‘Ανιση η χώρα, αγύμναστοι οι νέοι της. Τα κράτη που εμφανίζουν τα μεγαλύτερα επίπεδα εισοδηματικής ανισότητας στο εσωτερικό τους, είναι συνήθως αυτά όπου η νεολαία διαθέτει τη χειρότερη φυσική κατάσταση, κυρίως λόγω έλλειψης σωματικής άσκησης και χειρότερης διατροφής.
Σε αυτό το συμπέρασμα κατέληξε μια διεθνής επιστημονική έρευνα, η μεγαλύτερη του είδους της μέχρι σήμερα, που συνέκρινε τα επίπεδα φυσικής κατάστασης των παιδιών και εφήβων σε 50 χώρες, κάνοντας συσχέτιση με το επίπεδο ανισότητας κάθε χώρας.
Οι σκανδιναβικές και μερικές άλλες βορειοευρωπαϊκές χώρες (Ισλανδία, Εσθονία), η Ιαπωνία, καθώς και ορισμένες αφρικανικές (με πρώτη την Τανζανία) εμφανίζουν τις υψηλότερες «βαθμολογίες» φυσικής κατάστασης στα παιδιά επτά έως 17 ετών, ενώ σε καλές θέσεις στην κατάταξη βρίσκονται επίσης η Γαλλία και η Τσεχία.
Από την άλλη, στον «πάτο» της λίστας βρίσκεται το Μεξικό, με τις ΗΠΑ μόλις τέταρτες από το τέλος. Γενικότερα, η Αμερική (Νότια και Βόρεια) εμφανίζει υστέρηση σε σχέση με την Ευρώπη.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον Γκραντ Τόμκινσον του Πανεπιστημίου της Βόρεια Ντακότα, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο βρετανικό αθλητιατρικό περιοδικό “British Journal of Sports Medicine”, σύμφωνα με το πρακτορείο Ρόιτερς, μελέτησαν στοιχεία από 177 έρευνες από όλο τον κόσμο, που περιλάμβαναν αεροβικά τεστ σε συνολικά 1,14 εκατομμύρια παιδιά.
‘Ασχετα, από το επίπεδο ανάπτυξης μιας χώρας, όσο μεγαλύτερη είναι η «ψαλίδα» μεταξύ πλουσίων και φτωχών, τόσο οι νέοι της χώρας εμφανίζουν χειρότερες επιδόσεις στα τεστ φυσικής κατάστασης. Τα αγόρια εν γένει έχουν καλύτερη φυσική κατάσταση από τα κορίτσια, κάτι που έχει φανεί και από προηγούμενες μελέτες.
Στις χώρες με μεγαλύτερες εισοδηματικές ανισότητες, ένα μεγάλο ποσοστό νέων δυσκολεύονται να αποκτήσουν πρόσβαση στις αθλητικές εγκαταστάσεις, έχουν λιγότερες ευκαιρίες άσκησης στο σχολείο ή εκτός σχολείου, καθώς και χειρότερη ποιότητα διατροφής.
Για τη βελτίωση της φυσικής κατάστασης των παιδιών, οι ειδικοί συστήνουν τουλάχιστον μια ώρα άσκησης τη μέρα (τρέξιμο, κολύμπι, ποδήλατο κ.α.), από τα οποία το ένα τρίτο (τα 20 λεπτά) να γίνονται με έντονο ρυθμό.