Πολλές είναι οι παρατηρήσεις της Επιστημονικής Επιτροπής της Βουλής επί ορισμένων άρθρων του πολυνομοσχεδίου.
Ειδικότερα η Επιτροπή αναφέρει χαρακτηριστικά:
ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ
ΑΝΑΡΤΗΤΕΑ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΔΙΑΦΑΝΕΙΑ
ΕΚΘΕΣΗ ΕΠΙ ΤΟΥ ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟΥ
«Επείγουσες διατάξεις για την εφαρμογή της συμφωνίας δημοσιονομικών στόχων και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και άλλες διατάξεις»
Για την αύξηση του ποσοστού στον υπολογισμό της παροχής σε είδος οχημάτων
ΙΙ. Παρατηρήσεις επί των άρθρων
1. Επί του άρθρου 44
Με την προτεινόμενη ρύθμιση τροποποιείται η παράγραφος 2 του άρθρου 13 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (ν. 4172/2013) ως προς το ζήτημα της φορολόγησης, ως παροχής σε είδος, της αγοραίας αξίας της παραχώρησης, από φυσικά ή νομικά πρόσωπα, οχημάτων προς εργαζομένους, εταίρους ή μετόχους τους. Συγκεκριμένως, αυξάνεται από 30% σε 80% το κόστος απόσβεσης, τελών κυκλοφορίας, επισκευών, συντηρήσεων ή μίσθωσης των οχημάτων που παραχωρούνται προς τα ανωτέρω πρόσωπα, το οποίο θεωρείται ότι συνιστά φορολογητέο εισόδημά τους. Επισημαίνεται ότι η ανωτέρω ρύθμιση δεν φαίνεται να τελεί σε αρμονία με την αρχή της φορολόγησης με βάση τη φοροδοτική ικανότητα, διότι το ποσοστό της χρήσης του παραχωρούμενου οχήματος που λογίζεται ότι δεν γίνεται για τις ανάγκες της επιχείρησης που το παραχωρεί, και το οποίο δεν συνιστά εισόδημα (πρβλ. άρθρο 9 παρ. 1 του ν. 2336/1995), αλλά για την ικανοποίηση προσωπικών αναγκών του χρήστη (οπότε και συνιστά παροχή σε είδος), υπερβαίνει τα δεδομένα της κοινής πείρας.
Για την επιβολή τέλους στην συνδρομητική τηλεόραση
2. Επί του άρθρων 54 και 55
Με τις προτεινόμενες διατάξεις επιβάλλεται υπέρ του Δημοσίου «τέλος στη συνδρομητική τηλεόραση» (άρθρο 54) και «τέλος συνδρομητών σταθερής τηλεφωνίας» (άρθρο 55). Ορίζεται δε ότι τα ανωτέρω τέλη εισπράττονται από τις επιχειρήσεις που παρέχουν τη σχετική υπηρεσία και αποδίδονται «στη Φορολογική Διοίκηση με μηνιαίες δηλώσεις, που υποβάλλονται μέχρι το τέλος του μεθεπόμενου μήνα από την έκδοση κάθε λογαριασμού, ανεξάρτητα από τον χρόνο εξόφλησης του λογαριασμού». Επισημαίνεται ότι ο ως άνω προσδιορισμός του χρόνου απόδοσης του φόρου δεν φαίνεται απολύτως αναγκαίος, δεδομένου ότι με την παράγραφο 4 των ανωτέρω άρθρων παρέχεται στον Γενικό Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων νομοθετική εξουσιοδότηση να καθορίσει με απόφασή του τον «χρόνο και [τη] διαδικασία επιβολής και απόδοσης» των επιβαλλόμενων τελών.
Για την αύξηση συμμετοχής στα κέρδη του ΟΠΑΠ
3. Επί του άρθρου 56
Με την προτεινόμενη ρύθμιση τροποποιείται το άρθρο 50 παρ. 5 του ν. 4002/2011, συμφώνως προς το οποίο, η συμμετοχή του Ελληνικού Δημοσίου στο μεικτό κέρδος των επιχειρήσεων που κατέχουν άδεια διεξαγωγής τυχερών παιγνίων ανέρχεται σε 30%, και θεσπίζονται προοδευτικοί, κλιμακωτοί συντελεστές αναλόγως του ύψους του μεικτού κέρδους των ανωτέρω επιχειρήσεων και, συγκεκριμένως, 30% επί του κλιμακίου μεικτού κέρδους μέχρι 100.000.000 ευρώ, 32,5% επί του κλιμακίου μεικτού κέρδους από 100.0. 001 ευρώ έως και 200.000.000 ευρώ, και 35% επί του κλιμακίου μεικτού κέρδους που υπερβαίνει τα 200.000.001 ευρώ.
Παρατηρείται ότι η ως άνω θέσπιση προοδευτικών συντελεστών για τη φορολόγηση νομικών προσώπων ενδεχομένως δεν βρίσκεται σε αρμονία με την αρχή της φορολογικής ισότητας, λαμβανομένου υπόψη ότι επί νομικών προσώπων δεν υφίσταται κατ’ αρχήν δικαιολογητική βάση διαφοροποίησης του συντελεστή φορολόγησης αναλόγως του ύψους των μικτών κερδών τους, κυρίως όταν η κλιμάκωση αρχίζει από μεικτό κέρδος υπερβαίνον τα 100.0. 000 ευρώ. Επισημαίνεται, επίσης, ότι η θέσπιση προοδευτικής φορολογίας επί νομικών προσώπων παρέχει ευχέρεια καταστρατήγησης των σχετικών διατάξεων, δια της σύστασης περισσότερων του ενός νομικών προσώπων με το αυτό αντικείμενο, στα οποία και θα κατανέμεται το φορολογητέο έσοδο, ούτως ώστε η φορολόγησή του να γίνεται με τον εκάστοτε ισχύοντα χαμηλότερο συντελεστή.
Από διαδικαστικής πλευράς, και δεδομένου ότι οι ανωτέρω κλιμακωτοί συντελεστές διαμορφώνονται βάσει του ετήσιου μεικτού κέρδους, ενώ ο φόρος αποδίδεται σε μηνιαία βάση, σημειώνεται ότι δεν είναι σαφές πώς θα προσδιορίζεται ο φορολογικός συντελεστής στις ανωτέρω μηνιαίες δηλώσεις. Για τον λόγο αυτό, σκόπιμο είναι να προβλεφθεί ότι, για την εξεύρεση του συντελεστή, είτε θα γίνεται αναγωγή του μεικτού κέρδους που έχει προκύψει μέχρι τον μήνα υποβολής της δήλωσης σε ετήσια βάση, είτε θα λαμβάνεται υπόψη το μεικτό κέρδος του προηγούμενου έτους, καθώς και ότι με τη δήλωση του τελευταίου μήνα του ημερολογιακού έτους θα γίνεται εκκαθάριση του φόρου που οφείλεται σε ετήσια βάση, και η προκύπτουσα χρεωστική ή πιστωτική διαφορά θα αποδίδεται ή θα συμψηφίζεται, κατά περίπτωση.
