Οκτώ Ευρωβουλευτές από τρεις διαφορετικές πολιτικές ομάδες, οι Δημήτρης Παπαδημούλης, Guillaume Balas, Sergio Cofferati, Eva Joly, Curzio Maltese, Emmanuel Maurel, Isabelle Thomas και Ernest Urtasun, συνυπόγραψαν ένα άρθρο-διακήρυξη, με το οποίο καλούν τους Ευρωπαίους ηγέτες να επανεξετάσουν το ζήτημα του χρέους και το πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων που πάνε επιβληθούν στην Ελλάδα.
“Η εκτός λογικής στρατηγική των πιστωτών”, αναφέρεται μεταξύ άλλων, “επαναλαμβάνεται. Πρόσθετα μέτρα για την Ελλάδα είναι παράλογα και περιττά.Οι ηγέτες της Ευρωζώνης, ως εκλεγμένα και υπόλογα πολιτικά πρόσωπα, να διευκρινίσουν: θα επιμείνουν σιωπηλά σε μια τέτοια στρατηγική για πάντα ή θα αναλάβουν τις ευθύνες τους;”
Το πλήρες κείμενο του άρθρου έχει ως εξής:
“Από το περασμένο καλοκαίρι, η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα εφαρμόζει το πρόγραμμα του τελευταίου μνημονίου, προβαίνοντας στην έναρξη των απαιτούμενων μεταρρυθμίσεων: ανασυγκρότηση των δημόσιων υπηρεσιών ώστε να καταστούν βιώσιμες, μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος και καταπολέμηση της διαφθοράς, της φοροδιαφυγής και της φτώχειας.
Τον Απρίλιο, ο Έλληνας πρωθυπουργός ήρθε αντιμέτωπος με μια σειρά από νέα μέτρα λιτότητας τα οποία επιβάλλονται από τους δανειστές σε περίπτωση που ο στόχος του πρωτογενούς πλεονάσματος δεν επιτευχθεί για το έτος 2018.
Παρόλο που η μελέτη της Eurostat που δημοσιεύθηκε στις 21 Απριλίου αναιρεί τα απαισιόδοξα σενάρια του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ), βλέπουμε ότι η εκτός λογικής στρατηγική των πιστωτών επαναλαμβάνεται. Αυτή η στρατηγική συνίσταται σε μια σειρά από μηχανικά επαναλαμβανόμενα λάθη του παρελθόντος, τα οποία δεν αντιμετωπίζουν πραγματικά τα προβλήματα, ούτε ανοίγουν το δρόμο για πιο βιώσιμες λύσεις απέναντι στην κρίση.
Η τελική αποτίμηση των μεταρρυθμίσεων και η ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης του προγράμματος διαρκώς αναβάλλονται για μήνες, λόγω διαφωνιών μεταξύ των δανειστών, και κυρίως μεταξύ των θεσμικών οργάνων της ΕΕ από τη μία και του ΔΝΤ από την άλλη. Τα δύο βασικά σημεία σύγκρουσης είναι ο πρωταρχικός στόχος του πλεονάσματος και η απαραίτητη έγκριση και εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων για την επίτευξη αυτού του στόχου.
Το ΔΝΤ διαφωνεί με το στόχο πρωτογενούς πλεονάσματος που είχε συμφωνηθεί στο τελευταίο μνημόνιο και εμφανίζεται διαρκώς δυσαρεστημένο με τις μεταρρυθμίσεις που εφαρμόζει η ελληνική κυβέρνηση. Ταυτόχρονα όμως, υποστηρίζει μια ελάφρυνση του χρέους. Την ίδια στιγμή, ορισμένοι πιστωτές από την Ευρωζώνη που έχουν στρατηγικό ενδιαφέρον για την παραμονή του ΔΝΤ στο πρόγραμμα οικονομικής βοήθειας, αρνούνται την ελάφρυνση του χρέους.
Αυτή η ανάμειξη διαφορετικών μεταξύ τους συμφερόντων οδηγεί σε μια κατάσταση αδιεξόδου, όπου το ΔΝΤ, εμμονικά προσκολλημέμο στο δημοσιονομικό του δόγμα, και επωφελούμενο από την πρόσφατη Συνεδρίασή του φέτος την Άνοιξη στην Ουάσιγκτον, κατάφερε να πείσει κάποιους Ευρωπαίους πιστωτές να συμφωνήσουν με τις απόψεις του.
