Πολλές κυβερνήσεις έχουν κατά καιρούς εφαρμόσει ή εκφράσει ενδιαφέρον για την εισαγωγή
πρόσθετης φορολόγησης ορισμένων τροφίμων και ποτών με σκοπό τη διάθεση των
επιπλέον πόρων που θα προκύψουν από αυτήν, στη βελτίωση της δημόσιας υγείας.
Η
πρόταση αυτή έχει επικριθεί ως μέτρο που αποσκοπεί πρωτίστως στην αύξηση των
φορολογικών εσόδων χωρίς να υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία ότι θα επιδράσει
θετικά στα οικονομικά της υγείας.
Τρύπα στα έσοδα με «θύμα» την
υγεία
Η επιβολή
φόρων «αμαρτίας» (sin
taxes) όπως συνηθίστηκε να
αποκαλούνται, για να ευνοηθούν τα ταμεία
του κράτους και συγκεκριμένοι τομείς πολιτικής όπως η υγεία δεν επιφέρει κανένα
ουσιαστικό αποτέλεσμα, αλλά αντίθετα οδηγεί σε απώλειες κρατικών εσόδων, επιβαρύνει τα εισοδήματα των
πολιτών και γιγαντώνει το λαθρεμπόριο και τη φοροδιαφυγή. Η επιβολή τέτοιων
φόρων δεν συνιστά το κατάλληλο μέσο για την ανακούφιση και εξορθολογισμό του
χώρου της υγείας, καθώς για το σκοπό αυτό απαιτούνται δομικές και διαρθρωτικές
αλλαγές στον τρόπο χρηματοδότησης του υγειονομικού συστήματος στην Ελλάδα.
Σύμφωνα με
στοιχεία του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, οι δαπάνες του Κρατικού
Προϋπολογισμού στην Ελλάδα για την περίοδο Ιανουαρίου-Ιουλίου 2017 ανήλθαν στα
28,67 δισ. ευρώ και παρουσιάζουν υστέρηση κατά 1,56 δισ. ευρώ έναντι του στόχου
(30,23 δισ. ευρώ), με σημαντικό μερίδιο της υστέρησης να οφείλεται στις
χρηματοδοτήσεις νοσοκομείων-ΠΕΔΥ (398 εκατ. ευρώ) και τους αποδιδόμενους
πόρους.
Οι υπερβολικοί φόροι δεν βοηθούν ούτε στη βελτίωση των
διατροφικών συνηθειών
Η διεθνής πρακτική έχει αποδείξει ότι η επιβολή
ειδικών φόρων κατανάλωσης σε συγκεκριμένα τρόφιμα και ποτά
όχι μόνο δεν απέφερε κάποιο όφελος για τη δημόσια υγεία αλλά αντίθετα επιβάρυνε τόσο τα δημόσια
ταμεία του κράτους όσο και τα εισοδήματα των νοικοκυριών ιδίως εκείνα με τα χαμηλότερα
εισοδήματα.
Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του Μεξικού, όπου η
επιβολή του φόρου στα αναψυκτικά με ζάχαρη το 2014 δεν διαφοροποίησε ούτε στο
ελάχιστο τις προτιμήσεις των καταναλωτών. Είναι αξιοσημείωτο ότι η μείωση
θερμίδων εκτιμάται μόλις στο 0,2% σε μία χώρα με αρκετά υψηλά ποσοστά παχυσαρκίας,
ενώ ο όγκος των πωλήσεων σημείωσε πτώση κατά 12%.
Επιπροσθέτως, η επιβολή πανομοιότυπου φόρου στη Γαλλία
το 2012 όχι μόνο δεν επηρέασε την κατανάλωση αλλά επιβάρυνε ακόμη περισσότερα
τα νοικοκυριά με επιπλέον έξοδα ύψους 90 εκατομμυρίων ευρώ. Είναι ενδεικτικό,
ότι τα νοικοκυριά με τα χαμηλότερα εισοδήματα ξόδευαν 9% περισσότερο για αγορές
αναψυκτικών τη χρονιά που επιβλήθηκε ο φόρος.
Οι φόροι αυτοί όχι μόνο δεν βοηθούν προς έναν πιο
ισορροπημένο τρόπο διατροφής αλλά αντίθετα, βλάπτουν σημαντικά τη δημόσια
υγεία, καθώς πολλοί καταναλωτές
στρέφονται σε ανθυγιεινά προϊόντα χαμηλής ποιότητας με την ίδια
περιεκτικότητα σε λιπαρά, ζάχαρη ή σε διασυνοριακές αγορές χωρίς αντίστοιχους
φόρους. Για παράδειγμα ο φόρος των
λιπαρών που επιβλήθηκε στη Δανία το 2013
και ανακλήθηκε 15 μήνες αργότερα εξέθρεψε το λαθρεμπόριο και τη
φοροδιαφυγή ενώ οδήγησε σε 1.300 χαμένες θέσεις εργασίας.
Είναι
γεγονός ότι η ποιότητα
της διατροφής σχετίζεται άμεσα με κοινωνικοοικονομικούς παράγοντες και όσο το
διαθέσιμο εισόδημα μειώνεται, τόσο οι ασθενέστερες οικονομικά ομάδες επιβαρύνονται.