Οι «κόκκινες γραμμές» σε εργασιακό – συντάξεις σπάνε η μία μετά την άλλη

Να διασώσει ό,τι μπορεί από το διεκδικητικό πλαίσιο που έχει θέσει η ελληνική πλευρά στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων αναφορικά με τις συλλογικές συμβάσεις στη χώρα μας και παράλληλα από την τιμή της κυβέρνησης που έχει αναγάγει τα εργασιακά σε κομβικό τομέα για την ολοκλήρωση της διαπραγμάτευσης, επιδιώκει η ηγεσία του υπουργείου Εργασίας.

Την ίδια στιγμή μάλιστα που αναγκάζεται να βάλει στον «πάγο» ζητήματα που μέχρι πρότινος παρουσίαζε ως «αδιαπραγμάτευτα», όπως για παράδειγμα η ενίσχυση των κλαδικών συμβάσεων, αναζητεί τρόπους να εντάξει ξεκάθαρα στον δημοσιονομικό «κόφτη» τις συντάξεις, χωρίς όμως να αλλάξει ο νόμος Κατρούγκαλου.

Το κλίμα επιδεινώνεται από την αλλαγή στάσης των δανειστών και στο θέμα της χρηματοδότησης του Κοινωνικού Εισοδήματος Αλληλεγγύης (ΚΕΑ) για το 2018, καθώς ζητούν νέες περικοπές επιδομάτων.

Προσκρούοντας στην έντονη αντίδραση των πιστωτών να ανοίξουν οποιαδήποτε συζήτηση για επαναφορά της αρχής της ευνοϊκότερης ρύθμισης σύμφωνα με την οποία οι κλαδικές συμβάσεις μπορούν να υπερισχύουν των επιχειρησιακών, η αρμόδια υπουργός Εργασίας Εφη Αχτσιόγλου επιδιώκει να διασφαλίζει τα ελάχιστα, αφήνοντας στην ουσία στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης την αύξηση της διάρκειας της μετενέργειας των συλλογικών συμβάσεων και την επέκταση εφαρμογής τους σε όλες τις επιχειρήσεις ενός κλάδου.

Πρόκειται για δύο σημαντικά μεν, δευτερεύουσας σημασίας δε, θέματα, που μόνο σε συνδυασμό με την επαναφορά της αρχής της ευνοϊκότερης ρύθμισης, τον καθορισμό του κατώτατου μισθού από τους κοινωνικούς εταίρους και τη διατήρηση της δυνατότητας μονομερούς προσφυγής στον Οργανισμό Μεσολάβησης και Διαιτησίας (ΟΜΕΔ) θα επανέφεραν τις βασικές ρυθμίσεις που ίσχυαν στη χώρα πριν από την εφαρμογή των μνημονίων. Το μέτωπο των δανειστών όμως είναι σκληρό και ενιαίο.

Δεν είναι τυχαία η ξεκάθαρη θέση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) στο τελευταίο οικονομικό δελτίο της υπέρ των μεταρρυθμίσεων που επέβαλαν την ενίσχυση των επιχειρησιακών συμβάσεων σε χώρες-μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης που μαστίζονταν από ύφεση, προκειμένου να μειωθούν οι μισθοί και να διασωθούν θέσεις εργασίας.

Συγχρόνως βέβαια, οι εκπρόσωποι των δανειστών επιμένουν στην απελευθέρωση των ομαδικών απολύσεων παράλληλα με την αύξηση του ορίου των ομαδικών απολύσεων από το 5% στο 10%, ενώ στο τραπέζι παραμένει η θέση τους για επανεξέταση του ζητήματος της μονομερούς προσφυγής στον ΟΜΕΔ, παρότι υπάρχει σχετική απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας.

Ετσι, η ηγεσία του υπουργείου Εργασίας που αντιλαμβάνεται αφενός ότι δεν πρέπει να χαθεί πολύτιμος χρόνος, αφετέρου ότι δεν μπορεί να κλείσει τίποτε εάν δεν κλείσουν όλα τα θέματα μαζί, διεκδικεί πλέον μια νίκη στα σημεία, που θα περιλαμβάνει την πρόβλεψη για επαναφορά της διάρκειας της μετενέργειας των συλλογικών συμβάσεων από 3 σε 6 μήνες, αλλά και την επέκταση της εφαρμογής των συμβάσεων σε όλες τις επιχειρήσεις ενός κλάδου, εφόσον εκπροσωπείται το 51% των εργοδοτών.

Κάτι για το οποίο το ευρωπαϊκό σκέλος των πιστωτών δεν εμφανίζεται αρνητικό. Στο θέμα των ομαδικών απολύσεων, η ελληνική πλευρά επιδιώκει αλλαγές με «μπούσουλα» την πρόσφατη απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, σύμφωνα με την οποία ο εκ των προτέρων έλεγχος είναι αποδεκτός, εφόσον όμως υπάρχει συγκεκριμένο πλαίσιο, το οποίο λείπει από το ελληνικό θεσμικό πλαίσιο.

Βέβαια, η κυβέρνηση πιέζεται από τους δανειστές να εφαρμόσει την κοινοτική οδηγία (98/59/Ε.Κ.) που προβλέπει ότι το όριο των ομαδικών απολύσεων είναι 10% στις επιχειρήσεις από 100 και έως 300 εργαζομένους, ενώ αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα το όριο είναι 5% σε επιχειρήσεις πάνω από 200 εργαζομένους. Η αύξηση του ορίου αφορά περίπου το 2,5% των επιχειρήσεων στη χώρα, αλλά περισσότερο από το 40% του συνόλου των εργαζομένων που εργάζονται σε ΔΕΚΟ και σε μεγάλες αλυσίδες εμπορικών καταστημάτων και επιχειρήσεων, οι οποίες βρίσκονται σε αναδιάρθρωση.

Την ίδια στιγμή στο υπουργείο Εργασίας αναζητούν διέξοδο στο θέμα του ασφαλιστικού, με το ΔΝΤ να επιμένει στην κατάργηση της προσωπικής διαφοράς, ήτοι σε περικοπές των ήδη καταβαλλόμενων συντάξεων που μεσοσταθμικά αγγίζουν το 20%. Στο υπουργείο αποκλείουν το ενδεχόμενο να υπάρξει αλλαγή στον νόμο Κατρούγκαλου, που προβλέπει τη «διατήρηση» της προσωπικής διαφοράς και μετά το 2018.

Πηγή: Καθημερινή


Exit mobile version