Οι πρόσφατες αποκαλύψεις του Wikileaks έφεραν στο φως συζητήσεις που πραγματοποιήθηκαν με αδιαφάνεια, και αφορούσαν την αντιμετώπιση της κρίσης, οι οποίες θα μπορούσαν να εγείρουν ερωτήματα σχετικά με ορισμένες ακολουθούμενες πολιτικές. Σε κάποιες από αυτές, ο επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Τμήματος του ΔΝΤ, Πολ Τόμσεν, με την πεποίθηση ότι η Ελλάδα δεν θα είναι σε θέση να ανταποκριθεί στις οικονομικές υποχρεώσεις της τον Ιούλιο, βλέπει τη χρεοκοπία της χώρας ως το μόνο δρόμο για να επιβληθούν οι απόψεις του Ταμείου.
Έτσι, μη μπορώντας πολιτικά και τεχνικά να καταλήξουν για την ανάγκη μείωσης του χρέους, του δημοσιονομικού κενού που πρέπει να καλυφθεί, αλλά και σε ό,τι αφορά τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις που πρέπει να εφαρμοστούν, οι πιστωτές παρέμειναν αμετακίνητοι στη θέση τους -βασισμένοι στη συμμετοχή του ΔΝΤ και σε μια σειρά από επιπλέον μέτρα λιτότητας- με αποτέλεσμα μια σειρά από νέα αιτήματα για αυξήσεις φόρων, πρόσθετων περικοπών του προϋπολογισμού καθώς και μείωσης των συντάξεων, που ισοδυναμούν με πολλαπλή οικονομική αποστράγγιση.
Αυτά τα πρόσθετα μέτρα είναι παράλογα και περιττά.
Κι αυτό διότι, παρά την προσφυγική κρίση και τα capital controls που επιβλήθηκαν το περασμένο καλοκαίρι, η έκθεση της Eurostat της περασμένης εβδομάδας επιβεβαιώνει ότι ο πρωταρχικός στόχος για πλεόνασμα για το 2015 φτάνει το 0,7% του ΑΕΠ (εκτός από την εξυπηρέτηση του χρέους), και είναι αρκετά πάνω από τον αρχικό στόχο που είχε θέσει το πρόγραμμα, για 0,25 % του ΑΕΠ.
Μετά από έντονες διαπραγματεύσεις, σε αυτό το στάδιο οι διαφορές μεταξύ των πιστωτών και της Ελλάδας είναι μικρές. Αυτές οι διαφορές μπορούν να ξεπεραστούν αν υπάρχει αμοιβαία πολιτική βούληση. Ως εκ τούτου, είναι εφικτό και αναγκαίο να επιτευχθεί συμφωνία και η αξιολόγηση του προγράμματος να ολοκληρωθεί επιτυχώς τις επόμενες ημέρες.
Κατά την εφαρμογή περισσότερων από 100 μέτρων -επικυρωμένων από το Eurogroup από τον Σεπτέμβριο- και με πλήρη σεβασμό των όρων της τελευταίας συμφωνίας που συνήφθη τον Ιούλιο, ο Αλέξης Τσίπρας αντιμετωπίζει τον κίνδυνο ενός αρνητικού τελεσιγράφου, όπως επιθυμούν ορισμένοι πιστωτές, μεταξύ των οποίων το ΔΝΤ και ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε.
Επηρεασμένοι από μια γενικευμένη σχιζοφρένεια, οι πιστωτές επιδιώκουν τη διάλυση της Ένωσης με τη στρατηγική της “απόδειξης”.
Μέσω διεθνών μηχανισμών που δημιουργούνται ad hoc από διακυβερνητικές συνθήκες, το οικονομικό στράγγιγμα τοποθετεί την Ελλάδα, ένα κυρίαρχο κράτος μέλος της ΕΕ, σε κατάσταση οικονομικής εποπτείας. Αγνοώντας τις ανθρώπινες, κοινωνικές και οικονομικές πραγματικότητες, η υποτιθέμενη θεραπεία που επιβλήθηκε στον Έλληνα ασθενή φαίνεται να είναι η αιμορραγία έως θανάτου.