Για την επιβολή φόρου κατανάλωσης στον Καφέ και στα υγρά αναπλήρωσης των ηλεκτρονικών τσιγάρων
4. Επί του άρθρου 58
Με την προτεινόμενη διάταξη προστίθεται νέο άρθρο 53Α στον Εθνικό Τελωνειακό Κώδικα (ν. 2960/2001), δια του οποίου επιβάλλεται ειδικός φόρος κατανάλωσης στον καφέ και στα υγρά αναπλήρωσης τα οποία περιέχονται στα ηλεκτρονικά τσιγάρα.
Η προτεινόμενη ρύθμιση εντάσσεται μεν νομοτεχνικώς στο τμήμα Α’ (Πεδίο Εφαρμογής) του κεφαλαίου Α’ (Γενικές Διατάξεις) του τρίτου μέρους (Ειδικοί Φόροι Κατανάλωσης) του Εθνικού Τελωνειακού Κώδικα, πλην όμως περιλαμβάνει αυτοτελείς ρυθμίσεις, ουσιαστικές (ορισμοί, αντικείμενο του φόρου, συντελεστές) και διαδικαστικές (τρόπος και χρόνος βεβαίωσης και είσπραξης του φόρου, ειδικό καθεστώς αναβολής του φόρου), ως προς το ρυθμιζόμενο ζήτημα. Εξ άλλου, δεν παραπέμπει για την εφαρμογή της σε άλλες διατάξεις του Εθνικού Τελωνειακού Κώδικα, με την εξαίρεση της παραγράφου 5 η οποία παραπέμπει συγκεκριμένως στο άρθρο 56, αναφορικώς προς το απαιτητό του φόρου κατά το χρόνο θέσης σε ανάλωση, και στο άρθρο 109 του Κώδικα, αναφορικώς προς τη διαδικασία και τις διατυπώσεις για τη βεβαίωση και είσπραξη του φόρου. Συναφώς παρατηρείται ότι αν, ως προς τον επιβαλλόμενο φόρο, σκοπός του νομοθέτη είναι η εφαρμογή και άλλων διατάξεων του Εθνικού Τελωνειακού Κώδικα, επί παραδείγματι των άρθρων 66, 67, 68 ή 70, πρέπει αυτό να προβλεφθεί ρητώς.
Περαιτέρω, με την παράγραφο 9 ορίζεται ότι «με τον φόρο κατανάλωσης των ανωτέρω προϊόντων βεβαιώνεται και εισπράττεται, κατά την ίδια χρονική στιγμή, ο αναλογών Φ.Π.Α.». Από τη διατύπωση της προτεινόμενης ρύθμισης δεν καθίσταται σαφές αν η ταυτόχρονη είσπραξη του ΦΠΑ αφορά μόνο τις περιπτώσεις εισαγωγής προϊόντων υποκείμενων στον επιβαλλόμενο φόρο ή και περιπτώσεις ενδοκοινοτικής απόκτησης ή παράδοσης στο εσωτερικό της χώρας.
5. Επί του άρθρου 60
Με την προτεινόμενη παράγραφο 4 ορίζεται ότι, έως την έναρξη ισχύος (1.1.2017) των νέων συντελεστών του ειδικού φόρου κατανάλωσης των καπνοβιομηχανικών προϊόντων, οι υπόχρεοι για την καταβολή του ανωτέρω φόρου «θέτουν κάθε μήνα σε ανάλωση ποσότητα των εν λόγω προϊόντων, όχι μεγαλύτερη από την ποσότητα που αντιστοιχεί στον μέσο όρο των μηνιαίων αναλώσεών τους κατά το προηγούμενο δωδεκάμηνο από την ημερομηνία δημοσίευσης του νόμου αυτού». Συμφώνως προς την αιτιολογική έκθεση, ο ως άνω περιορισμός τίθεται «προκειμένου να αποφευχθούν φαινόμενα αποθεματοποίησης τα οποία θα οδηγήσουν σε μεγάλη καθυστέρηση στην είσπραξη των αναμενόμενων δημοσίων εσόδων». Παρατηρείται ότι, ανεξαρτήτως του σκοπού δημοσίου συμφέροντος που εξυπηρετεί η ως άνω ρύθμιση, μπορεί, υπό προϋποθέσεις, να συνιστά δυσανάλογο περιορισμό του, κατά το άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος, δικαιώματος συμμετοχής στην οικονομική ζωή της χώρας για τις ήδη δραστηριοποιούμενες επιχειρήσεις στη συγκεκριμένη αγορά. Περαιτέρω, ο κατ’ ουσίαν αποκλεισμός της δυνατότητας εισόδου στη συγκεκριμένη αγορά νέων επιχειρήσεων κατά τη μεταβατική περίοδο έως την 1.1.2017 δημιουργεί, ομοίως, προβληματισμό ως προς τη συμβατότητα της προτεινόμενης ρύθμισης προς την ανωτέρω συνταγματική διάταξη, καθώς και την ελευθερία εγκατάστασης ή κυκλοφορίας των εμπορευμάτων. Για τον λόγο αυτό πρέπει να παρασχεθεί δυνατότητα να χορηγείται εξαίρεση από τον ανωτέρω περιορισμό, με αιτιολογημένη απόφαση του αρμόδιου οργάνου της τελωνειακής Αρχής.
Για το πόθεν έσχες
6. Επί του άρθρου 172 παρ. 3
Διά της προτεινόμενης διάταξης αντικαθίσταται η παρ. 3 του άρθρου 2 του ν. 3213/2003, διά της δε προτεινόμενης νέας παρ. 3 του εν λόγω άρθρου ορίζεται ότι οι «δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης των προσώπων των περιπτώσεων α’ έως ε’ του άρθρου 1 παρ. 1, δημοσιεύονται στον διαδικτυακό τόπο της Βουλής με μέριμνα του Προέδρου της Επιτροπής του άρθρου 3A. Η δημοσιοποίηση λαμβάνει χώρα μετά τον έλεγχο και σε κάθε περίπτωση το αργότερο εντός τριών μηνών από την πάροδο της προθεσμίας της παραγράφου 2 του άρθρου 1. Η δημοσιοποίηση των δηλώσεων διαρκεί όσο η θητεία των υπόχρεων πλέον τριών ετών από την λήξη αυτής. Το αντικείμενο της δημοσιοποίησης και ιδίως η μορφή, ο τύπος, τα προς δημοσίευση συγκεντρωτικά ή μη στοιχεία ορίζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, η οποία εκδίδεται το αργότερο δύο μήνες μετά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου. Από τη δημοσιοποίηση εξαιρούνται σε κάθε περίπτωση εκείνα τα στοιχεία που είναι ικανά να προκαλέσουν βλάβη στη ζωή ή την περιουσία του δηλούντος και της οικογένειας του, (όπως διεύθυνση κατοικίας, αριθμοί κυκλοφορίας μεταφορικών μέσων, αριθμός φορολογικού μητρώου κ.λπ.). Η δημοσίευση των δημοσιοποιούμενων στοιχείων στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης επιτρέπεται υπό την προϋπόθεση ότι δημοσιεύεται ολόκληρο το περιεχόμενό τους. Σε κάθε περίπτωση δεν είναι επιτρεπτή η επιλεκτική δημοσιοποίηση ονομαστικών στοιχείων (…)».
