Απαξιωμένοι αισθάνονται οι νέοι γιατροί από τις προτάσεις για το νέο σύστημα ειδίκευσης των γιατρών. Ο πρόεδρος του Κεντρικού Συμβουλίου Υγείας (ΚΕΣΥ) αποκάλεσε τους ειδικευόμενους γιατρούς «εκπαιδευόμενους», φράση που οι γιατροί θεωρούν ότι στρώνει το έδαφος για επιπλέον μειώσεις στις αμοιβές τους, ενώ ήδη πληρώνονται με… ψίχουλα και βγάζουν το μεγαλύτερο μέρος της δουλειάς στα νοσοκομεία.
Εξετάσεις και μετακινήσεις
Εάν οι προτάσεις του ΚΕΣΥ για τους ειδικευόμενους γιατρούς, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και «σχολικού τύπου» εξετάσεις, διορισμοί μόνο τρεις φορές τον χρόνο και μετακινήσεις από νοσοκομείο σε νοσοκομείο, περάσουν σε ρυθμίσεις, «σφραγίζουν» τα διαβατήρια ειδικευόμενων γιατρών ώστε να φύγουν στο εξωτερικό.
Ηδη σημειώνεται πολύ μεγάλη αύξηση του λεγόμενου brain drain. Σύμφωνα με τα στοιχεία των νοσοκομειακών γιατρών, 17.300 γιατροί έχουν μεταναστεύσει. Εξαιτίας αυτής της διαρροής παρατηρούνται μεγάλες ελλείψεις σε ειδικευόμενους γιατρούς. Χαρακτηριστικό είναι ότι δεν υπάρχουν πλέον λίστες αναμονής σε πολλές ειδικότητες, τη στιγμή που προ κρίσης περίμεναν επί χρόνια οι πτυχιούχοι ώστε να ξεκινήσουν ειδικότητα.
Μηδενική αναμονή
Σύμφωνα με πληροφορίες από την Ενωση Ιατρών Αθηνών Πειραιά, σε ειδικότητες όπως η αναισθησιολογία, η μικροβιολογία, η βιοπαθολογία και η αιματολογία παρατηρείται… μηδενική αναμονή. Ακόμη όμως και σε πολύ δημοφιλείς ειδικότητες, όπως η παιδιατρική, η αναμονή των πέντε ετών, έγινε… δύο. Το γεγονός αυτό οφείλεται στις δύσκολες συνθήκες που επικρατούν για τους ειδικευόμενους γιατρούς, καθώς λόγω των ελλείψεων καλούνται να εξυπηρετήσουν δεκάδες ασθενείς και να «τρέχουν» και σε διάφορες άλλες δουλειές εντός νοσοκομείου. Ενας δεύτερος λόγος είναι ο μισθολογικός παράγοντας. Οι ειδικευόμενοι γιατροί αμείβονται μόλις με 900 ευρώ με κίνδυνο να πέσει και άλλο ο μισθός τους, όπως λένε, καθώς η κυβέρνηση τους αντιμετωπίζει ως «εκπαιδευόμενους».
Αυτό τουλάχιστον ανέφερε δημοσίως ο πρόεδρος του Κεντρικού Συμβουλίου Υγείας (ΚΕΣΥ) – το οποίο έχει επιφορτιστεί με το νέο σχέδιο για τις ιατρικές ειδικότητες με σκοπό να ψηφιστεί νέος νόμος – εξοργίζοντας τους γιατρούς.
«Οι ειδικευόμενοι είναι εκπαιδευόμενοι και όχι εργαζόμενοι», ήταν η επίμαχη φράση που εκτιμάται ότι ανοίγει τον ασκό του Αιόλου για μειώσεις στις αμοιβές των γιατρών που ειδικεύονται στα νοσοκομεία.
«Είναι γιατροί, έτοιμοι επιστήμονες, δεν είναι μαθητευόμενοι και έτσι πρέπει να τους συμπεριφερόμαστε», αναφέρει η πρόεδρος της Ενωσης Ιατρών Αθηνών Πειραιά (ΕΙΝΑΠ), Ματίνα Παγώνη, προσθέτοντας ότι «ζητούμενο είναι να γίνεται σωστή εκπαίδευση ώστε να βγαίνουν καλοί γιατροί και όχι σε τι συχνότητα θα δίνουν εξετάσεις».
Το θέμα των εξετάσεων είναι ένα από τα μεγάλα «αγκάθια» του υπό διαμόρφωση σχεδίου για τις ειδικότητες. Το ΚΕΣΥ φέρεται να προτείνει «τελικές ενιαίες πανελλαδικές εξετάσεις δύο με τρεις φορές τον χρόνο» καθώς και «καθορισμό επιθυμητής σχέσης ειδικού γιατρού προς πληθυσμό». Οι εξετάσεις αυτές θα γίνονται μόνο σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, ενώ μέχρι σήμερα γίνονταν εξετάσεις κάθε δύο μήνες και σε πολλές πόλεις. Εάν θεσμοθετηθούν κεντρικές εξετάσεις τότε οι ειδικευόμενοι γιατροί θα έχουν και έξοδα μετακίνησης για να εξεταστούν. Επιπλέον, θεωρούν ότι το σύστημα αυτό θυμίζει σχολείο, χωρίς μια επιτυχής εξέταση να έχει κάποια πραγματική ουσία στη δουλειά τους.
Ενα ακόμη σημείο αντίδρασης των γιατρών είναι ότι θα μετακινούνται σε διάφορα νοσοκομεία «δήθεν “για να εκπαιδεύονται στην ευθύνη”, στην πραγματικότητα για να καλύπτουν κενά ειδικευμένων» όπως αναφέρει σε έγγραφό του ο γενικός γραμματέας της ΟΕΝΓΕ, Πάνος Παπανικολάου.
Επιπλέον, ένα ακόμη σημείο που προκαλεί την αντίδραση των ειδικευόμενων γιατρών είναι η πρόταση για διορισμό τους μόνο τρεις φορές τον χρόνο, ενώ μέχρι σήμερα κάποιος έπαιρνε τη θέση κάποιου άλλου που τελείωνε ειδικότητα.
Οι ενώσεις των γιατρών θεωρούν ότι το βάρος πρέπει να δοθεί στο περιεχόμενο και τις συνθήκες της εκπαίδευσης.
Θεωρείται, επομένως, απαραίτητη η πλήρης ανάπτυξη των δημόσιων δομών που θα εμπλακούν στην εκπαίδευση των νέων γιατρών. Να ανοίξουν κατά αυτόν τον τρόπο νέες θέσεις ειδικότητας σε όλα τα επίπεδα (Πρωτοβάθμια, Δευτεροβάθμια, Τριτοβάθμια), ώστε να απορροφάται το σύνολο των νέων γιατρών. Απαραίτητη, όπως υποστηρίζουν, είναι η βελτίωση και ο εκσυγχρονισμός του εξοπλισμού των κλινικών και των εργαστηρίων.
Πηγή: Ελεύθερος Τύπος