«Ήδη παρατηρούνται σημαντικές θετικές επιδράσεις από τις πρόσφατες αποφάσεις της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ», τονίζει μεταξύ άλλων ο επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Mario Draghi απαντώντας σε σχετική ερώτηση του ευρωβουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ Δημήτρη Παπαδημούλη.
Ειδικότερα, σύμφωνα με τη σχετική ανακοίνωση, ο Δημ. Παπαδημούλης στην ερώτησή του έθετε το θέμα του Προγράμματος Ποσοτικής Χαλάρωσης (QE), υπό το πρίσμα των νέων στοιχείων που είχε δημοσιεύσει η Ελληνική Στατιστική Αρχή και η EKT, αναφορικά με τις αποπληθωριστικές πιέσεις του Ιανουαρίου, σύμφωνα με τα οποία «η Ελλάδα εμφανίζει αρνητικό πληθωρισμό -2.8%, από 2.6% τον Δεκέμβριο, και η Ευρωζώνη -0.6%, από -0.2, αντίστοιχα» και ρωτούσε τον Mario Draghi να ξεκαθαρίσει κατά πόσο «σκοπεύει να αναθεωρήσει πτυχές του QE σε περίπτωση που ο αποπληθωρισμός, όχι μόνο δεν διορθώνεται, αλλά ενισχύεται, σε ορισμένες χώρες, όπως συμβαίνει σήμερα στην Ελλάδα».
Στη συνέχεια της ερώτησης του ο Έλληνας ευρωβουλευτής ζητούσε από τον Πρόεδρο της ΕΚΤ να σχολιάσει τις «ανησυχίες που εκφράζονται από οικονομικούς αναλυτές, σχετικά με την ενότητα, αποτελεσματικότητα και αξιοπιστία της ΕΚΤ και του QE», με δεδομένο ότι το Πρόγραμμα της Ποσοτικής Χαλάρωσης εκτελείται από κάθε Εθνική Κεντρική Τράπεζα μέσω ενός σχεδιασμού κατανομής επενδυτικού ρίσκου.
Στην απάντησή του ο Πρόεδρος της ΕΚΤ τονίζει ότι «το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ διατηρεί τον έλεγχο όλων των χαρακτηριστικών του διευρυμένου προγράμματος αγοράς περιουσιακών στοιχείων, στα οποία συμπεριλαμβάνονται η κατανομή των αγορών, η καταλληλότητα των περιουσιακών στοιχείων, καθώς και ο ρυθμός και το μέγεθος των αγορών», επισημαίνοντας ότι διαφυλάττεται ο «ενιαίος χαρακτήρα της νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος», καθώς επίσης ότι «η ειδική ρύθμιση για τον επιμερισμό των δυνητικών ζημιών δεν διακυβεύει σε καμία περίπτωση τον ενιαίο χαρακτήρα της νομισματικής πολιτικής», αλλά αντίθετα ότι «διασφαλίζει το ύψιστο επίπεδο αποτελεσματικότητας του προγράμματος, λαμβάνοντας υπόψη τη μοναδική θεσμική δομή της ζώνης του ευρώ, όπου ένα κοινό νόμισμα και μια ενιαία νομισματική πολιτική συνυπάρχουν με 19 εθνικές οικονομικές και δημοσιονομικές πολιτικές».
Καταλήγοντας στην απάντησή του ο Κεντρικός Τραπεζίτης σημειώνει ότι «οι αγορές στο πλαίσιο του διευρυμένου προγράμματος αγοράς περιουσιακών στοιχείων θα εξακολουθήσουν να διενεργούνται μέχρι τα τέλη Σεπτεμβρίου του 2016, έως ότου διαπιστώσουμε μια διαρκή προσαρμογή της πορείας του πληθωρισμού, η οποία να είναι συμβατή με την επιδίωξή μας να διατηρούμε τους ρυθμούς πληθωρισμού κάτω αλλά πλησίον του 2% μεσοπρόθεσμα» και υπογραμμίζει ότι «αυτό αφορά τη ζώνη του ευρώ συνολικά και όχι τις επιμέρους χώρες. Ήδη παρατηρούνται σημαντικές θετικές επιδράσεις από τις πρόσφατες αποφάσεις της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ».