Επισημαίνεται διευκρινιστικώς ότι η δημοσίευση στο διαδίκτυο δεδομένων που αφορούν στην περιουσιακή κατάσταση προσώπων συνιστά περιορισμό του ατομικού δικαιώματος προστασίας των προσωπικών δεδομένων (άρθρο 9Α του Συντάγματος). Κατά τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, οι περιορισμοί αυτοί πρέπει να ορίζονται γενικώς και αντικειμενικώς με τυπικό νόμο ή, κατόπιν ειδικής νομοθετικής εξουσιοδότησης, με διάταγμα, να δικαιολογούνται από αποχρώντες λόγους δημοσίου συμφέροντος, να τελούν σε πρόδηλη λογική συνάφεια με τον σκοπό αυτό, να είναι πρόσφοροι, κατάλληλοι και αναγκαίοι για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού, να μην θίγουν τον πυρήνα του δικαιώματος και να μην απονέμουν στη Διοίκηση ευρεία διακριτική ευχέρεια (βλ. ενδεικτικώς, ΣτΕ Ολ 3665/2005, ΔιΔικ 2006, σελ. 391). Ειδικώς ως προς τον έλεγχο της προσφορότητας και αναγκαιότητας των μέτρων που θεσπίζονται για την επίτευξη ενός σκοπού, ο νομοθέτης διαθέτει ευρύ περιθώριο εκτίμησης ως προς τον καθορισμό των ρυθμίσεων που αυτός κρίνει πρόσφορες και αναγκαίες. Ως εκ τούτου, ο δικαστικός έλεγχος της τήρησης της αρχής της αναλογικότητας περιορίζεται στην κρίση για το αν η θεσπιζόμενη ρύθμιση είτε είναι προδήλως απρόσφορη, είτε υπερβαίνει προδήλως το απαραίτητο για την πραγματοποίηση του επιδιωκόμενου σκοπού μέτρο (βλ. ΣτΕ Ολ 3031/2008, ΣτΕ Ολ 2010/2010).
Στο πλαίσιο αυτό, η δημοσίευση στο διαδίκτυο δεδομένων που αφορούν στην περιουσιακή κατάσταση των υπόχρεων προσώπων, κατά το ισχύον άρθρο 2 του ν. 3213/2003, «δικαιολογείται από αποχρώντες λόγους δημοσίου συμφέροντος, καθώς εξυπηρετεί τη διαφάνεια του πολιτικού και δημόσιου βίου, και είναι εντός των ορίων της αναλογικότητας, καθώς υπηρετεί υπέρτερο έννομο συμφέρον. Ειδικότερα, ο περιορισμός αυτός αφορά σε δημόσια πρόσωπα, δηλαδή σε πρόσωπα που κατέχουν δημόσια θέση ή διαχειρίζονται δημόσιο χρήμα ή ακόμα διαδραματίζουν ρόλο στη δημόσια πολιτική και οικονομική ζωή, για τα οποία είναι ανεκτός ένας εντονότερος περιορισμός του δικαιώματος στην προστασία των προσωπικών τους δεδομένων. Εξάλλου τα πρόσωπα αυτά εκουσίως ανέλαβαν την άσκηση δημοσίων αξιωμάτων και έτσι συναίνεσαν στο να εκτεθούν σε ένα ευρύτερο έλεγχο της ιδιωτικής και οικονομικής τους ζωής. Τούτο είναι σύμφωνο και σε αντιστοιχία με τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, το οποίο επιλύοντας τη σύγκρουση του δικαιώματος στην ελευθερία της έκφρασης και αυτού της προστασίας της ιδιωτικής ζωής δέχεται ότι είναι ανεκτή η επέμβαση σε πτυχές της ιδιωτικής ζωής δημοσίων προσώπων προκειμένου να επιτευχθεί ο σκοπός της ενημέρωσης του κοινού (βλ., ενδεικτικώς, von Hanover v. Germany, απόφαση της 24.6.2004)», βλ., σχετικώς, Α.Π.Π.Δ. Γνμδ 7/2011, ΔιΜΜΕ 2012, σελ. 296, καθώς και Έκθεση της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής της 4.8.2014 επί του νομοσχεδίου «Μέτρα στήριξης και ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, οργανωτικά θέματα Υπουργείου Οικονομικών και άλλες διατάξεις», ν. 4281/2014.
7. Επί του άρθρου 175 παρ. 1 και 2
Με την πρώτη από τις προτεινόμενες ρυθμίσεις αντικαθίστανται οι παρ. 1 και 2 του άρθρου 3Α του ν. 3213/2003, διά του οποίου ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι ο «έλεγχος της περιουσιακής κατάστασης των αναφερομένων στην περίπτωση α’ έως και ε’ της παραγράφου 1 του άρθρου 3 προσώπων ανατίθεται σε Επιτροπή Ελέγχου, η οποία ενεργεί ως ειδικό όργανο», το οποίο αποτελείται από εννέα (9) μέλη με ισάριθμους αναπληρωτές, μεταξύ των οποίων, «α) τον/την Πρόεδρο της Ειδικής Μόνιμης Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας, ως Πρόεδρο, με τον αναπληρωτή του, που ορίζεται ε απόφαση του Προέδρου της Βουλής».
Εξ άλλου, με την παρ. 2 προστίθεται νέα παράγραφος 5 στο άρθρο 3Α του ν. 3213/2003, κατά την οποία, «μέχρι την τριακοστή πρώτη Μαρτίου κάθε έτους, η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση των πεπραγμένων της κατά το προηγούμενο έτος στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής και στους Υπουργούς Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Στην ανωτέρω ετήσια έκθεση αναφέρονται κατ’ ελάχιστο ο αριθμός των υπόχρεων σε δήλωση προσώπων, ο αριθμός των προσώπων που υπέβαλαν δηλώσεις, τα μέτρα που ελήφθησαν για όσους δεν υπέβαλαν δήλωση και τα αποτελέσματα των ελέγχων, που πραγματοποιήθηκαν κατά την άσκηση των καθηκόντων της επιτροπής, με στατιστική απεικόνιση αυτών. Η έκθεση αναρτάται στην επίσημή ιστοσελίδα της Βουλής στο διαδίκτυο το αργότερο ία (1) εβδομάδα μετά την υποβολή της, όπου και παραμένει αναρτημένη για επτά (7) έτη. Την ίδια υποχρέωση υποβολής έκθεσης, με το ίδιο περιεχόμενο και με την ίδια προθεσμία υποβολής και ανάρτησης έχουν όλα τα αρμόδια όργανα τα οποία λαμβάνουν και επεξεργάζονται δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης».
Σχετικώς με τις ανωτέρω διατάξεις, ισχύουν αναλογικώς οι επισημάνσεις επί των άρθρων 109 παρ. 2 και 202 παρ. 1 του νομοσχεδίου, ότι, δηλαδή, οι διατάξεις του Κανονισμού της Βουλής δεν αναφέρονται, ρητώς, ούτε στη δυνατότητα συμμετοχής του Προέδρου της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής στη συγκρότηση της Επιτροπής Ελέγχου δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης, ούτε στην υποβολή, στην εν λόγω Επιτροπή της Βουλής, της ετήσιας έκθεσης των πεπραγμένων της Επιτροπής Ελέγχου. Κατά συνέπεια, ο Προέδρος της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής και η ίδια η Επιτροπή, η οποία δεν συνιστά ανεξάρτητη αρχή κατά την έννοια του άρθρου 138Α του Κανονισμού της Βουλής ακόμα κι αν αυτή περιγράφεται στην προτεινόμενη ρύθμιση ως ανεξάρτητη, έχουσα οικονομική και διοικητική αυτοτέλεια μπορούν να αποκτήσουν τις προτεινόμενες αρμοδιότητες μόνο με τροποποίηση του Κανονισμού της Βουλής.
