Ντίξον: «Οι τελευταίες παραχωρήσεις»

Αν και οι πιστωτές δεν έχουν δώσει ακόμα τελεσίγραφο στην Ελλάδα, ο τελευταίος γύρος των κρίσιμων διαπραγματεύσεων δεν αφήνει και πολλά περιθώρια στην Αθήνα, επισημαίνει σε άρθρο του ο οικονομικός αναλυτής του Reuters, Χιούγκο Νίξον, τονίζοντας πως η χώρα θα πρέπει μάλλον να υποχωρήσει εάν θέλει να αποφύγει μία χρεοκοπία και το επακόλουθο οικονομικό και πολιτικό χάος.

«Ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας έχει την ευκαιρία να συμμετέχει σε έναν ακόμη γύρο διαπραγματεύσεων. Αν παίξει καλά τα χαρτιά του, ίσως μπορέσει να εξασφαλίσει μία μικρή ελάφρυνση της λιτότητας από την ευρωζώνη και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, καθώς και μία υπόσχεση για ελάφρυνση του χρέους εφ’ όσον η χώρα συμμορφωθεί με τους κανόνες», αναφέρει ο αρθρογράφος.

Σύμφωνα με τον Ντίξον, παρά το γεγονός ότι ο Τσίπρας θέλει να κρατήσει το ριζοσπαστικό αριστερό κόμμα του ενωμένο, πρέπει οπωσδήποτε να υπογράψει τη συμφωνία, με όσο το δυνατόν καλύτερους όρους, φυσικά. Αν δεν το κάνει, υπογραμμίζει ο αρθρογράφος, οι συνέπειες τόσο για τον ίδιο όσο και για τη χώρα του θα ήταν τρομερές.

Ο Τσίπρας, το ΔΝΤ και η ευρωζώνη παρουσίασαν νέες προτάσεις αυτή την εβδομάδα, οι οποίες έχουν πλέον διαρρεύσει στον τύπο. Μέσα στις τελευταίες εβδομάδες των διαπραγματεύσεων, οι δύο πλευρές έχουν έρθει σίγουρα πιο κοντά, αλλά η απόσταση που τις χωρίζει εξακολουθεί να είναι αρκετά μεγάλη. Η Ελλάδα θα χρεοκοπήσει μέσα σε λίγες εβδομάδες χωρίς περαιτέρω οικονομική ενίσχυση των πιστωτών της.

Το σχέδιο των πιστωτών δείχνει λογικό, ωστόσο εξακολουθεί να απαιτεί πάρα πολλή λιτότητα, επισημαίνει ο οικονομικός αναλυτής του Reuters, εξηγώντας ότι πιέζει για ένα πρωτογενές πλεόνασμα πριν από τις πληρωμές τόκων 1 τοις εκατό του ΑΕΠ για τη φετινή χρονιά και 2 τοις εκατό για την επόμενη. Τουλάχιστον αυτό αποτελεί βελτίωση σε σχέση με το προηγούμενο 3 τοις εκατό και 4,5 τοις εκατό.

Ωστόσο, η ζημιά που έχει υποστεί η ελληνική οικονομία τους τελευταίους μήνες είναι τόσο μεγάλη που οι πιστωτές θεωρούν πλέον ότι η Αθήνα θα έχει ένα πρωτογενές έλλειμμα της τάξεως του 0,7 τοις εκατό του ΑΕΠ το τρέχον έτος, αν δεν κάνει τίποτα.

Για να πετύχει τον χαμηλότερο στόχο, η κυβέρνηση θα πρέπει να περικόψει τις δαπάνες και να αυξήσει τους φόρους ώστε να εξασφαλίσει το 1,7 τοις εκατό του ΑΕΠ. Αυτό θα οδηγήσει σχεδόν σίγουρα την οικονομία σε ύφεση.

Το σχέδιο του Τσίπρα ζητά 0,6 τοις εκατό πρωτογενές πλεόνασμα για φέτος και 1,5 τοις εκατό για το 2016 – επίπεδα που δεν έχουν τόσο καταστροφική επίδραση στην οικονομία.
«Οι πιστωτές, ωστόσο, δεν πρόκειται να μειώσουν ξανά τον δημοσιονομικό στόχο εκτός αν η Αθήνα τους δώσει κάτι σε αντάλλαγμα. Η προφανής παραχώρηση είναι η βαθύτερη διαρθρωτική μεταρρύθμιση. Και σε αυτό το σημείο, δυστυχώς, οι προτάσεις Τσίπρα εξακολουθούν να υστερούν», τονίζει ο Ντίξον, σημειώνοντας ωστόσο ότι υπάρχουν ορισμένες θετικές ιδέες.

