«Η Ελλάδα είναι ξανά σε ένα σταυροδρόμι που θα έπρεπε προ πολλού να έχει αφήσει πίσω της, εάν μας άφηναν να ολοκληρώσουμε το έργο μας», τόνισε μιλώντας σε στελέχη του κόμματός του, ο πρόεδρος του Κινήματος Δημοκρατών Σοσιαλιστών (ΚΙΔΗΣΟ), Γιώργος Παπανδρέου. «Το 2017, το σύνθημα των εκλογών του 2009 “ή αλλάζουμε, ή βουλιάζουμε” παραμένει περισσότερο επίκαιρο από ποτέ», σημείωσε ο κ. Παπανδρέου και υπογράμμισε πως για να γίνουν οι αλλαγές που έχει ανάγκη η χώρα χρειάζεται ένα σχέδιο που να υπηρετεί το δημόσιο συμφέρον. «Εάν αυτές οι αλλαγές δεν προχωρήσουν άμεσα, τότε οι προσπάθειες του ελληνικού λαού θα είναι ημιτελείς ή ακόμα και χωρίς αντίκρισμα», προσέθεσε.
Στην κατεύθυνση αυτή, υποστήριξε πως το πραγματικό πρόβλημα της χώρας ήταν και παραμένει το παρασιτικό πελατειακό κράτος, για την αντιμετώπιση του οποίου, όπως είπε, απαιτούνται μεγάλες μεταρρυθμίσεις.
Επέμεινε πως «λεφτά υπάρχουν, εάν χτυπήσουμε φαινόμενα φοροδιαφυγής, αδιαφάνειας, αναξιοκρατίας, κλειστών επαγγελμάτων, σπατάλης και γραφειοκρατίας που εμποδίζουν την υγιή επένδυση και πρωτοβουλία», και διερωτήθηκε: «Υπάρχει κανείς που να διαφωνεί με τη φράση, όπως εγώ την είπα το 2009 και όχι όπως με απάτη καιροσκόποι την “έκοψαν” και τη διαστρέβλωσαν». Προφανώς και δεν υπάρχει κανείς, ούτε όσοι την πολέμησαν, επισήμανε.
Εστιάζοντας στην ελληνική οικονομία, εξέφρασε την πεποίθηση πως για να ανακάμψει η χώρα χρειάζεται ένα εθνικό σχέδιο, ώστε να προσελκύσει πολλές νέες επενδύσεις, με στόχο να φέρουν ψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, νέες θέσεις εργασίας και εισοδήματα. Σε αυτό το πλαίσιο, έκανε ειδική αναφορά στη β΄ αξιολόγηση και τόνισε πως η ολοκλήρωσή της αποτελεί ένα αναγκαίο, αλλά πιθανότατα όχι από μόνο του ικανό βήμα, για τη συμμετοχή των κρατικών ομολόγων στο ελληνικό πρόγραμμα χαλάρωσης της ΕΚΤ και την ελάττωση του κόστους δανεισμού του ελληνικού δημοσίου.
Στη συνέχεια επέκρινε την κυβέρνηση και την αξιωματική αντιπολίτευση, κάνοντας λόγο για «ανίερη συμμαχία» που στόχος της είναι η απαξίωση της προσφοράς της δημοκρατικής προοδευτικής παράταξης, και σημείωσε πως μαζί το 2010 ύψωσαν την αντιμνημονιακή σημαία για μικροκομματικό συμφέρον. Επικεντρώνοντας ειδικότερα την κριτική του στην κυβέρνηση, είπε πως συμπληρώνονται δύο χρόνια «και αυτοί που ήρθαν ως εκπρόσωποι του καινούργιου αναπαράγουν όλες τις παθογένειες του παλαιού πελατειασμού που οδήγησε τη χώρα στην κατάρρευση». Προσέθεσε πως η κυβέρνηση στα δυο αυτά χρόνια προξένησε ζημιά και ανέδειξε νέες μεθόδους διαπλοκής και καθεστωτισμού στην πολιτική ζωή της χώρας.
Περαιτέρω τόνισε την ανάγκη ενός καλά συγκροτημένου σχεδίου προοδευτικών αλλαγών στην παραγωγή, στο κράτος, στους θεσμούς, στο πολιτικό σύστημα. Για να υπηρετηθεί η ανάγκη αυτή, απαιτείται να αποκτήσουν κρίσιμο πολιτικό βάρος οι προοδευτικές δυνάμεις, οι δυνάμεις του δημοκρατικού σοσιαλισμού, επισήμανε.
Στο σημείο αυτό αναφέρθηκε και στις εξελίξεις στον προοδευτικό χώρο, υπογραμμίζοντας την ανάγκη μιας «πραγματικά προοδευτικής πρότασης διακυβέρνησης», μιας ισχυρής κοινωνικής και πολιτικής συμμαχίας προοδευτικών δυνάμεων που θα αποτελέσουν τον κυρίαρχο αντίπαλο της συντήρησης.
Τέλος, δεν παρέλειψε να αναφερθεί και στο Κυπριακό, υποστηρίζοντας πως είναι προς το συμφέρον όλων, Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκύπριων, της Ελλάδας, της ευρύτερης περιοχής αλλά και της Ευρώπης, να υπάρξει μια λύση που θα γυρίζει σελίδα στην τραγωδία της εισβολής και της κατοχής, με ασφάλεια και ειρήνη, που θα οδηγήσει σε μια ενωμένη Κύπρο υπόδειγμα δημοκρατίας, ανάπτυξης και σταθερότητας.