«Μέχρι σήμερα το υπουργείο Οικονομίας και Ανάπτυξης έχει διατυπώσει στα αρμόδια όργανα του Συμβουλίου επιφυλάξεις και αντιρρήσεις, τόσο για τις διαδικασίες, όσο και για το περιεχόμενο των διαπραγματεύσεων, τηρώντας τις λεπτές ισορροπίες που χρειάζονται, για να μη βρεθεί η χώρα απομονωμένη υπό την αιχμή ότι θέτει εμπόδια με στείρο τρόπο», δήλωσε, μιλώντας νωρίτερα στη Βουλή για τη CETA, ο υπουργός Οικονομίας και Ανάπτυξης, Δήμος Παπαδημητρίου. Το θέμα συζητήθηκε με πρωτοβουλία της βουλευτού της ΧΑ Ελένης Ζαρούλια, η οποία, σε επίκαιρη ερώτησή της, επέκρινε την κυβέρνηση, διότι στις διαπραγματεύσεις που προηγήθηκαν δεν δήλωσε ευθέως την αντίρρησή της ώστε να μην προχωρήσει η επίμαχη συμφωνία μεταξύ Καναδά και ΕΕ.
«Σε κάθε συναλλαγή υπάρχει δούναι και λαβείν. Όταν επιδιώκουμε να μεγιστοποιήσουμε τα αναπτυξιακά οφέλη από τη συμμετοχή μας σε μια ομάδα χωρών, όπως αυτή της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και να εκμεταλλευθούμε την πολλαπλάσια διαπραγματευτική της ισχύ, κάνοντας συμφωνίες με τρίτες χώρες, γνωρίζουμε ότι συγχρόνως θα πρέπει να αναζητήσουμε μια τομή, μια κοινή βάση συμφερόντων, πάνω στην οποία θα διαπραγματευθούμε. Αυτό σημαίνει πως ναι μεν θα κερδίσουμε σε κάποιους τομείς, συγχρόνως, όμως, θα θυσιάσουμε κάποια άλλα εγχώρια συμφέροντα σε άλλους τομείς», δεν δίστασε να αναφέρει ο κ. Παπαδημητρίου, σημειώνοντας ωστόσο ότι «αυτό δεν σημαίνει, πως η ελληνική κυβέρνηση δεν αγωνίζεται στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης να αποσπάσει την καλύτερη δυνατή κοινή ευρωπαϊκή απόφαση για τα εγχώρια συμφέροντα».
Όπως εξήγησε ο υπουργός Οικονομίας, στην περίπτωση της Συμφωνίας CETA εξ αρχής η Ελλάδα κάλεσε στο πλαίσιο του Συμβουλίου Εξωτερικών Υποθέσεων για μια ανοιχτή και διαφανή διαδικασία διαπραγματεύσεων, με σαφή τη θέση ότι τα συμφέροντα των Ευρωπαίων πολιτών θα πρέπει να βρίσκονται πάνω από αυτά των εταιρειών. Επίσης, με κάθε αφορμή πρόβαλε τη θέση ότι οι συμφωνίες του είδους της CETA επεκτείνονται σε τομείς όπου υπάρχει συναρμοδιότητα Ευρωπαϊκής Ένωσης και κρατών-μελών και συνεπώς είναι μεικτού χαρακτήρα. Ως εκ τούτου, για να τεθούν σε ισχύ, θα πρέπει αφ’ ενός να επικυρωθούν με ομοφωνία και όχι με ειδική πλειοψηφία στο Συμβούλιο, αφ’ ετέρου να εγκριθούν σύμφωνα με την εκάστοτε εθνική διαδικασία από τα κοινοβούλια των κρατών-μελών.
Όσον αφορά τη διαχείριση του θέματος υπό τη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, ο κ. Παπαδημητρίου τόνισε πως η ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων για τη CETA πραγματοποιήθηκε στις 18 Οκτωβρίου 2013. Στις 26 Σεπτεμβρίου 2014 η Επιτροπή επισφράγισε τη λήξη των διαπραγματεύσεων χωρίς να μονογραφηθεί η Συμφωνία και «συνεπώς όταν η νέα κυβέρνηση ανέλαβε τον Ιανουάριο του 2015, η CETA είχε ολοκληρωθεί από την άποψη των διαπραγματεύσεων και η δυνατότητα επηρεασμού των τελικών κειμένων ήταν εξαιρετικά περιορισμένη έως ανύπαρκτη. Ως αποτέλεσμα αυτού οι όποιες προσπάθειες καταβλήθηκαν από την πλευρά της χώρας μας για τη βελτίωση των κειμένων απέβησαν σε μεγάλο βαθμό άκαρπες». Ωστόσο, εξαίρεση, όπως σημείωσε, αποτελούν οι αλλαγές στο κείμενο της προστασίας των επενδύσεων, όπου εκτός των γενικών αλλαγών έχει ιδιαίτερη σημασία για την Ελλάδα η εξαίρεση του δημοσίου χρέους από την προστασία των επενδύσεων σε περίπτωση αναδιάρθρωσης ως αποτέλεσμα διαπραγμάτευσης.
Πρόσθεσε ακόμη ότι οι προϋποθέσεις που συμφωνήθηκαν για την προσωρινή εφαρμογή της Συμφωνίας στο άτυπο Συμβούλιο Εξωτερικών Υποθέσεων για θέματα εμπορίου είναι αρκετά αυστηρές. Είπε ειδικότερα ότι η νομικά δεσμευτική ερμηνευτική δήλωση της Συμφωνίας αποσαφηνίζει επαρκώς ευαίσθητα θέματα, σχετικά πρώτον, με την προστασία των δημόσιων αγαθών και υπηρεσιών και δεύτερον, τη διατήρηση των υψηλών προδιαγραφών για τη προστασία του καταναλωτή και του περιβάλλοντος, καθώς και την εφαρμογή των πιο ισχυρών περιβαλλοντικών δεσμεύσεων που εκπορεύονται από διεθνείς συμφωνίες.
«Σε κάθε περίπτωση -και δεδομένου ότι η θέση μας για το μεικτό χαρακτήρα της Συμφωνίας υιοθετήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση- το θέμα θα έρθει προσεχώς στο Ελληνικό Κοινοβούλιο, όπου και θα συζητηθεί εκτενώς πριν αποφανθούμε για τη Συμφωνία», είπε ο κ. Παπαδημητρίου.