Δεν είναι παράδοξο που οι ίδιοι άνθρωποι που ζητούσαν μια γρήγορη εφαρμογή του μνημονίου τώρα παίζουν με το χρόνο και την καθυστέρηση. Αυτό σηματοδοτεί μεν μια περίεργη πολιτική στρατηγική, στόχο όμως, χωρίς καμία αμφιβολία, είναι η αποσταθεροποίηση της κυβέρνησης συνασπισμού και της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας στην Ελλάδα.
Οι πιστωτές είχαν δύο στόχους από τον Ιούλιο του 2015: την επιβολή των μέτρων λιτότητας του μνημονίου και να διώξουν τον Τσίπρα. Πέτυχαν τον πρώτο και προφανώς εξακολουθούν να επιδιώκουν τον δεύτερο.
Οι Ευρωζωνικοί πιστωτές είναι επίσης μέλη μιας Ένωσης που δεν θα πάψουμε να ελπίζουμε ότι κάποια στιγμή θα γίνει και πολιτική ένωση. Υπάρχει επείγουσα ανάγκη να διευκρινίσουν: θα επιμείνουν σιωπηλά σε μια τέτοια στρατηγική για πάντα ή θα αναλάβουν τις ευθύνες τους για την επίτευξη μιας βιώσιμης πολιτικής λύσης στην κρίση;
Η Ελλάδα πρέπει να μπορεί να ακυρώσει, να αναδιαρθρώσει και να αναδιαμορφώσει το χρέος της (αναδιάρθρωση των χρεώγραφων και των τόκων αποπληρωμής). Οι απόψεις κορυφαίων οικονομολόγων σήμερα συγκλίνουν σχετικά με τη μη βιωσιμότητα του χρέους της.
Καλούμε λοιπόν τους Ευρωπαίους ηγέτες να ολοκληρώσουν γρήγορα την αξιολόγηση των μεταρρυθμίσεων και να αντιμετωπίσουν το ζήτημα του χρέους για να μπορέσει η Ελλάδα να συνεχίσει τις ποιοτικές μεταρρυθμίσεις, την ενίσχυση της ανάπτυξης και της υγιούς οικονομικής ανάπτυξης, καθώς και την ανοικοδόμηση των κοινωνικών δομών και των υπηρεσιών της.
Κατά δεύτερο λόγο, είμαστε πεπεισμένοι για την αναγκαιότητα αποφυγής μιας λύσης σε καθαρά εθνικό επίπεδο, για τη διαχείριση της κρίσης, όσο και για την εξέταση τρόπων για να ενισχυθούν οι κοινοτικές μέθοδοι.
Η διαχείριση της κρίσης επιβεβαίωσε ήδη την αποκήρυξη της δημοκρατικής νομιμότητας της Τρόικας, όπως αναφέρεται ακόμα και σε εγκεκριμένες εκθέσεις του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, ως μια θεσμική συμφωνία που συνδυάζει πιστωτές όλων των ειδών, κράτη-μέλη, νομισματικούς και χρηματοπιστωτικούς θεσμούς. Οι ηγέτες της Ευρωζώνης, ως εκλεγμένα και υπόλογα πολιτικά πρόσωπα, και ως μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν μπορούν να υποστηρίξουν την παρούσα ασαφή στάση.
Τέλος, θέσεις ή «μη-θέσεις» που λαμβάνονται για το ελληνικό ζήτημα είναι καθαρά πολιτικές. Αν συνεχίσουμε να αγνοούμε αυτή την πραγματικότητα, η Ευρώπη θα παραμείνει ένα σύνολο αριθμών, προσωπικών και αντικρουόμενων συμφερόντων που αναλώνονται αποκλειστικά σε μία αδιέξοδη λιτότητα. Η συνειδητή επιλογή των παραπάνω, είναι ευθύνη του κάθε ηγέτη της Ευρωζώνης”.
Το άρθρο υπογράφουν οι :Guillaume Balas, S&D group (Γαλλία), Sergio Cofferati, S&D group (Iταλία), Eva Joly, Greens/EFA, (Γαλλία), Curzio Maltese, GUE/NGL (Iταλία), Emmanuel Maurel, S&D group (Γαλλία), Dimitrios Papadimoulis, GUE/NGL (Ελλάδα), Isabelle Thomas, S&D group (Γαλλία), Ernest Urtasun, Greens/EFA (Ισπανία).