8. Επί του άρθρου 178
Με το άρθρο 178 του νομοσχεδίου τροποποιείται το άρθρο 8 του ν. 3213/2003, στη δε προτεινόμενη νέα παρ. 2 του εν λόγω άρθρου ορίζεται ότι τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον δύο ετών και με χρηματική ποινή η, κατά παράβαση της παρ. 1, συμμετοχή αμέσως ή διά παρένθετου προσώπου σε εταιρεία που έχει την έδρα της σε κράτος μη συνεργάσιμο στον φορολογικό τομέα, κατά την έννοια της υπουργικής απόφασης που εκδίδεται συμφώνως προς το άρθρο 65 παρ. 1 έως 5 του ν. 4172/2003. Στους λευκούς ποινικούς νόμους η περιγραφή της αξιόποινης συμπεριφοράς συμπληρώνεται από άλλες διατάξεις. Η αναδρομική εφαρμογή του ηπιότερου συμπληρωτικού νόμου εξαρτάται από το εάν η επελθούσα μεταβολή αφορά πραγματικά περιστατικά ή αξιολογήσεις του νομοθέτη. Σε κάθε περίπτωση, όμως, αν ο συμπληρωτικός νόμος του λευκού ποινικού νόμου είναι νόμος προσωρινής ισχύος, θα ισχύσει το άρθρο 3 του Ποινικού Κώδικα, κατά το οποίο «[ν]όμοι με προσωρινή ισχύ εφαρμόζονται και μετά την παύση της ισχύος τους σε πράξεις που τελέστηκαν όταν αυτοί ίσχυαν. Κατά τα λοιπά εφαρμόζεται η διάταξη της παραγράφου 1 του προηγούμενου άρθρου» (βλ. Χ. Μυλωνοπουλο, Ποινικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος Ι, Αθήνα, 2007, σελ. 79-80, Ν. Ανδρουλάκη, Ποινικό δίκαιο, Γενικό Μέρος, β’ έκδ., σελ. 127-130).
Για το ταμείο αξιοποίησης περιουσίας
9. Επί του άρθρου 184 σε συνδυασμό προς το άρθρο 191
Με τις διατάξεις των άρθρων 184 επ. προτείνεται να συσταθεί ανώνυμη εταιρεία υπό την επωνυμία «Ελληνική Εταιρεία Συμμετοχών και Περιουσίας Α.Ε.». (στο εξής, Εταιρεία), η οποία ορίζεται ότι «δεν ανήκει στον δημόσιο ή ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός εκάστοτε ορίζεται» (άρθρο 184). Συμφώνως προς άρθρο 191, υπεύθυνο για την εποπτεία του Διοικητικού Συμβουλίου της Εταιρείας είναι το Εποπτικό Συμβούλιο, όργανο της Εταιρείας (βλ. άρθρο 204) που αποτελείται από πέντε μέλη (τρία κατ’ επιλογήν του Υπουργού Οικονομικών με τη σύμφωνη γνώμη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας, και δύο κατ’ επιλογήν της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας με τη σύμφωνη γνώμη του Υπουργού Οικονομικών).
Επισημαίνεται ότι ο όρος «δημόσιος τομέας» εισήχθη στη νομοθεσία με το άρθρο 1 παρ. 6 του ν. 1256/1982, η δε παραλλαγή του, «ευρύτερος δημόσιος τομέας», απαντά στα άρθρα 14 παρ. 9 εδάφ. ε’ και 103 παρ. 7 και 8 του Συντάγματος. Οι όροι αυτοί, που αναφέρονται σε «κρατικούς φορείς ανεξάρτητα από το καθεστώς δημόσιου ή ιδιωτικού ή μικτού δικαίου που τους διέπει» (άρθρο 1 παρ. 6 του ν. 1256/1982) και αποτυπώνουν «το ιδιαίτερο νομικό καθεστώς που προκύπτει από επιμέρους νομοθετήματα που αφορούν σε περιορισμούς προσήκοντες ή συναφείς προς την έννοια της δημόσιας υπηρεσίας και αναγόμενους είτε στην πρόσληψη και την υπηρεσιακή κατάσταση του προσωπικού της, είτε στην απόκτηση και χρήση πόρων προς επίτευξη του δημόσιου σκοπού τον οποίον επιδιώκουν» (ΣτΕ ΠΕ 158/1992, ΤοΣ 1992, σελ. 157), «έχουν οργανική έννοια» (βλ. Επ. Σπηλιωτόπουλο, Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, 2011, σελ. 15) και αποδίδουν σύστημα διοικητικής οργάνωσης (βλ. Αν. Τάχο, Ο «δημόσιος τομέας» ως υπολανθάνον διοικητικό αντίσύστημα, σε: Δικαιοσύνη και Δίκαιο, πνευματικό αφιέρωμα στον Μ.Δ. Στασινόπουλο, 2001, σελ. 635-650). Από το σύνολο των σχετικών διατάξεων προκύπτει ότι ο όρος «δημόσιος τομέας» είναι ένα σύνολο κρατικών μορφωμάτων που υπόκεινται σε ιδιαίτερο νομικό καθεστώς. Αξιοσημείωτο είναι, εξ άλλου, ότι το εύρος του δημόσιου τομέα αυξομειώνεται κατά τη βούληση του νομοθέτη ή της κανονιστικώς δρώσας διοίκησης, δεδομένου ότι είναι επιτρεπτή η «έξοδος από τον δημόσιο τομέα» διά πράξης οργάνου της εκτελεστικής εξουσίας (βλ., ιδίως, άρθρο 19 του ν. 1682/1987, άρθρο 30 παρ. 1 του ν. 1914/1990, άρθρο 22 του ν. 1947/1991).
Συνεπώς, η έννοια του δημόσιου τομέα δεν είναι έννοια νομική ούτε η τυχόν υπαγωγή επιχείρησης στον δημόσιο τομέα αποτελεί κριτήριο για τον χαρακτηρισμό της ως δημόσιας επιχείρησης ή ως δημόσιου νομικού προσώπου (βλ. Οδ. Καραγιαννακίδη, Η έξοδος φορέων από τον δημόσιο τομέα, ΕΔΔΔΔ 1994, σελ. 361-377).