Ακολουθούν η πλήρης ερώτηση και απάντηση:
Ερώτηση Δημήτρη Παπαδημούλη:
«Σύμφωνα με στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ και της ΕΚΤ, οι αποπληθωριστικές πιέσεις ενισχύθηκαν τον Ιανουάριο, με την Ελλάδα να εμφανίζει αρνητικό πληθωρισμό -2.8%, από 2.6% τον Δεκέμβριο, και την Ευρωζώνη -0.6%, από -0.2, αντίστοιχα. Την αποπληθωριστική αυτή κρίση, έρχεται να διορθώσει το Πρόγραμμα Ποσοτικής Χαλάρωσης, ύψους 1.1 τρις ευρώ, που ανακοίνωσε η ΕΚΤ. Ωστόσο, το συγκεκριμένο πρόγραμμα, παρά το μέγεθός του, παρουσιάζει σημαντικές «στρεβλώσεις», που περιορίζουν επικίνδυνα το εύρος και την ισχύ του, αφού κάθε Εθνική Κεντρική Τράπεζα θα αναλαμβάνει μέρος του επενδυτικού ρίσκου, ενώ επιβάλλονται περιοριστικοί όροι και όρια για τη συμμετοχή κάθε χώρας. Ερωτάται ο Πρόεδρος της ΕΚΤ:
1. Πώς σχολιάζει τις ανησυχίες που εκφράζονται από οικονομικούς αναλυτές, σχετικά με την ενότητα, αποτελεσματικότητα και αξιοπιστία της ΕΚΤ και του QE, λόγω ύπαρξης «στρεβλώσεων», όπως του επιμερισμού του ρίσκου στις ΕθνΚΤ;
2. Ποιο θα είναι το μηνιαίο ύψος κάθε κατηγορίας ομολόγων (κρατών, ιδιωτών, θεσμών ΕΕ), που σκοπεύει να αγοράσει η ΕΚΤ ανά μήνα και ποιοι είναι οι επιλέξιμοι ευρωπαϊκοί θεσμοί;
3. Σκοπεύει να αναθεωρήσει πτυχές του QE σε περίπτωση που ο αποπληθωρισμός, όχι μόνο δεν διορθώνεται, αλλά ενισχύεται σε ορισμένες χώρες, όπως συμβαίνει σήμερα στην Ελλάδα, ανεξάρτητα από τις πολιτικές πιέσεις που, ενδεχομένως, να ασκούνται στην ΕΚΤ από διάφορες κυβερνήσεις;»
Απάντηση Mario Draghi:
«Αξιότιμο μέλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, κύριε Παπαδημούλη,
Σας ευχαριστώ για τις επιστολές σας, τις οποίες μου διαβίβασε ο κ. Roberto Gualtieri, Πρόεδρος της Επιτροπής Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής, μαζί με συνοδευτικές επιστολές, στις 5 και 23 Μαρτίου 2015 αντίστοιχα.
Το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ διατηρεί τον έλεγχο όλων των χαρακτηριστικών του διευρυμένου προγράμματος αγοράς περιουσιακών στοιχείων, στα οποία συμπεριλαμβάνονται η κατανομή των αγορών, η καταλληλότητα των περιουσιακών στοιχείων, καθώς και ο ρυθμός και το μέγεθος των αγορών. Αυτό διαφυλάττει τον ενιαίο χαρακτήρα της νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος. Η ειδική ρύθμιση για τον επιμερισμό των δυνητικών ζημιών δεν διακυβεύει σε καμία περίπτωση τον ενιαίο χαρακτήρα της νομισματικής πολιτικής. Διασφαλίζει το ύψιστο επίπεδο αποτελεσματικότητας του προγράμματος, λαμβάνοντας υπόψη τη μοναδική θεσμική δομή της ζώνης του ευρώ, όπου ένα κοινό νόμισμα και μια ενιαία νομισματική πολιτική συνυπάρχουν με 19 εθνικές οικονομικές και δημοσιονομικές πολιτικές.
Οι αγορές στο πλαίσιο του προγράμματος αγοράς τίτλων του δημόσιου τομέα πραγματοποιούνται σε μηνιαία βάση με γνώμονα την κλείδα κατανομής της ΕΚΤ. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι κάθε μήνα τίθεται αυστηρά ως στόχος η επακριβής επίτευξη των μεριδίων συμμετοχής στην κλείδα κατανομής, καθώς υπάρχει κάποιο περιθώριο ευελιξίας σε μηναία βάση χάριν της ομαλής εφαρμογής του προγράμματος.
Όσον αφορά στην κατανομή των αγορών του εν λόγω προγράμματος μεταξύ των κατηγοριών των εκδοτών τίτλων, το ποσοστό των τίτλων που εκδίδουν εγκατεστημένοι στη ζώνη του ευρώ επιλέξιμοι διεθνείς οργανισμοί και πολυμερείς τράπεζες ανάπτυξης θα ανέρχεται σε 12%. Οι αγορές τίτλων που εκδίδουν επιλέξιμες κεντρικές κυβερνήσεις και αναγνωρισμένες οντότητες της ζώνης του ευρώ θα ανέρχονται επομένως σε 88%.
Προβλέπεται ότι οι αγορές στο πλαίσιο του διευρυμένου προγράμματος αγοράς περιουσιακών στοιχείων θα εξακολουθήσουν να διενεργούνται μέχρι τα τέλη Σεπτεμβρίου του 2016, έως ότου διαπιστώσουμε μια διαρκή προσαρμογή της πορείας του πληθωρισμού, η οποία να είναι συμβατή με την επιδίωξή μας να διατηρούμε τους ρυθμούς πληθωρισμού κάτω αλλά πλησίον του 2% μεσοπρόθεσμα. Αυτό αφορά τη ζώνη του ευρώ συνολικά και όχι τις επιμέρους χώρες. Ήδη παρατηρούνται σημαντικές θετικές επιδράσεις από τις πρόσφατες αποφάσεις της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ.
Με εκτίμηση,
Mario Draghi.»