Την ανάγκη η διεθνής κοινότητα να αναλάβει συγκεκριμένες δράσεις αναφορικά με την Συρία και τους πρόσφυγες, επισημαίνει ο ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ, αντιπρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, Δημήτρης Παπαδημούλης, σε άρθρο του στην πρώτη σε κυκλοφορία εφημερίδα της Αργεντινής «Clarin».
Επιπλέον σημειώνει ότι όλα τα εμπλεκόμενα μέρη να συνεργαστούν για τον τερματισμό του πολέμου και την ανοικοδόμηση της χώρας, καθώς επίσης ότι χώρες όπως οι ΗΠΑ, η Αυστραλία, η Αργεντινή και η Βραζιλία να ακολουθήσουν το παράδειγμα του Καναδά και να δεχθούν πρόσφυγες βάσει ενός παγκόσμιου προγράμματος μετεγκατάστασης, τονίζοντας πως «μια τέτοια πρωτοβουλία μπορεί να αναληφθεί υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών ώστε η προσφυγική κρίση να πάψει να αποτελεί ευρωπαϊκό ή περιφερειακό ζήτημα, αλλά να καταστεί και στην πράξη παγκόσμιο».
Ολόκληρο το άρθρο του κ. Παπαδημούλη έχει ως εξής:
Η συζήτηση για το προσφυγικό ζήτημα με αφορμή τον πολυετή πόλεμο στη Συρία κορυφώθηκε πέρυσι με την άφιξη περισσότερων του ενός εκατομμυρίου προσφύγων στην Ελλάδα και την Ιταλία.
Τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου ξεκίνησαν να δέχονται χιλιάδες πρόσφυγες σε καθημερινή βάση μέχρι και πρόσφατα, με πολλές ΜΚΟ αλλά και την τοπική κοινωνία να καταβάλλει τεράστιες προσπάθειες για την υποδοχή, στέγαση και φροντίδα των προσφύγων.
Τα τεράστια προσφυγικά ρεύματα προκάλεσαν μεγάλα προβλήματα στην ΕΕ, η οποία είναι πλήρως ανίκανη να εφαρμόσει τις συλλογικές αποφάσεις που η ίδια έχει ψηφίσει – την μετεγκατάσταση δηλαδή των προσφύγων με τρόπο δίκαιο και ισομερή προς όλα τα κράτη-μέλη της ΕΕ.
Την ίδια στιγμή η Ελλάδα, σε πλήρη αντιδιαστολή με τα όσα δεν κάνει η ΕΕ, επιχειρεί με κάθε τρόπο να οργανώσει την μεταφορά των προσφύγων από την Ειδομένη και τον Πειραιά προς οργανωμένα κέντρα υποδοχής.
Ωστόσο η έλλειψη αποφασιστικότητας της ΕΕ ενισχύει ρατσιστικές και ξενοφοβικές δυνάμεις και κόμματα στην Ευρώπη που ασπάζονται αυτή την ιδεολογία και αυξάνουν την επιρροή τους. Και αυτή είναι μια πολύ ανησυχητική εξέλιξη για όλους μας.
Ανάλογα προβληματική είναι και η συμφωνία μεταξύ ΕΕ και Τουρκίας που υπογράφηκε τον προηγούμενο μήνα, καθώς δεν μπορεί να δώσει λύση, ούτε μπορούμε να πούμε ότι είναι απολύτως συμβατή με τις ευρωπαϊκές και διεθνείς συνθήκες για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Είναι μια κακή συμφωνία για την ΕΕ, μια κακή συμφωνία για όλες τις δημοκρατικές δυνάμεις στην Ευρώπη και τον κόσμο.
Ωστόσο η ελληνική κυβέρνηση, ακόμα και μέσα σε αυτό το περιοριστικό πλαίσιο, σέβεται τα ανθρώπινα δικαιώματα και ακολουθεί μια ουμανιστική προσέγγιση στο ζήτημα των προσφύγων, αναγνωρίζοντας το δράμα αυτών των ανθρώπων, προστατεύει και αναδεικνύει τα δίκτυα αλληλεγγύης που μεγαλώνουν μέρα με την μέρα.
Στο πλαίσιο αυτό, μια μεγάλη πρωτοβουλία «από τα κάτω» αναπτύσσεται σε όλη την Ελλάδα με την ονομασία «Kαλώς Τους», η οποία στοχεύει στο να εμποτίσει την ελληνική και ευρωπαϊκή κοινωνία με τις αξίες και την σημασία της αλληλεγγύης και της προσφοράς, όπως επίσης και να χτίσει δεσμούς συνεργασίας και συνύπαρξης μεταξύ των γηγενών πληθυσμών και των προσφύγων. Στην πρωτοβουλία αυτή συμμετέχει πλήθος πολιτών, ακτιβιστές, καλλιτέχνες, προσωπικότητες της πολιτικής ζωής.
Αναφορικά τώρα με τα επόμενα βήματα, θα επαναλάβω για ακόμη μία φορά πως η ΕΕ οφείλει να εφαρμόσει επιτέλους την συμφωνία μετεγκατάστασης. Παράλληλα, η διεθνής κοινότητα θα πρέπει να αναλάβει συγκεκριμένες δράσεις αναφορικά με την Συρία και τους πρόσφυγες. Όλα τα εμπλεκόμενα μέρη θα πρέπει να συνεργαστούν για τον τερματισμό του πολέμου και την ανοικοδόμηση της χώρας, όπως επίσης χώρες όπως οι ΗΠΑ, η Αυστραλία, η Αργεντινή και η Βραζιλία να ακολουθήσουν το παράδειγμα του Καναδά και να δεχθούν πρόσφυγες βάσει ενός παγκόσμιου προγράμματος μετεγκατάστασης.
Μια τέτοια πρωτοβουλία μπορεί να αναληφθεί υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών ώστε η προσφυγική κρίση να πάψει να αποτελεί ευρωπαϊκό ή περιφερειακό ζήτημα, αλλά να καταστεί και στην πράξη παγκόσμιο.
Η ΕΕ βρίσκεται εν μέσω μιας μεγάλης και απαιτητικής ιδεολογικής διαπάλης, μιας μεγάλης συστημικής κρίσης που δυσκολεύει πολύ την ανάληψη συλλογικής δράσης. Ο ελληνικός λαός και η κυβέρνηση θα συνεχίσουν να υποστηρίζουν και να βοηθούν τους πρόσφυγες, αλλά δεν μπορούμε να μείνουμε σε αυτό, πιστεύοντας ότι απλά και μόνο η αλληλεγγύη ενός κράτους-μέλους θα διασώσει το ευρωπαϊκό οικοδόμημα και το μέλλον της ΕΕ.