Εν προκειμένω, κατά τη ρητή διατύπωση του νομοσχεδίου, η Εταιρεία, της οποίας το μετοχικό κεφάλαιο καλύπτεται στο σύνολό του από το Ελληνικό Δημόσιο (βλ. άρθρο 187 παρ. 1), εξυπηρετεί ειδικό δημόσιο σκοπό (βλ. άρθρα 185 παρ. 1και 204), διαχειρίζεται και αξιοποιεί δημόσια ακίνητα (βλ. άρθρο 208), μεταξύ άλλων, διά πώλησης ή μίσθωσής τους ή μεταβίβασης εμπράγματων ή ενοχικών δικαιωμάτων επ’ αυτών (βλ. άρθρο 201 παρ. 2-3), διαχειρίζεται δημόσιο χρήμα (βλ. άρθρα 185 παρ. 3 και 201 παρ. 11), προωθεί μεταρρυθμίσεις των δημόσιων επιχειρήσεων (βλ. άρθρα 185 παρ. 2 και 204), αναλαμβάνει το σύνολο των μετοχών του Ταμείου Αξιοποίησης Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου (ΤΑΙΠΕΔ) και της Εταιρείας Ακινήτων Δημοσίου (ΕΤΑΔ) (βλ. άρθρο 188 παρ. 6-7), συνιστά εταιρεία (Εταιρεία Δημοσίων Συμμετοχών Α.Ε. ΕΔΗΣ) προς διαχείριση δημόσιων επιχειρήσεων (βλ. άρθρα 188 παρ. 8, 197 και 204), οι μετοχές της όπως και οι μετοχές των άμεσων θυγατρικών της εταιρειών αποτελούν πράγματα εκτός συναλλαγής κατά την έννοια του άρθρου 966 του Αστικού Κώδικα (βλ. άρθρο 187) κ.λπ.
Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η Εταιρεία συνιστά δημόσιο νομικό πρόσωπο, δηλαδή, νομικό πρόσωπο που δραστηριοποιείται αμιγώς στον ιδιωτικό τομέα.
Συνεπώς, η Εταιρεία δεν δύναται να εκφεύγει του πολιτειακού ελέγχου, ούτε, ειδικότερα, του κοινοβουλευτικού ελέγχου, ούτε να υπόκειται, αντί αυτών, στην εποπτεία αποκλειστικώς του Εποπτικού Συμβουλίου της Εταιρείας. Ελέγχεται, ιδίως, ως προς την τήρηση αρχών που συνάπτονται προς την αρχή του κράτους δικαίου και, ειδικότερα, ως προς την τήρηση των αρχών της διαφάνειας, της ισότητας, της ουδετερότητας, της συνέχειας της δημόσιας υπηρεσίας, της καλής λειτουργίας των δημόσιων υπηρεσιών και της ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών, της αρχής της νομιμότητας σε κάθε στάδιο λειτουργίας της Εταιρείας, και, τέλος, την προστασία του περιβάλλοντος και, ιδίως, τη μη προσβολή του δημόσιου συμφέροντος. Τα αρμόδια όργανα της Κυβέρνησης ελέγχονται, εξ άλλου, στο πλαίσιο του κοινοβουλευτικού ελέγχου, κατ’ αναφορά προς την εποπτεία που ασκούν επί της λειτουργίας της εταιρείας, με σκοπό τη διασφάλιση της εφαρμογής των ως άνω αρχών (βλ., ενδεικτικώς, ΣτΕ (ΠΕ) 158/1992).
10. Επί του άρθρου 185 παρ. 1
Συμφώνως προς το εδάφιο β’ της προτεινόμενης διάταξης, η Εταιρεία «(…) αξιοποιεί τα (…) στοιχεία προκειμένου να: (…) συμβάλει στην απομείωση (…)». Το εν λόγω εδάφιο πρέπει να αναδιατυπωθεί ως εξής: «(…) αξιοποιεί τα (…) στοιχεία προκειμένου να: (…) συμβάλλει στην απομείωση (…)».
11. Επί του άρθρου 191 παρ. 1
Συμφώνως προς την εν λόγω διάταξη, «[τ]ο Εποπτικό Συμβούλιο είναι υπεύθυνο για την εποπτεία του Διοικητικού Συμβουλίου της Εταιρείας με σκοπό να διασφαλίσει ότι αυτό λειτουργεί σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου, του Καταστατικού και του Εσωτερικού Κανονισμού και προς το συμφέρον της Εταιρείας».
Εν προκειμένω ισχύουν οι ως άνω παρατηρήσεις επί του άρθρου 184 σε συνδυασμό προς το άρθρο 191 του υπό ψήφιση νομοσχεδίου, σχετικώς με τη δημόσια φύση της Εταιρείας, ιδίως κατά το ότι η λειτουργία της οφείλει να είναι διαρκώς προσανατολισμένη προς την τήρηση των συνταγματικών αρχών και τη διαρκή εξυπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος.
Επομένως, και δεδομένου ότι το άρθρο 191 παρ. 1 αναφέρει ως σκοπό λειτουργίας του Εποπτικού Συμβουλίου της Εταιρείας πλην της σύμφωνης προς τον υπό ψήφιση νόμο, το καταστατικό και τον εσωτερικό κανονισμό λειτουργίας του Διοικητικού Συμβουλίου της και «το συμφέρον της Εταιρείας», η διάταξη χρήζει συμπλήρωσης κατά το ότι σκοπός λειτουργίας του Εποπτικού Συμβουλίου της Εταιρείας είναι και η διασφάλιση ότι το Διοικητικό Συμβούλιο της Εταιρείας λειτουργεί προς εξυπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος.
12. Επί του άρθρου 194 παρ. 2
Με την παρ. 2 του άρθρου 194 ορίζεται ότι «[μ]όνο ανεπίληπτα πρόσωπα μπορούν να επιλεγούν ως μέλη οργάνων της Εταιρείας».
Επισημαίνεται, εν προκειμένω, ότι η χρήση του όρου «ανεπίληπτα πρόσωπα» δεν είναι δόκιμη (αντιθέτως, ο όρος «ανεπίληπτος» ή «επιλήψιμος» είναι δόκιμος στο πεδίο του εμπράγματου δικαίου, κατ’ αναφορά προς την έννοια της νομής, βλ., λ.χ., άρθρα 984, 985, 987, 988 ΑΚ, ΑΠ 26/2015, ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1282/2009, ΤΝΠ Νόμος, ΕφΛαμ 59/2005, Αρμ 2007, σελ. 515).
Δεδομένου, εξ άλλου, ότι τα κωλύματα επιλογής προσώπου ως μέλους οργάνου της Εταιρείας δεν καθορίζονται στην εν λόγω παράγραφο, αλλά στην παρ. 4 του ίδιου άρθρου, η έννοια του όρου «ανεπίληπτα πρόσωπα» χρήζει διευκρίνισης για λόγους ασφάλειας δικαίου και νομοτεχνικής σαφήνειας.
13. Επί του άρθρου 194 παρ. 3
Με την προτεινόμενη ρύθμιση ορίζεται ότι «[ο]ι ιδιότητες (…) στελέχους Υπουργείου ή άλλης δημόσιας αρχής (…) είναι ασυμβίβαστες με εκείνη της ιδιότητας μέλους οργάνων της Εταιρείας».
Θα ήταν σκόπιμο να αποσαφηνισθεί η χρήση του όρου «στέλεχος», εν προκειμένω.
14. Επί του άρθρου 194 παρ. 7
Με το τελευταίο εδάφιο της προτεινόμενης διάταξης ορίζεται ότι «[ο]ι αμοιβές και οι αποζημιώσεις των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου (…) συνδέονται εν μέρει με την επίτευξη στόχων (…)».
Η εν λόγω ρύθμιση χρήζει αποσαφήνισης.
