστιμα. Είναι πραγματικά ανεξήγητος ο χειρισμός των προηγούμενων
κυβερνήσεων, ειδικά μέσα σε αυτή τη δύσκολη οικονομική συγκυρία.
Ο πυρήνας του επανασχεδιασμού της
δημόσιας πολιτικής για την εξοικονόμηση ενέργειας στα κτίρια αποτελεί η
αξιοποίηση του απαξιωμένου κόσμου της επιστήμης και της εργασίας, του
παραγωγικού δυναμικού της χώρας για να υπηρετήσει αξιοπρεπώς το κοινωνικό
αίτημα για βιώσιμους όρους κατοίκησης.
Ήδη το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας τροποποίησε την ΚΥΑ
σύστασης του Ταμείου «Εξοικονόμηση κατ’ Οίκον», ώστε πόροι από τις επιστροφές
των δανείων σε συνδυασμό με πόρους που θα διατεθούν από τα δικαιώματα εκπομπών
αερίων του θερμοκηπίου και πόρους από τους τόκους των κεφαλαίων του Ταμείου να
διατεθούν για την κάλυψη περίπου 8.000 εκ των εκκρεμουσών αιτήσεων από το
προηγούμενο πρόγραμμα.
Ο Κανονισμός Ενεργειακής Απόδοσης Κτιρίων τροποποιείται με την
επιστημονική συμβολή της Αρχιτεκτονικής Σχολής ΕΜΠ.
Το νέο πρόγραμμα εξοικονόμησης κατ’ οίκον επανασχεδιάζεται με νέα
κριτήρια και όρους και θα εκκινήσει το φθινόπωρο της φετεινής χρονιάς.
Το χρηματοδοτικό σχήμα του νέου προγράμματος προβλέπει
Πρόγραμμα Άμεσης Ενίσχυσης
(292 εκατ: 248 ΕΠΑΝΕΚ + 44 ΠΕΠ)
Επιχορήγηση
Πιστοποιητικό Ενεργειακής
Απόδοσης (πριν και μετά)
Ενεργειακός Σύμβουλος
Τράπεζες
(130 εκατ περίπου) 2/3 Δανείου
Νέα στοιχεία του προγράμματος εξοικονόμησης αποτελούν
Ο κομβικός ρόλος του Εθνικού Ταμείου Επιχειρηματικότητας &
Ανάπτυξης, αντί των τραπεζών
Η Ολοκληρωμένη Πληροφοριακή Πλατφόρμα για
Υποβολή στοιχείων και δικαιολογητικών
Ενιαία παρακολούθηση του Προγράμματος από Τράπεζες, ΕΤΕΑΝ ΑΕ, ΥΠΕΝ κλπ
Παρακολούθηση πορείας αίτησης από πολίτες
Η απουσία ελέγχου από τις
Τράπεζες , και ο ειδικός ρόλος του
Οι κατηγορίες δικαιούχων ορίζονται κριτήρια
Ατομικό και Οικογενειακό
Εισόδημα
Κλιμακούμενο Βασικό Ποσοστό Επιχορήγησης
Αύξηση Επιχορήγησης ανά προστατευόμενο μέλος
Μέγιστο Ποσοστό Επιχορήγησης
Σχεδιάζεται νέα περιφερειακή κατανομή με κριτήρια
α) πλήθους κατοικούμενων κατοικιών
β) μέσης κατανάλωσης πρωτογενούς ενέργειας κατοικιών
γ) κατά κεφαλήν εισοδήματος
ανώτατος επιλέξιμος προϋπολογισμός 25.000 ευρώ από 15.000 ευρώ
επικαιροποίηση καταλόγου και τιμολόγησης προϊόντων
μείωση δικαιολογητικών
κατάργηση τιμής ζώνης
αυστηρότερος ενεργειακός στόχος
Οι Επιλέξιμες παρεμβάσεις θα αφορούν
Κέλυφος
• θερμομόνωση
• συστήματα σκίασης
• κουφώματα,
• υαλοπίνακες,
Η/Μ στοιχεία
• κεντρικό σύστημα
θέρμανσης
• ατομικά συστήματα
θέρμανσης
• αντλίες θερμότητας
• συστήματα αυτοματισμών
• Φ/Β συστήματα (για
αυτοκατανάλωση)
• ηλιοθερμικά συστήματα
Πρόκειται για μια απόπειρα διαμόρφωσης ενός νέου υποδείγματος
ανασυγκρότησης του κατασκευαστικού κλάδου, αλλά απαιτεί την αντίστοιχη
ανασύνταξη του κοινωνικού ρόλου του τραπεζικού τομέα ώστε να χρηματοδοτήσει –
αυτή τη φορά – με όρους κοινωνικών αναγκών την ιδιωτική δραστηριότητα.
Η αναζωογόνηση του κατασκευαστικού κλάδου με στόχο την αναβάθμιση του
κτιριακού αποθέματος δεν μπορεί να υποκατασταθεί από μία νέα αγοροκεντρική
προσήλωση σε εφαρμογές μηχανολογικού εξοπλισμού.
Εφόσον προκύπτει η τεκμηριωμένη προτεραιότητα θερμικής ενίσχυσης του
κελύφους των κτιρίων, οι κατασκευαστικές παρεμβάσεις οφείλουν πλέον να εμπεριέχουν την αποφασιστική εμπλοκή του
κόσμου της εργασίας – μελετητών
μηχανικών και εργατοτεχνικού προσωπικού – και την αξιοποίηση των προϊόντων υλικών
της εγχώριας βιομηχανικής παραγωγής.