Πέντε ελληνικές περιφέρειες κατατάσσονται στην τελευταία δεκάδα με τον χαμηλότερο δείκτη περιφερειακής ανταγωνιστικότητας της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Πρόκειται για τις Περιφέρειες των Ιονίων Νήσων, της Δυτικής Ελλάδας, της Πελοποννήσου, της Στερεάς Ελλάδας και της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης, που μαζί με τρεις περιφέρειες της Ρουμανίας, μία της Βουλγαρίας και μία της Γαλλίας, σε σύνολο 263 ευρωπαϊκών περιφερειών, εμφανίζουν τη χαμηλότερη ανταγωνιστικότητα μεταξύ 263 περιφερειών της Ενωσης.
Στον αντίποδα, δηλαδή στην πρώτη δεκάδα με την υψηλότερη ανταγωνιστικότητα, είναι τέσσερις περιφέρειες της Μεγάλης Βρετανίας και μία περιφέρεια της Ολλανδίας, της Σουηδίας, της Δανίας, του Λουξεμβούργου, της Γαλλίας και της Γερμανίας. Σύμφωνα με τα στοιχεία της έκθεσης, 47 περιφέρειες σε οκτώ κράτη-μέλη είχαν μελετηθεί και χαρακτηριστεί είτε «περιφέρειες με χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης», με κατά κεφαλήν ΑΕΠ έως 90% του μέσου όρου της Ε.Ε. αλλά με μακροχρόνια έλλειψη ανάπτυξης, ή «περιφέρειες χαμηλού εισοδήματος», όπου το ΑΕΠ παραμένει χαμηλότερο από το 50% του μέσου όρου της Ε.Ε. Οι περιφέρειες αυτές φιλοξενούν 83 εκατομμύρια κατοίκους –συγκεκριμένα ένας στους έξι κατοίκους της Ε.Ε.– και συγκεντρώνονται κυρίως στη Νότια Ευρώπη.
Μεταξύ αυτών βρίσκονται μάλιστα δέκα ελληνικές περιφέρειες (Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης, Κεντρικής Μακεδονίας, Δυτικής Μακεδονίας και Ηπείρου, Θεσσαλίας, Ιονίων Νήσων, Δυτικής Ελλάδας, Στερεάς Ελλάδας, Πελοποννήσου, Βορείου Αιγαίου και Κρήτης), ενώ οι υπόλοιπες συγκεντρώνονται κυρίως στην Ανατολική Ευρώπη.
Ο δείκτης περιφερειακής ανταγωνιστικότητας (RCI) δημοσιεύεται ανά τριετία και στηρίζεται στην προσέγγιση του δείκτη παγκόσμιας ανταγωνιστικότητας του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ. Αποτελείται από 11 πυλώνες/κριτήρια που περιγράφουν τις διαφορετικές πτυχές της ανταγωνιστικότητας και μέσω αυτών αξιολογεί τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα μιας περιφέρειας. Η αξιολόγηση βασίζεται σε τρεις ομάδες.
Η πρώτη ομάδα περιλαμβάνει κριτήρια όπως οι θεσμοί, η μακροοικονομική σταθερότητα, οι υποδομές, η υγεία και η πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Καθώς η περιφερειακή οικονομία αναπτύσσεται και σημειώνει πρόοδο όσον αφορά την ανταγωνιστικότητά της, οι παράγοντες που συνδέονται με πιο ειδικευμένο εργατικό δυναμικό και μια αποδοτικότερη αγορά εργασίας προστίθενται στο πλαίσιο της αξιολόγησης και συγκεκριμένα στην ομάδα που μετράει την αποδοτικότητα, η οποία περιλαμβάνει κριτήρια για την τριτοβάθμια εκπαίδευση, την κατάρτιση και τη διά βίου μάθηση, την αποδοτικότητα της αγοράς εργασίας και το μέγεθος της αγοράς. Στο πλέον προηγμένο στάδιο της ανάπτυξης της περιφερειακής οικονομίας, οι μοχλοί για τη βελτίωση της καινοτομίας είναι τα κριτήρια για την τρίτη ομάδα, αυτή της καινοτομίας, η οποία αποτελείται από τρεις πυλώνες, δηλαδή την τεχνολογική ετοιμότητα, την εξειδίκευση επιχειρήσεων και την καινοτομία.
Πηγή:Καθημερινή