15. Επί του άρθρου 201 παρ. 5
Συμφώνως προς την προτεινόμενη διάταξη, ότι «[π]ριν από την αξιοποίηση οποιουδήποτε περιουσιακού στοιχείου (…) απαιτείται να γίνει τελική αποτίμηση της αξίας του (…), σύμφωνα με τα οριζόμενα στον Εσωτερικό Κανονισμό. Με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου (…) είναι δυνατόν, αντί της αποτίμησης (…) να δοθεί αιτιολογημένη γνώμη (fairness opinion) πιστωτικού ιδρύματος ή τράπεζας επενδύσεων για το δίκαιο και το εύλογο της προτεινόμενης συναλλαγής».
Αναφορικώς προς την τακτική, κατά τα ως άνω, διαδικασία αποτίμησης της αξίας περιουσιακού στοιχείου που πρόκειται να αξιοποιηθεί, δημιουργείται προβληματισμός, στο μέτρο που ο τρόπος κατά τον οποίο θα διεξαχθεί η αποτίμηση αυτή δεν προκύπτει με σαφήνεια. Και αυτό, δεδομένου, αφ’ ενός, ότι η εν λόγω μέθοδος/διαδικασία υπολογισμού προτείνεται να καθορισθεί σε κείμενο (τον Εσωτερικό Κανονισμό της Εταιρείας), το οποίο δεν έχει τεθεί ακόμη σε ισχύ και, ως εκ τούτου, δεν είναι προσβάσιμο, αφ’ ετέρου, ότι, ακόμη και μετά τη θέση του σε ισχύ, δεν προβλέπεται δημοσίευσή του, ώστε το περιεχόμενό του να καταστεί, συμφώνως προς την αρχή της διαφάνειας, γνωστό και ελέγξιμο.
Αναφορικώς προς την έκτακτη, κατά τα ως άνω, διαδικασία αποτίμησης της αξίας περιουσιακού στοιχείου με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου, δημιουργείται προβληματισμός, δεδομένου, αφ’ ενός, ότι δεν καθορίζονται οι όροι και οι προϋποθέσεις υπό τη συνδρομή των οποίων είναι επιτρεπτή η εν λόγω κατά παρέκκλιση διαδικασία, αφ’ ετέρου, ότι δεν οριοθετείται το εύρος των πιστωτικών ιδρυμάτων ή τραπεζών επενδύσεων που επιτρεπτώς καλούνται να παράσχουν τη σχετική υπηρεσία (λ.χ., δεν εισάγονται ρυθμίσεις για την εξέταση του ζητήματος, αν το καλούμενο νομικό πρόσωπο ενδέχεται να τελεί σε σύγκρουση συμφερόντων), ούτε καθορίζεται διαδικασία για την επιλογή του πιστωτικού ιδρύματος ή της τράπεζας επενδύσεων που θα διεξαγάγει το εν λόγω έργο.
16. Επί του άρθρου 202 παρ. 1 έως 3
α. Στο άρθρο 202 παρ. 1 ορίζεται ότι «[τ]ο Διοικητικό Συμβούλιο της Εταιρείας υποβάλλει στη Βουλή των Ελλήνων ετήσια έκθεση ανάλυσης των πεπραγμένων του για τη σχετική περίοδο, η οποία συζητείται στην αρμόδια επιτροπή της».
Επισημαίνεται ότι, κατ’ άρθρο 65 παρ. 1 του Συντάγματος η Βουλή «ορίζει τον τρόπο της ελεύθερης και δημοκρατικής λειτουργίας της με Κανονισμό, που ψηφίζεται από την Ολομέλεια κατά το άρθρο 76 και δημοσιεύεται με παραγγελία του Προέδρου της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως», ο δε Κανονισμός της Βουλής «καθορίζει την οργάνωση των υπηρεσιών της Βουλής υπό την εποπτεία του Προέδρου, καθώς και όλα όσα αφορούν στο προσωπικό της» (άρθρο 65 παρ. 6 εδ. α’ Συντάγματος).
Από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγονται τα στοιχεία που προσδίδουν ιδιαιτερότητα στον Κανονισμό της Βουλής (ΚτΒ): το αντικείμενό του (που είναι ο προσδιορισμός της ελεύθερης και δημοκρατικής λειτουργίας της εθνικής αντιπροσωπείας, η οργάνωση των υπηρεσιών της υπό την εποπτεία του Προέδρου της καθώς και όλα τα ζητήματα που αφορούν το προσωπικό της), και ο τρόπος με τον οποίο εντάσσεται στην έννομη τάξη (δεδομένου ότι, κατά την έκδοση και δημοσίευσή του, δεν συμπράττει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας). Πράγματι, η αυτονομία της Βουλής εκδηλώνεται, μεταξύ άλλων, με την αποκλειστική αρμοδιότητά της να θεσπίζει, να τροποποιεί, να συμπληρώνει και να ερμηνεύει αυθεντικώς τον Κανονισμό της, χωρίς τη σύμπραξη της εκτελεστικής εξουσίας. Ζητήματα, επομένως, για τα οποία το Σύνταγμα εμπεριέχει επιφυλάξεις υπέρ του ΚτΒ, δεν μπορούν να ρυθμισθούν με νόμο, όπως και αντιστρόφως, στα ζητήματα για τα οποία το Σύνταγμα επιφυλάσσεται υπέρ του νόμου, δεν μπορεί να παρέμβει ο ΚτΒ (βλ., ενδεικτικώς, Κ. Μαυριά, Συνταγματικό Δίκαιο, 5η έκδ., 2014, σελ. 239-241, Αθ. Ράικο, Συνταγματικό Δίκαιο, τ. Ι, τεύχ. Α’, 3η έκδ., 2009, Ευ. Βενιζέλο, Μαθήματα Συνταγματικού Δικαίου, 2008, σελ. 185, σελ. 212-215, Α. Παντελή, Εγχειρίδιο Συνταγματικού Δικαίου, 2η έκδ., 2007, σελ. 336, κ.ά.). Ο Κανονισμός της Βουλής περιέχει, πάντως, διατάξεις που προβλέπουν τη ρύθμιση ορισμένων θεμάτων και από τον κοινό νόμο (βλ. και Στ. Κουτσουμπίνα, Η τροποποίηση του Κανονισμού της Βουλής του Απριλίου 2010: ένας απρόσμενος «διάλογος» του κοινού νομοθέτη με το νομοθέτη του Κανονισμού, ΑρχΝομ 2011, σελ. 1-2. Βλ., επίσης, την από 9.12.2014 έκθεση της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής επί του νομοσχεδίου «Ίδρυση παρατηρητηρίου άνοιας, βελτίωση περιγεννητικής φροντίδας και ρυθμίσεις λοιπών θεμάτων αρμοδιότητας Υπουργείου Υγείας», ν. 4316/2014, και την από 25.6.2014 έκθεση της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής επί του νομοσχεδίου «Αρχές δημοσιονομικής διαχείρισης και εποπτείας (ενσωμάτωση της Οδηγίας 2011/85/ΕΕ) δημόσιο λογιστικό», ν. 4270/2014).
Υπό το φως των ανωτέρω, επισημαίνεται ότι οι διατάξεις του Κανονισμού της Βουλής δεν περιλαμβάνουν ρητώς, ως αρμοδιότητα επιτροπής, τη συζήτηση ετήσιας έκθεσης ανάλυσης των πεπραγμένων του Διοικητικού Συμβουλίου της Εταιρείας.