«Η Ελλάδα υπόσχεται μια πλήρως ανεξάρτητη φορολογική αρχή που μπορεί να πατάξει την φοροδιαφυγή, ένα ενδημικό πρόβλημα της χώρας και δεσμεύεται να ανεβάσει σταδιακά τις ηλικίες συνταξιοδότησης, οι οποίες συχνά είναι πολύ χαμηλές.»

Ωστόσο, η Αθήνα εξακολουθεί να θέλει να χορηγεί επικουρικές συντάξεις που τα ταμεία κοινωνικής ασφάλισης της δεν μπορούν να αντέξουν και να χρηματοδοτεί αυτές τις παροχές με δανεισμό από τους πιστωτές. Αυτό είναι δύσκολο να δικαιολογηθεί, υπογραμμίζει το δημοσίευμα.
Εν τω μεταξύ, οι προτάσεις Τσίπρα για τη μεταρρύθμιση της αναποτελεσματικής δημόσιας διοίκησης είναι ανούσιες και η προσέγγισή του απέναντι στις ιδιωτικοποιήσεις χλιαρή, παρά το γεγονός ότι αυτές μπορούν να αναζωογονήσουν τομείς της οικονομίας, καθώς και να εξασφαλίσουν μετρητά στη χώρα για να μειώσει το χρέος της.

Αν ο Τσίπρας θέλει τη συμφωνία, θα πρέπει να «καταπιεί» σχεδόν όλες τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που του προτείνουν οι πιστωτές, υποστηρίζει ο οικονομικός αναλυτής.

Αυτές περιλαμβάνουν επίσης την ελευθέρωση των διαφόρων αγορών που στραγγαλίζονται από κατεστημένα συμφέροντα, απλοποίηση του συστήματος φόρου προστιθέμενης αξίας και διατήρηση απόστασης από το τραπεζικό σύστημα.

Η αποδοχή όλων αυτών των όρων θα επιτρέψει στον Τσίπρα να εξασφαλίσει λιγότερη δημοσιονομική λιτότητα βραχυπρόθεσμα. Επίσης, θα του δώσει μια καλή βάση για να διεκδικήσει την ελάφρυνση του χρέους, αναφέρει ο Ντίξον. Εξηγεί μάλιστα ότι οι πιστωτές αποκλείεται να βάλουν αυτήν την ιδέα στο τραπέζι προτού αρχίσουν οι συζητήσεις για ένα νέο μακροπρόθεσμο σχέδιο διάσωσης, που ίσως προβλέπει τον δανεισμό επιπλέον 50 δισεκατομμυρίων ευρώ στη χώρα.

Ο Τσίπρας μπορεί από τώρα να λάβει καθοδήγηση για το πώς θα μπορούσε να μειωθεί το βάρος του χρέους, σημειώνει ο οικονομικός αναλυτής, τονίζοντας ότι η παροχή στην Ελλάδα ενός διαλείμματος χωρίς φόρους και άλλη μια δεκαετία για να ξεπληρώσει τα χρέη της φαίνεται ως η πιο λογική επιλογή.

«Το πρόβλημα είναι ότι ο Τσίπρας δεν διαπραγματεύεται καλά. Η πρότασή του περιλαμβάνει μια υπόσχεση να διατηρήσει ένα πρωτογενές δημοσιονομικό πλεόνασμα 3,5 τοις εκατό του ΑΕΠ από το 2019, ακριβώς ό, τι του ζητούν οι πιστωτές. Αυτό όμως παραείναι υψηλό. Θα ήταν καλύτερα να αφήσει το θέμα αυτό ανοιχτό μέχρι να επιλυθεί το ζήτημα της ελάφρυνσης του χρέους», αναφέρει το άρθρο.

Ωστόσο, όπως επισημαίνεται, αν ο Τσίπρας τα κάνει όλα αυτά, θα δυσκολευτεί να κρατήσει το κόμμα του ενωμένο. Κάποια ακροαριστερά μέλη του κοινοβουλίου θα επαναστατήσουν, αναγκάζοντάς τον να βασιστεί στην αντιπολίτευση για να προωθήσει νομοθεσία μέσω του κοινοβουλίου.

«Η προφανής απάντηση του πρωθυπουργού θα είναι να ζητήσει εκλογές, όπου μάλλον θα κερδίσει με μεγάλη πλειοψηφία δεδομένου ότι οι Έλληνες θέλουν μια συμφωνία και η αντιπολίτευση είναι σε σύγχυση. Κατά τη διαδικασία αυτή, ο Τσίπρας θα μπορούσε να διώξει τους αντάρτες από το κόμμα του και να κυβερνήσει με ένα μετριοπαθές κοινοβούλιο», σημειώνει ο Ντίξον και καταλήγει: «Δεν είναι σαφές αν ο Τσίπρας έχει τα κότσια να το κάνει αυτό. Η Ελλάδα και ο κόσμος θα το μάθουν αυτό αρκετά σύντομα.»
 

Exit mobile version