Μία εφ’ όλης της ύλης συνέντευξη παραχώρησε ο Πρόεδρος του Κινήματος Δημοκρατών Σοσιαλιστών και πρώην πρωθυπουργός Γιώργος Παπανδρέου στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, τρία χρόνια μετά την παραίτησή του από την πρωθυπουργία της χώρας.
«Κίνητρο μου είναι να συμβάλλω με όλες μου τις δυνάμεις στην πορεία μετάβασης στην Μεταπελατειακή Ελλάδα. Με οδηγό ένα όραμα: να οικοδομήσουμε μια Ελλάδα Δικαιοσύνης και Δημιουργίας. Αυτό το όραμα για να επιτευχθεί απαιτούνται μεταρρυθμίσεις. Με δημοκρατικό και προοδευτικό πρόσημο. Μεταρρυθμίσεις που αλλάζουν εκ βάθρων τη χώρα, αντιμετωπίζουν τις αδικίες και εμπεδώνουν αίσθημα κοινωνικής δικαιοσύνης και κράτους δικαίου. Απαιτούνται μεγάλες, βαθύτατες αλλαγές. Απαιτείται και η μεγαλύτερη δυνατή κινητοποίηση των δυνάμεων του Ελληνισμού. Μόνον έτσι μπορούμε να δημιουργήσουμε μια Ελλάδα που να στέκεται στα δικά της πόδια. Μια Ελλάδα χωρίς εξαρτήσεις», ανέφερε ο Γιώργος Παπανδρέου ο οποίος αναφερόμενος στο σύνθημα του 2009 «Ή αλλάζουμε ή βουλιάζουμε», σχολίασε:
«Δυστυχώς, βουλιάζαμε. Βουλιάζαμε γιατί δεν είχαμε κάνει μέχρι τότε τις μεγάλες αλλαγές που χρειαζόταν για να γίνουμε μια σύγχρονη λειτουργική δημοκρατία. Έβαλα το κεφάλι μου στον ντορβά. Η κυβέρνησή μου και η κοινοβουλευτική μας ομάδα, πήραν στην πλάτη τους όλο το βάρος για να μη βουλιάξει η χώρα. Δεν υπολόγισα το πολιτικό κόστος. Δεν σκέφτηκα το προσωπικό κόστος. Έκανα απλά το πατριωτικό μου καθήκον».
Ο Γιώργος Παπανδρέου ανέφερε μεταξύ άλλων πως η ίδρυση του ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ Δημοκρατών Σοσιαλιστών δεν είχε προσωπικά κίνητρα: «Η ίδρυση του ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ Δημοκρατών Σοσιαλιστών, κάθε άλλο παρά προσωπικά κίνητρα έχει.
Είναι μια νέα αρχή για χιλιάδες πολίτες που νιώθουν πολιτικά άστεγοι, που έχουν ανάγκη να βρουν τη νέα πολιτική τους στέγη, που θα εκφράσει τις κοινές αξίες που μοιραζόμαστε. Το ακούγαμε από παντού: «Κάντε επιτέλους κάτι.Για αυτούς είναι το νέο ΚΙΝΗΜΑ. Αν κοίταζα το προσωπικό μου συμφέρον, δεν θα διάλεγα τον δύσκολο δρόμο. Θα διάλεγα τη σιγουριά της επανεκλογής. Του εύκολου συμβιβασμού».
Στην ερώτηση για το ποιος έφερε το ΔΝΤ στην Ελλάδα, ο πρώην πρωθυπουργός απάντησε: «Είναι πια πασίγνωστο ότι πολλές χώρες και ιδιαίτερα η Γερμανία, απαίτησαν τη συμμετοχή του ΔΝΤ. «’Η θα συμμετέχει το ΔΝΤ ή δεν συμμετέχουμε» είχαν πει τότε. Βλέπετε ακόμα και σήμερα – στην τελευταία φάση εξόδου μας από το πρόγραμμα προσαρμογής – την εμμονή κάποιων εταίρων στην εμπλοκή του ΔΝΤ.
Η Γερμανία και άλλες χώρες είχαν συγκεκριμένους λόγους που το ήθελαν. Πρώτα απ’ όλα γιατί δεν είχαν καμία εμπιστοσύνη στις υπηρεσίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την επιτήρηση του προγράμματος, μετά από την αποτυχία της να διαγνώσει έγκαιρα την καταστροφή που έγινε επί κυβέρνησης Καραμανλή. Δεύτερον, αφού δεν δέχτηκαν την πρότασή μου για Ευρωομόλογα, αποφάσισαν η βοήθεια να είναι από τους δικούς τους προϋπολογισμούς. Αυτό δημιουργούσε και δημιουργεί άλλα πολιτικά προβλήματα στα κοινοβούλιά τους. Για αυτό ζήτησαν να συμπληρωθεί ένα ποσοστό βοήθειας από το ΔΝΤ.