Σχετικές διατάξεις του Κανονισμού της Βουλής που θα μπορούσαν, εν προκειμένω, να εφαρμοσθούν είναι το άρθρο 14 περιπτ. η’ του Κανονισμού της Βουλής, συμφώνως προς το οποίο «η Διάσκεψη των Προέδρων (…) αποφασίζει (…) ή αναθέτει το έργο τούτο σε άλλο όργανο, επιτροπή ή υποεπιτροπή της Βουλής για όσα θέματα προβλέπεται σχετική αρμοδιότητα της Βουλής ή οργάνου της ρητά από το Σύνταγμα, τον Κανονισμό ή νόμο»), καθώς το άρθρο 43Α παρ. 3 του Κανονισμού της Βουλής, συμφώνως προς το οποίο «[ο]ι ειδικές μόνιμες επιτροπές ή υποεπιτροπές τους μπορούν να αποφασίζουν ή να προτείνουν ή να διατυπώνουν γνώμη, εφόσον αποφασίζεται κάθε φορά να ανατεθεί το έργο τούτο σε αυτές από τη Διάσκεψη των Προέδρων και για όσα θέματα προβλέπεται από το Σύνταγμα, τον Κανονισμό ή νόμο σχετική αρμοδιότητα της Βουλής ή οργάνου της. Στην περίπτωση αυτήν εφαρμόζονται κατ’ αναλογία οι διατάξεις των παρ. 3, 4 και 5 του άρθρου 49A».
Δεδομένου ότι, εν προκειμένω, η προτεινόμενη διάταξη δεν καθορίζει «ρητά» (όπως απαιτεί το άρθρο 14 περιπτ. η’ του ΚτΒ) ποια είναι αρμόδια επιτροπή για τη διεξαγωγή της σχετικής συζήτησης επί της έκθεσης της Εταιρείας, αυτονόητο είναι ότι αυτή θα ορισθεί από τη Διάσκεψη των Προέδρων.
β. Στην παρ. 2 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι «[τ]ο Διοικητικό Συμβούλιο της Εταιρείας προσκαλείται σε συνεδριάσεις ενώπιον της Βουλής για να την ενημερώνει για κάθε σχετικό θέμα που ζητηθεί».
Επισημαίνεται, πέραν των αμέσως προηγηθεισών σκέψεων, οι οποίες ισχύουν και εν προκειμένω, ότι για την εφαρμογή του ρυθμιστικού περιεχομένου της εν λόγω διάταξης (η οποία δεν δύναται, κατά τα ανωτέρω, να έχει δεσμευτική ισχύ έναντι της Βουλής) απαιτείται ειδική προς τούτο απόφαση από σχηματισμό της Βουλής. Συμφώνως, εξ άλλου, προς το άρθρο 69 εδάφ. α’ του Συντάγματος, «[κ]ανένας δεν εμφανίζεται στη Βουλή αυτόκλητος για να αναφέρει οτιδήποτε προφορικά ή εγγράφως».
γ. Στο άρθρο 202 παρ. 3 ορίζεται ότι «[ο] Πρόεδρος και ο Διευθύνων Σύμβουλος της Εταιρείας, με την ανάληψη των καθηκόντων τους, παρουσιάζονται στην Επιτροπή του άρθρου 49Α του Κανονισμού της Βουλής».
Επισημαίνεται, εν προκειμένω, ότι η Εταιρεία δεν περιλαμβάνεται στην αποκλειστική απαρίθμηση των «Δημοσίων Επιχειρήσεων, Τραπεζών, Οργανισμών Κοινής Ωφελείας και Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης» επί των οποίων εφαρμόζεται το άρθρο 49Α του ΚτΒ. Κατά συνέπεια, διεύρυνση της εν λόγω απαρίθμησης, προκειμένου να συμπεριληφθεί σε αυτήν και η Εταιρεία, προϋποθέτει τροποποίηση του ΚτΒ με απόφαση της Ολομέλειας της Βουλής.
17. Επί του άρθρου 202 παρ. 4 σε συνδυασμό προς το άρθρο 191
Συμφώνως προς το άρθρο 202 παρ. 4, «[τ]α μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου και των άμεσων θυγατρικών της υπάγονται στις διατάξεις του ν. 3213/2003 (Α’309)», δηλαδή, στις διατάξεις του νόμου περί δήλωσης και ελέγχου περιουσιακής κατάστασης βουλευτών, δημόσιων λειτουργών και υπαλλήλων, ιδιοκτητών μέσων μαζικής ενημέρωσης και άλλων κατηγοριών προσώπων».
α. Επισημαίνεται, κατ’ αρχάς, ότι για λόγους ασφάλειας δικαίου και προκειμένου να αποφευχθεί ο κατακερματισμός συναφών κανόνων δικαίου σε διαφορετικά νομοθετήματα, η εν λόγω ρύθμιση είναι σκόπιμο να περιληφθεί απευθείας στον ν. 3213/2003 και, συγκεκριμένως, ως περίπτωση μη. της παρ. 1 του άρθρου 1 του εν λόγω νόμου (αναριθμούμενης αναλόγως της ισχύουσας περίπτωσης μη.).
β. Όπως συνάγεται από τη διατύπωση της προτεινόμενης διάταξης, δεν περιλαμβάνονται στο εύρος των προσώπων που υποχρεούνται να προβούν σε δήλωση περιουσιακής κατάστασης κατά τον ν. 3213/2003, τα πρόσωπα που απαρτίζουν το Εποπτικό Συμβούλιο της Εταιρείας.
Συμφώνως προς την Αιτιολογική Έκθεση που συνοδεύει τον ν. 3213/2003 (σελ. 1), στόχος των διατάξεών του είναι πρωτίστως η «ενίσχυση της διαφάνειας» και η «ενδυνάμωση της δημοκρατίας» διά του καθορισμού καταλόγου υποχρέων προς υποβολή της σχετικής δήλωσης, οι οποίοι «ασκούν αποφασιστικού χαρακτήρα αρμοδιότητες, ορισμένες από τις οποίες αφορούν κρατικές προμήθειες, δημόσια έργα και εν γένει διαχείριση δημόσιου χρήματος». Όπως επισημάνθηκε, εξ άλλου, και στη σχετική, από 8.12.2003, έκθεση της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής, «[η] διαφάνεια της πολιτικής και, εν γένει δημόσιας ζωής και το “πόθεν έσχες” (…) στοχεύουν (…) στο να εμποδίσουν, να στηλιτεύσουν και να τιμωρήσουν την παράνομη συναλλαγή και τη χρησιμοποίηση της θέσης κάποιου για να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε τρίτον, παράνομο περιουσιακό όφελος».
Το Εποπτικό Συμβούλιο της Εταιρείας διαθέτει ευρείες και ιδιαιτέρως σημαντικές για τη λειτουργία της Εταιρείας αρμοδιότητες, όχι μόνον εποπτικές (βλ. άρθρο 191 παρ. 1, 4.η.θ.), αλλά και αποφασιστικές (βλ. άρθρο 191 παρ. 4.α.-ζ, 4.ια.-ιβ.), όπως, ιδίως, οι αρμοδιότητές του που αφορούν τον καθορισμό των αμοιβών των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου της Εταιρείας (βλ. άρθρο 191 παρ. 4.γ.), την προσυπογραφή της εκ νέου μεταβίβασης περιουσιακών στοιχείων στο Δημόσιο (βλ. άρθρο 191 παρ. 4.ια.) και την έγκριση της διενέργειας από μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου πράξεων «σε τομείς σχετικούς με τις δραστηριότητες της Εταιρείας» ή «δραστηριοτ[ήτων] όμοι[ων] με τους ως άνω σκοπούς» ή της συμμετοχής τους «με οιονδήποτε τρόπο σε εταιρείες που επιδιώκουν αυτούς τους σκοπούς» (βλ. άρθρα 191 παρ. 4.ιβ. και 192 παρ. 6 εδάφ. β’), οι οποίες άπτονται αμέσως ή εμμέσως της διαχείρισης δημόσιου χρήματος.
