Ο οικονομολόγος Μοχάμεντ Ελ Εριάν γράφει ξανά για την Ελλάδα και εστιάζει την προσοχή του στο τι θα κάνει η ΕΚΤ. Σημειώνει πως οι σημαντικές αποφάσεις θα ληφθούν, δυνητικά, στη Φρανκφούρτη – εκεί όπου η ΕΚΤ θα αποφασίσει, εκ νέου, για την παροχή ρευστότητας προς την Αθήνα. Το ζητούμενο είναι αν θα αποφασίσει την επέκταση της έκτακτης βοήθειας και κάτω από ποιους όρους.
Η συγκεκριμένη συζήτηση θα διεξαχθεί στις 29 Απριλίου και θα διεξαχθεί κάτω από κλίμα τεράστιας πίεσης. Ωστόσο, αναφέρει, με την έλλειψη προόδου στις διαπραγματεύσεις, η ΕΚΤ ενδέχεται να εξελιχθεί κι αυτή μέρος του ελληνικού προβλήματος, τώρα ή στο μέλλον. Ο κίνδυνος είναι συμπτωματικός των μεγάλων δυσλειτουργιών που υπονομεύουν τη συνολική και βιώσιμη προοπτική της Ελλάδας εντός της Ευρωζώνης.
Κατά τον Ελ Εριάν, η ΕΚΤ έχει μπροστά της τρεις δρόμους να διαβεί, σε ό,τι έχει να κάνει με την Ελλάδα, και είναι οι εξής:
1. Προσποιείται και επεκτείνει
Η ΕΚΤ θα συνεχίσει να προσφέρει βοήθεια μέσω του ELA. Αυτό θα γίνει με το πρόσχημα ότι βοηθάει την Ελλάδα να αντιμετωπίσει το πρόβλημα ρευστότητας που έχει, αντί να αναγνωρίζει την αληθινή κατάσταση, τη βαθιά οικονομική αφερεγγυότητα και τις ελλείψεις της χώρας. Αυτή η προσέγγιση έχει το πλεονέκτημα ότι διατηρεί ανοιχτές τις επιλογές, με την ελπίδα ότι η Ελλάδα θα έρθει σε συμφωνία με τους δανειστές της. Το μειονέκτημα είναι ότι αυξάνεται η οικονομική έκθεση της ΕΚΤ στην Ελλάδα, ειδικά σε περίπτωση που τα πράγματα φτάσουν σε άσχημο σημείο. Επίσης, έτσι, εμφανίζεται η ΕΚΤ να λειτουργεί ως ένας ακόμη πιστωτής της Ελλάδας, προκαλώντας ανησυχίες για την κατανομή των βαρών.
2. Τραβάει το βύσμα
Σύμφωνα με αυτό το σενάριο, η ΕΚΤ θα είναι ειλικρινής προς τον εαυτό της. Θα περιορίσει την περαιτέρω χρηματοδότηση προς την Ελλάδα, ανασύροντας όχι μόνο τα νόμιμα θέματα κατανομής των βαρών, αλλά και τονίζοντας πως η συνεχιζόμενη στήριξη μέσω του ELA είναι αναποτελεσματική, όσο δεν υπάρχουν συνοδευτικά μέτρα για τη βελτίωση της ανάπτυξης και της χρηματοπιστωτικής φερεγγυότητας. Θα προσφέρει επιπλέον βοήθεια μόνο υπό όρους που έχουν να κάνουν με την πρόοδο των πολιτικών, το νέο χρήμα από άλλες πηγές και τη μείωση του χρέους. Εάν αυτές οι συνθήκες δεν πληρούνται, η απόφαση της ΕΚΤ θα οδηγήσει σε περαιτέρω εκροή κεφαλαίων και καταθέσεων από την Ελλάδα. Κάπως έτσι η Ελλάδα θα αναγκαστεί να προχωρήσει σε έλεγχο κεφαλαίων, στάση πληρωμών και επιβολή δρακόντειων μέτρων για να αποκτήσει πρόσβαση σε ό,τι χρήμα υπάρχει στη χώρα. Όλα αυτά θα επιταχύνουν τις εξελίξεις και θα αυξήσουν τον κίνδυνο εξόδου της Ελλάδας από το ευρώ.
3. Τραβάει το βύσμα, αλλά ως μέρος ενός plan B
Βάσει αυτού του σεναρίου, η άρνηση της ΕΚΤ να προσφέρει κι άλλη βοήθεια θα είναι μέρος ενός ολοκληρωμένου σχεδίου – αν και πρόκειται για ένα επικίνδυνο σχέδιο. Η ΕΚΤ θα προσπαθήσει να ελαχιστοποιήσει τον κίνδυνο μετάδοσης της κρίσης σε άλλες χώρες της περιφέρειας με το να ανοίξει τα «παράθυρα» χρηματοδότησης προς κυβερνήσεις και χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Επίσης, θα εντείνει το πρόγραμμα της ποσοτικής χαλάρωσης. Εν τω μεταξύ, θα προχωρήσει σε ένα είδος ενδιάμεσων ευρωπαϊκών ρυθμίσεων για την Ελλάδα, συμπεριλαμβανομένης της δυνατότητας μιας συμφωνίας σύνδεσης με την ΕΕ ή, ακόμη, παραμένοντας στην ΕΕ, αλλά εκτός της νομισματικής ένωσης, όπως συμβαίνει με το Ηνωμένο Βασίλειο.
Κατά τον Ελ Εριάν, ένα από τα μεγάλα διδάγματα των τελευταίων ετών είναι ότι κανένας δεν θέλει να πάρει πάνω του την ευθύνη για την έξοδο μιας χώρας από το ευρώ. Γι” αυτό και θεωρεί πιθανό η ΕΚΤ να ακολουθήσει το πρώτο σχέδιο.
«Όλα αυτά δείχνουν ποια είναι η μεγαλύτερη τραγωδία. Για αρκετά χρόνια, πολλοί λίγοι άνθρωποι -είτε στην Ελλάδα, είτε στην ΕΚΤ, την ΕΕ και το ΔΝΤ- έχουν αντιμετωπίσει μια τέτοια πρόκληση. Να δράσουν, δηλαδή, αποφασιστικά είτε για μια επαναστατική πολιτική, είτε για να πατήσουν το κουμπί της επαναφοράς. Αντ” αυτού, όλοι περιμένουν μια συλλογική δράση που θα λύνει το πρόβλημα, αλλά μια τέτοια λύση είναι δύσκολο να έρθει σύντομα. Μόνο που η αναμονή κοστίζει. Όπως κοστίζει και στους Έλληνες με τους άνεργους νέους να έχουν τελματώσει στις καταστροφικές συνέπειες της ανεργίας και της εξάπλωσης της φτώχειας. Και με τα εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ των δανείων προς την Ελλάδα, τα οποία επιφορτίζονται οι Ευρωπαίοι φορολογούμενοι, οι επίδοξοι λύτες αυτής της ελληνικής τραγωδίας, έχουν γίνει ένα αυξανόμενο μέρος του προβλήματος»