Περιέργως, το ίδιο το ΔΝΤ ήταν διστακτικό. Δεν νομίζω ότι ήθελε το ΔΝΤ να εμπλακεί στην ευρωζώνη – πολλές εκτός Ευρώπης χώρες του Διοικητικού του Συμβουλίου αντιδρούσαν, όπως για παράδειγμα η Βραζιλία. Εγώ είχα ζητήσει να είναι ένας αμιγώς ευρωπαϊκός μηχανισμός. Είχα προτείνει να δημιουργηθεί Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο.
Χρειάζεται όμως να συμπληρώσω κάτι σημαντικό από την δικιά μου εμπειρία. Η Ελλάδα βρισκόταν και βρίσκεται σε μια πολύ δύσκολη θέση διαπραγματευτικά. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ούτε να ακούσει τότε για αναδιάρθρωση του χρέους μας.
Όμως στο ζήτημα του χρέους μπόρεσα να αξιοποιήσω τη θέση του ΔΝΤ. Διαπραγματευτήκαμε το Οκτώβριο του 2011 τους καλύτερους τότε όρους στο κούρεμα του. Και σήμερα, στο ζήτημα του χρέους, το ΔΝΤ αποτελεί εν δυνάμει σύμμαχός μας. Θα ήταν μεγάλο λάθος να απωλέσουμε αυτό το διαπραγματευτικό χαρτί».
Για την πολυσυζητημένη άτυπη συνάντηση κορυφής στις Κάννες ανέφερε: «Στις Κάννες είχα πολύ έντονη αντιδικία με τον Σαρκοζί – καμία σχέση όμως με τις υπερβολές που έχουν γραφτεί. Δεν μπορούσε να καταλάβει ότι, το δημοψήφισμα ήταν και ο μόνος και ο δημοκρατικός τρόπος να εφαρμοστεί επιτυχώς η Συμφωνία των Βρυξελλών εφ’ όσον τον προέκριναν οι πολίτες.
Θεωρώ ότι είναι και υποχρέωση κάθε δημοκράτη ηγέτη, τέτοιες αποφάσεις να γίνονται αντικείμενο διαβούλευσης και τελικά απόφασης, κτήμα του ίδιου του λαού. Έχουμε πικρή πείρα από συνεχείς εξαρτήσεις, έξωθεν επιβολές, είτε είναι καλοπροαίρετες είτε όχι.
Το δημοψήφισμα ήταν μια πρόταση για να αποφασίσει ο Ελληνικός λαός. Χωρίς διαμεσολαβητές, καλούς ή κακούς προστάτες.
Ο Σαρκοζί ήθελε το ερώτημα να είναι ναι ή όχι στο ευρώ. Αντιστάθηκα.
Προφανώς και η απόφαση στο δημοψήφισμα θα επηρέαζε και τη θέση μας στην ευρωζώνη. Αυτός ήταν κι ο λόγος που πίστευα και πιστεύω ότι οι Έλληνες θα έλεγαν ΝΑΙ στη Συμφωνία. Αλλά το δίλημμα δεν μπορούσε παρά να είναι το πακέτο της Συμφωνίας, όχι η συμμετοχή μας στο ευρώ.
Έφυγα από τις Κάννες αποφασισμένος να προχωρήσω το δημοψήφισμα, παρά την τυπική κοινοβουλευτική μας πλειοψηφία. Την επομένη το πρωί ενημερώθηκα ότι ο Υπουργός Οικονομικών είχε αλλάξει γνώμη. Δεν γνωρίζω αν και τι κινήσεις έγιναν, όπως έχει γραφεί, από τον κύριο Μπαρόζο εν μέσω συζητήσεων στις Κάννες. Δεν θέλω να πιστέψω όσα γράφτηκαν.
Η αλήθεια είναι όμως, ότι ξαφνικά άρχισε να αλλάζει η στάση της αξιωματικής αντιπολίτευσης απέναντι στη Συμφωνία.
Επίσης, στη συζήτηση για την ψήφο εμπιστοσύνης τέθηκε μετ’ επιτάσεως από αριθμό συγκεκριμένων βουλευτών του ΠΑΣΟΚ η απαίτηση απομάκρυνσής μου από το αξίωμα του Πρωθυπουργού προκειμένου να παρέχουν ψήφο εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση. Απλά επιβεβαιώθηκε αυτό που είπα πριν – είχα ήδη ανατραπεί. Σκέφτηκα να τους αναγκάσω να με ρίξουν στη Βουλή. Δηλαδή, να προχωρήσω στην πρόταση για δημοψήφισμα που χρειαζόταν πλειοψηφία στο Κοινοβούλιο. Αποτυχία αυτής της πρότασης θα σήμαινε εκλογές. Αυτό όμως απλά θα όξυνε τα πράγματα σε μία ήδη εκρηκτική κατάσταση και ενώ είχε ανοίξει ο δρόμος για διακομματική στήριξη της Συμφωνίας που εξυπηρετούσε το εθνικό συμφέρον, το οποίο ήταν το μόνο που με ενδιέφερε. Η απόφασή μου και πάλι ήταν να διαφυλάξω την σταθερή πορεία της χώρας χωρίς να υπολογίσω το προσωπικό μου πολιτικό κόστος.Τα υπόλοιπα είναι ιστορία».