Υπό το φως των ανωτέρω, διατυπώνεται προβληματισμός σχετικώς με τη συνταγματικότητα της μη υπαγωγής των μελών του Εποπτικού Συμβουλίου στο καθεστώς υποβολής δήλωσης περιουσιακής κατάστασης. Το ζήτημα γεννάται, ιδίως, κατ’ αναφορά προς την τήρηση ενός σημαντικού κανόνα της αρχής του κράτους δικαίου, την αρχή της διαφάνειας της κρατικής δράσης, η οποία θεμελιώνεται στη δημοκρατική αρχή (βλ. Κ. Μαυριά, Συνταγματικό δίκαιο, όπ. π., σελ. 332, Δ. Τσάτσο, Συνταγματικό δίκαιο, τόμ. Β., 1993, σελ. 67-69) και αποτελεί θεσμική εγγύηση για την αποτελεσματική άσκηση των ατομικών, πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στο Σύνταγμα (βλ. Σ. Βλαχόπουλο, Διαφάνεια της κρατικής δράσης και προστασία προσωπικών δεδομένων, 2007, σελ. 42-48).
Για τον αυτόματο Μηχανισμός Δημοσιονομικής Προσαρμογής
18. Επί του άρθρου 233
Με τις διατάξεις του προτεινόμενου άρθρου εισάγεται «Αυτόματος Μηχανισμός Δημοσιονομικής Προσαρμογής Προϋπολογισμού της Γενικής Κυβέρνησης». Ειδικότερα, ορίζεται ότι, αν η ετήσια έκθεση του Υπουργού Οικονομικών διαπιστώνει «αρνητική απόκλιση», δηλαδή διαφορά «μεταξύ του στόχου του πρωτογενούς ισοζυγίου του προϋπολογισμού της Γενικής Κυβέρνησης (…) και του αποτελέσματος της Γενικής Κυβέρνησης που πραγματοποιήθηκε στο οικονομικό έτος που προηγείται του τρέχοντος οικονομικού έτους, αφού αφαιρεθεί το ύψος δημοσιονομικής προσαρμογής (…)», εκδίδεται π.δ. «σε αποκλειστική προθεσμία έως την 31η Μαΐου», διά του οποίου «προσδιορίζονται αναλυτικά (…) οι Φορείς και οι κατηγορίες δαπανών στις οποίες εφαρμόζεται η δημοσιονομική προσαρμογή, το ανώτατο όριο εκτέλεσης του προϋπολογισμού ανά φορέα (…), όλα τα αναγκαία για την επίτευξη (….) μέτρα». Αν η προθεσμία έως την 31η Μαΐου παρέλθει άπρακτη, «η καθορισμένη στην Έκθεση δημοσιονομική προσαρμογή της εκτέλεσης του προϋπολογισμού (…) επέρχεται αυτοδικαίως και αυτομάτως από την 1η Ιουνίου του ιδίου έτους», «με αντίστοιχη μείωση των δαπανών, κατ’ ανώτατο όριο σε 2% του ΑΕΠ του τρέχοντος οικονομικού έτους (…)».
Δεδομένου ότι, κατά την παρ. 7 του εν λόγω άρθρου, «[ο]ι εκ των ανωτέρω παραγράφων προκύπτοντες περιορισμοί στην εκτέλεση του προϋπολογισμού (…) συνιστούν έκτακτη εισφορά δημοσιονομικής προσαρμογής για κάθε δικαιούχο», επιβάρυνση, δηλαδή, φορολογικής φύσης, γεννάται προβληματισμός ως προς τη συμφωνία του κατά τα ως άνω Αυτόματου Μηχανισμού Δημοσιονομικής Προσαρμογής προς το άρθρο 78 παρ. 4 του Συντάγματος, συμφώνως προς το οποίο «Το αντικείμενο της φορολογίας, ο φορολογικός συντελεστής, οι απαλλαγές ή εξαιρέσεις από τη φορολογία και η απονομή των συντάξεων δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο νομοθετικής εξουσιοδότησης».
Επισημαίνεται, εξ άλλου, συναφώς, ότι η θέσπιση του ως άνω δημοσιονομικού κανόνα θα έχει επιπτώσεις και στο πεδίο εφαρμογής της αρχής του κράτους δικαίου και, ιδίως, στην προστασία των κοινωνικών δικαιωμάτων (βλ. Ξ. Κοντιάδη, Α. Φωτιάδου, Κοινωνικά δικαιώματα, αναλογικότητα και δημοσιονομική κρίση, θεωρητικές επισημάνσεις επ’ ευκαιρία της ΟλΣτΕ 668/2012, ΔτΑ 53/2012, σελ. 27-51, Σ. Κτιστάκη, Η επίδραση της οικονομικής κρίσης στα κοινωνικά δικαιώματα, ΕΔΚΑ 2012, σελ. 274 επ.), δεδομένου ότι, κατά την εφαρμογή του, περικόπτονται δαπάνες για μισθούς και συντάξεις ή άλλες παροχές κοινωνικού χαρακτήρα, μόλις πληρωθούν οι προϋποθέσεις που τίθενται διά του προτεινόμενου άρθρου.
Ευνοήτως, οι εν λόγω διατάξεις δεν εισάγουν κανόνα υπέρτερης νομοθετικής ισχύος ούτε δεσμεύουν τον νομοθέτη. Συνεπώς, δύνανται να τροποποιηθούν διά νέας νομοθετικής ρύθμισης.
Αθήνα, 20 Μαΐου 2016
Οι εισηγητές
Αθανασία Διονυσοπούλου
Λέκτορας της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών (για τις παρατηρήσεις 9 και 17)
Μαριάνθη Καλυβιώτου Επιστημονικές Συνεργάτιδες
Δημήτρης Βασιλείου Δημήτρης Κανελλόπουλος
Προϊστάμενος του Τμήματος Διεθνών και Αμυντικών Μελετών Ανδρέας Κούνδουρος
Προϊστάμενος του Τμήματος Ευρωπαϊκών Μελετών
Γεώργιος Φωτόπουλος
Ειδικοί Επιστημονικοί Συνεργάτες
Ο Προϊστάμενος του Α’ Τμήματος Νομοτεχνικής Επεξεργασίας Ξενοφών Παπαρρηγόπουλος Αναπληρωτής Καθηγητής του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου
Ο Προϊστάμενος της Α’ Διεύθυνσης Επιστημονικών Μελετών Αντώνης Παντελής Καθηγητής της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών
Ο Πρόεδρος του Επιστημονικού Συμβουλίου
Κώστας Μαυριάς
Ομότιμος Καθηγητής της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών
Πηγή: Taxheaven