«Οργιάζει» και φέτος η φοροδιαφυγή στις ενοικιάσεις πολυτελών κατοικιών, ενώ πλέον, όπως αναφέρουν φορείς της αγοράς ακινήτων, το φαινόμενο έχει επεκταθεί και σε μικροϊδιοκτήτες, οι οποίοι εξασφαλίζουν επιπλέον αφορολόγητα έσοδα, νοικιάζοντας τα διαμερίσματά τους σε τουρίστες, χωρίς η εφορία να γνωρίζει το παραμικρό.
Τα μέσα που μετέρχονται οι ιδιοκτήτες τέτοιων ακινήτων είναι αρκετά και σε ορισμένες περιπτώσεις σύνθετα, ωστόσο το αποτέλεσμα είναι το ίδιο, δηλαδή το Δημόσιο χάνει έσοδα, τα οποία μάλιστα δεν αποκλείεται να προσεγγίζουν ακόμα και το 1 δισ. ευρώ ετησίως.
Εξοχικές κατοικίες
Στα δημοφιλή νησιά των Κυκλάδων, όπως η Μύκονος και η Σαντορίνη, εντοπίζονται αρκετές πολυτελείς εξοχικές κατοικίες της χώρας. Πρόκειται για επιπλωμένα ακίνητα, τα οποία έχουν τα απαιτούμενα πιστοποιητικά από τον ΕΟΤ για τις παρεχόμενες υπηρεσίες, αλλά εμφανίζονται κατά κανόνα κενές, δηλαδή οι κάτοχοί τους δεν δηλώνουν κάποιο έσοδο από την εκμετάλλευσή τους, παρότι κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Αντ’ αυτού, μία από τις πρακτικές που επισημαίνουν στην Καθημερινή στελέχη της αγοράς ακινήτων, εμπλέκει επαγγελματίες μεσολαβητές.
Πρόκειται για εταιρείες που εμφανίζονται ως διαχειρίστριες του εκάστοτε ακινήτου, με τη συναίνεση βέβαια του πραγματικού ιδιοκτήτη. Αυτές οι εταιρείες έχουν την έδρα τους στο εξωτερικό, κατά προτίμηση στην Κύπρο, ή κάποια βαλκανική χώρα, όπως η Βουλγαρία, και ασφαλώς τηρούν εκεί τραπεζικό λογαριασμό.
Αφού λοιπόν έρθουν σε συμφωνία με κάποιον ξένο ενδιαφερόμενο για την ενοικίαση της βίλας, συνήθως με τον μήνα, του υποδεικνύουν την κατάθεση των χρημάτων στον συγκεκριμένο λογαριασμό του εξωτερικού.
Μέσω της διαδικασίας αυτής αποφεύγεται κάθε είδους φορολόγηση και ασφαλώς παρακάμπτονται και οι κεφαλαιακοί έλεγχοι που ισχύουν στην ελληνική επικράτεια. Στη συνέχεια, αφού κατατεθεί το ποσό του ενοικίου, οι εκπρόσωποι της διαχειρίστριας εταιρείας αναλαμβάνουν να πληρώσουν τον ιδιοκτήτη, κάτι που γίνεται κατά κανόνα μετρητοίς και αφού παρακρατηθεί η σχετική «προμήθεια» για τις παρεχόμενες υπηρεσίες.
Εν ολίγοις, δεδομένου ότι όλη η συναλλαγή γίνεται εκτός του ελληνικού τραπεζικού συστήματος, είναι και δύσκολο να ανιχνευτεί από τις φορολογικές αρχές, ακόμα και αν υπάρξει υπόνοια φοροδιαφυγής.
Η συγκεκριμένη πρακτική έχει αρχίσει να αποκτά μεγάλες διαστάσεις τα τελευταία δύο-τρία χρόνια, καθώς η άνοδος του τουριστικού ρεύματος προς την Ελλάδα ενίσχυσε και τη ζήτηση για ενοικίαση πολυτελών κατοικιών. Τα ποσά που διακινούνται μπορεί να ανέρχονται και σε 30.000 – 40.000 ευρώ μηνιαίως μόνο για μια κατοικία, π.χ. σε κάποιο από τα δημοφιλή νησιά των Κυκλάδων. Αν συνεκτιμηθεί ότι ο υφιστάμενος φορολογικός συντελεστής για την απόκτηση εσόδων από ενοίκια διαμορφώνεται σε 35% για ετήσια εισοδήματα άνω των 12.000 ευρώ και σε 45% για έσοδα άνω των 35.000 ευρώ, αντιλαμβάνεται κανείς τα ποσά που χάνει το Δημόσιο. Υπενθυμίζεται ότι ο αριθμός των εξοχικών κατοικιών που είναι πιστοποιημένες από τον ΕΟΤ ανέρχεται σε 9.500 πανελλαδικά. Εξ αυτών, το 80% έλαβε το σχετικό «σήμα» μόλις την τελευταία διετία.
Στην Αθήνα
Εκτεταμένη φοροδιαφυγή επισημαίνουν τα μεσιτικά γραφεία και σε περιπτώσεις διαμερισμάτων στην Αθήνα, αλλά και σε παραθεριστικές περιοχές. Οπως αναφέρουν, μεγάλο ποσοστό των ιδιοκτητών που μισθώνουν τα ακίνητά τους σε ξένους, μέσω διαδικτυακών υπηρεσιών διαμοιρασμού ακινήτων, «ξεχνούν» να δηλώσουν τις σχετικές συμβάσεις.
Υπενθυμίζεται ότι κάθε μίσθωση πρέπει να καταχωρίζεται υποχρεωτικά στο Taxis. Οταν όμως ο μισθωτής είναι κάποιος ξένος υπήκοος, ο οποίος δεν πρόκειται να δηλώσει τη σχετική δαπάνη στην Ελλάδα, ώστε να μπορέσει η εφορία να προβεί σε διασταυρώσεις, είναι πολύ ευκολότερο για τον ιδιοκτήτη να δηλώσει π.χ. μια δυο μισθώσεις από τις 30 που μπορεί να πραγματοποιήσει σε ένα έτος. Ως εκ τούτου, απαιτείται στενότερη συνεργασία ανάμεσα στο ελληνικό Δημόσιο και στις σχετικές διαδικτυακές πλατφόρμες, που έχουν στη διάθεσή τους όλες τις συναλλαγές, δεδομένου ότι η πληρωμή τους γίνεται με τη μορφή προμήθειας για κάθε ενοικίαση που πραγματοποιείται.